Παράθυρο logo
Κυριάκος Χαραλαμπίδης: «Μια λεύκα στην Κακοπετριά»
Δημοσιεύθηκε 21.02.2014
Κυριάκος Χαραλαμπίδης: «Μια λεύκα στην Κακοπετριά»

Στο πλαίσιο του αφιερώματος «ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ: 90 χρόνια σε 12 μέρες» με αφορμή την ανακήρυξη του 2014 ως Έτος Μόντη, ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης επιλέγει το ποίημα του Κώστα Μόντη «Μια λεύκα στην Κακοπετριά».


Ακολουθεί το ποίημα και πιο μετά ένας σχολιασμός του:



Μια λεύκα στην Κακοπετριά


Αυτή η λεύκα στη ρεματιά


που έχει «όχι» και λέει «ναι»


και λυγίζει και δε λυγίζει


και γυρνά εδώθε και μας κλείνει το μάτι για τον άνεμο,


και γυρνά στον άνεμο και του κλείνει το μάτι για μας


και κυματίζει τρία πράσινα κρόσσια στη θάλασσα,


και κυματίζει τρία πράσινα κρόσσια στις βουνοκορφές


κ' ερωτεύεται


και γαργαλιέται


και σπαρταρά απ' τα γέλια


που λες θα της πέσουν τα φύλλα,


κι αναταράζεται να φύγουν τα γαρδέλια


και γέρνει πίσω και κάνει χωνάκι


«ελάτε τώρα, ελάτε τώρα!»


Αυτή η τρελή λεύκα


που θα κρεμαστεί το χειμώνα απάνω της η ελπίδα της χαράδρας,


αυτή η τρελή λεύκα


πού θ' απογυμνωθεί το χειμώνα


για να μπορεί να λέει «όχι» στους χιονιάδες του Τροόδους,


που θ' αποβάλει τον έρωτα και τα συναφή


και θα μείνει γυμνή ψυχή


για να πει τ' «όχι»


τώρα που το χρειάζεται η χαράδρα.



Ολόκληρο το ποίημα είναι μια ανάσα - κατ' ακρίβειαν μια ανάσα εν αναδιπλώσει. Αρχίζει με την άνοιξη και σταματά στο σημείο που η λεύκα γέρνει πίσω και κάνει χωνάκι και φωνάζει, σαν να παίζει κρυφτούλι με τα γαρδέλια. «Ελάτε τώρα, ελάτε τώρα!». Απ' εκεί ανηφορίζει κατά τον χειμώνα, με τη λεύκα στην απόλυτη τρέλα της, απογυμνωμένη από τα παιγνιδίσματα του «ναι» της, λευχειμονούσα στο «όχι» της.


Η όλη εκφορά του ποιήματος δίνει την αίσθηση αδιάσπαστου ήχου, που αναδιπλώνεται έντεχνα περί το μέσον για να κορυφωθεί στο τέλος σε απόηχο μπρούντζινου γκονγκ. Κατά κάποιο τρόπο τούτο συναρμόζει με εκείνο που είπε ο Τ.Σ. Έλιοτ, ότι ο κόσμος αρχίζει με τον ήχο ενός τυμπάνου.


Με αυτούς τους όρους, το ποίημα οργανώνει το υλικό του μουσικά, γεωμετρώντας τους πόνους, τα συν και τα πλην της ζωής. Κατά παράδοξο μάλιστα τρόπο, το «όχι» του ποιήματος καθίσταται πιο θετικό από το «ναι», αφού η «γυμνή ψυχή» υποκρύπτει στο ιστίον της όλες τις καμπυλότητες και τους κυματισμούς, τα χρώματα και τα κουδουνίσματα μιας αυστηρά μαθηματικής τάξης.


Η περίπτωση της λεύκας -μιας και μόνης στη ρεματιά- αρκεί για να δώσει το μέτρο της μόντειας προοπτικής. Το γυμνό «όχι» της φυλλοβόλας λεύκας βρίσκεται στη γραμμή του ποιητικού ορίζοντα του Μόντη, ακόμη και για λόγους αισθητικής, εφόσον η τέχνη στηρίζεται στη συμπύκνωση και την αφαίρεση.


ΠΑΡΑΘΥΡΟ | ΠΟΛΙΤΗΣ