Παράθυρο logo
Εύης Γαβριηλίδης | Σικάγο, Χριστούγεννα 1956
Δημοσιεύθηκε 15.04.2015
Εύης Γαβριηλίδης | Σικάγο, Χριστούγεννα 1956

Ο Εύης Γαβριηλίδης [1929-2015] θυμάται τα Χριστούγεννα του 1956 στο Σικάγο, όπου βρέθηκε για σπουδές στη σκηνοθεσία.


Υπήρξε ο πρώτος σκηνοθέτης θεάτρου στην Κύπρο. Απεβίωσε στις 15 Απριλίου 2015, ύστερα από νοσηλεία στο Ογκολογικό Κέντρο Τραπέζης Κύπρου.



«Βρίσκομαι στο Σικάγο.


Εργάζομαι σε ένα πολυτελές εστιατόριο ως βοηθός γκαρσονιού. Ήταν Χριστούγεννα. Ήταν μια βραδιά που, όπως ξέραμε, θα διαρκούσε ώς το πρωί [βραδιά που θα επαναλαμβανόταν και την 1η του χρόνου].


Όλοι οι επισκέπτες του κλαμπ/εστιατορίου είχαν έρθει έτοιμοι να περάσουν τη βραδιά τους με φαγητό και ποτά. Ήταν μια βραδιά που για τους άλλους ήταν γιορτή. Για εμάς καταναγκαστικά έργα.


Γιατί θέλαμε κι εμείς να γιορτάσουμε, να χαρούμε, να πιούμε και να περάσουμε καλά με φίλους ή οικογένεια. Δεν σταματήσαμε να πηγαινοερχόμαστε ως το πρωί. Και τα ταξίδια μας για να φέρουμε φαγητό μοιραζόντουσαν σε δύο χώρους: ο πρώτος ήταν μια τεράστια κουζίνα, με 15 γκαρσόνια και ανάλογους μαγείρους, που για να προλάβει ο καθένας μας να πάρει την παραγγελία του, γινόντουσαν ατέλειωτοι και δυνατοί καβγάδες, για να μην αργήσει κανένας από μας να φέρει γρήγορα το φαγητό στους εορτάζοντες. Μπαίναμε λοιπόν σε μια κόλαση της κουζίνας, δίναμε την παραγγελία και προσέχαμε μην μας την πάρει άλλος, για να ικανοποιήσει τους δικούς του ξένους.


Δεν θα ξεχάσω τον έντονο, δυνατό και εκνευριστικό ήχο από τις μεγάλες μαγείρισσες που στον θυμό τους πετούσαν οι μάγειροι στο πάτωμα, και που στριφογύριζαν ώσπου να ακινητοποιηθούν. Βόμβος; Αμαξοστοιχία; Ήχος βαποριού; Φουγάρα που γογγύζουν πλοίων; Με κυνηγάει ακόμα αυτός ο ήχος.


Μέσα, λοιπόν, από αυτή την πραγματική κόλαση, με τον δίσκο στο χέρι [στην Αμερική τα γκαρσόνια κρατάνε ψηλά τον δίσκο και τον ακουμπούν αν χρειάζεται και λίγο στον ώμο τους], σπρώχναμε μια πόρτα και μπαίναμε στα χοντρά χαλιά του εστιατορίου όπου επικρατούσε μια ατμόσφαιρα χαράς και μια ευγενική ησυχία, με μόνο ήχο κάτι ψιλά, ευχάριστα μουρμουρητά. Και τον ήχο των πιρουνιών.


Περπατούσαμε ανάλαφρα προσπαθώντας να είμαστε κομψοί και ευχάριστοι. Κλέβαμε βεβαίως κάπου-κάπου και λίγο κρασί ή ό,τι μπορούσε να κλαπεί απ’ τα ποτά που προσφέραμε.


Και το πρωί, και πελάτες και γκαρσόνια, με το πρώτο φως της ημέρας, συναντιόμαστε στην έξοδο, οι πρώτοι χαρούμενοι, μεθυσμένοι και ψιλοτραγουδώντας κι εμείς στα ενοικιασμένα δωμάτιά μας να ελπίζουμε ότι μελλοντικά θα μπορούσαμε να χαρούμε τις όμορφες αυτές γιορτές με τους δικούς μας ανθρώπους.»


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πολίτης τα Χριστούγεννα 2013 στο πλαίσιο του αφιερώματος «Τα Χριστούγεννα που θα μου μείνουν αξέχαστα».