Οι γυναίκες της Κύπρου κατόρθωσαν μέσα από την πορεία του Αγίου Κασσιανού να μετατρέψουν τη στάση αξιοπρέπειας σε παλλαϊκό αγώνα, ήταν το κύριο μήνυμα εκδήλωσης που έλαβε χώρα το απόγευμα της Τετάρτης 9 Απριλίου στο Παγκύπριο Γυμνάσιο στη Λευκωσία, για την παρουσίαση του βιβλίου της Παγκύπριας Γυναικείας Κίνησης Επιστροφή με τίτλο «Ελεύθερες στην αιχμαλωσία: Η πορεία των γυναικών στον Άγιο Κασσιανό το 1989».
Στον χαιρετισμό του κατά την έναρξη της εκδήλωσης, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Γεώργιος, ο οποίος ήταν ο ίδιος παρών στα γεγονότα της πορείας, είπε ότι το βιβλίο παρουσιάζει για πρώτη φορά μια συστηματική ιστορική έρευνα «του μεγαλύτερου αντικατοχικού γυναικείου κινήματος της Κύπρου» και αποκαλύπτει «πώς αντιδρά μία μερίδα της κοινωνίας στην κατοχή και στέρηση της πατρώας γης», υπενθυμίζοντας «τη μαχητικότερη διαδήλωση του αντικατοχικού γυναικείου κινήματος που δρούσε στην Κύπρο και στο εξωτερικό από το 1975, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 19 Ιουλίου 1989 στον Άγιο Κασσιανό στην εντός των τειχών Λευκωσία».
Προσέθεσε ότι παρουσιάζονται με λεπτομέρεια η προετοιμασία και τα γεγονότα της πορείας και όσα ακολούθησαν, γίνεται λόγος για την αιχμαλωσία, τις κινητοποιήσεις και απελευθέρωση των αιχμαλώτων, όπως επίσης και τις αντιδράσεις που υπήρχαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ περιγράφεται επίσης η στάση καθώς και οι ενέργειες της κατοχικής δύναμης, με την παρουσίαση των γεγονότων να εμπλουτίζεται και από μαρτυρίες προσώπων, κυρίως γυναικών, που συμμετείχαν στην πορεία, βίωσαν τις καταστάσεις αυτές και έδρασαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο διάστημα εκείνο.
«Ήμουν και εγώ προσωπικά στην εκδήλωση εκείνη, θαύμασα πραγματικά τον ηρωισμό και το σθένος των γυναικών της Κύπρου. Άοπλες σαν τον Ονήσιλο, που τα έβαλε με τα έφιππα στίφη των Περσών, αντιτάχθηκαν στους πάνοπλους Τούρκους στρατιώτες. Τις θαύμασα στην ολονύχτια ανάκριση στον γκαράζ Παυλίδη, στο ψευδοδικαστήριο, καθώς και στις εκδηλώσεις τους, τραγούδια και ψαλμωδίες στις φυλακές του Αττίλα. Μπορεί να ταλαιπωρηθήκαμε για λίγες μέρες, η δική μας ταλαιπωρία από τους κατακτητές όμως δεν μπορεί να συγκριθεί σε καμία περίπτωση με τις ταλαιπωρίες των οικογενειών που έχασαν δικούς τους ανθρώπους στον πόλεμο, με την αγωνία και τις περιπέτειες των προσφύγων μας και την υπερπενηντάχρονη ταλαιπωρία των οικείων των αγνοουμένων μας», σημείωσε ακολούθως.

«36 χρόνια μετά, πού πήγε εκείνη η αγωνιστικότητα; Πώς καταντήσαμε θλιβεροί επισκέπτες της γης μας κάτω από τους δοτούς όρους του κατακτητή; Πώς ανεχόμαστε οι πολλοί κάποιους να ενισχύουν τις πράξεις του την οικονομία και την ίδια την υπόσταση του ψευδοκράτους; Και είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι που παρακολουθήσαμε τότε τους αγώνες των γυναικών και τις ενισχύσαμε στις προσπάθειές τους», διερωτήθηκε χαρακτηριστικά.
«Οφείλουμε να διδάξουμε στα παιδιά μας, τη νέα γενιά, τις προγονικές ελληνοχριστιανικές μας αξίες, τις αξίες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της αξιοπρέπειας, και να κατανοήσουμε όλη τη δυσκολία στην οποία σήμερα βρισκόμαστε», ανέφερε στη συνέχεια.
«Οι Τούρκοι αφού εμπέδωσαν τα τετελεσμένα της εισβολής, αφού πέτυχαν να κερδίσουν χρόνο ώστε να ξεχαστεί το πρόβλημά μας από τη διεθνή κοινή γνώμη και να προκληθεί κόπωση σε ένα μεγάλο μέρος του λαού μας, δεν κρύβουν πια τον τελικό στόχο τους. Και ο στόχος τους είναι η, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κατάκτηση και τουρκοποίηση όλης της Κύπρου. Έχουμε χρέος να ματαιώσουμε τα τουρκικά σχέδια, 35 ελληνικοί αιώνες στην Κύπρο δεν μας αφήνουν άλλη επιλογή από τον αγώνα για απελευθέρωση. Στη γενιά μας έλαχε να σηκώσει το βάρος αυτής της στιγμής», υπογράμμισε κλείνοντας και συνεχάρη τόσο τον συγγραφέα όσο και την Παγκύπρια Γυναικεία Κίνηση Επιστροφή «για την αξιέπαινη προσπάθεια να αναδειχθεί η μαχητικότητα της φυλής μας, ώστε να γίνει παράδειγμα προς μίμηση για τις νεότερες γενιές».
Στον δικό της σύντομο χαιρετισμό εκ μέρους της Κίνησης, η Σόφη Οικονόμου ευχαρίστησε αρχικά όλους όσους συνέβαλαν στη έκδοση του βιβλίου.
«Η αγάπη μας για τη μικρή πατρίδα μάς έσπρωξε ότι έπρεπε να υπενθυμίσουμε στην διεθνή κοινότητα ότι μετά την εισβολή της Τουρκίας, το 37% της Κύπρου μας είναι υπό κατοχή, 200.000 άνθρωποι εκτοπισμένοι και 1619 αγνοούμενοι. Θέλαμε να δείξουμε ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να δεχτούμε την κατοχή της πατρίδας μας. Θέλαμε επίσης να πετύχουμε ένα άμεσα πολιτικό στόχο, να δώσουμε ένα όπλο στην κυβέρνηση και την πολιτική ηγεσία στον αγώνα που ισχυρίζονται ότι διεξάγουν», σημείωσε στη συνέχεια.
Εξέφρασε επίσης εκ μέρους της οργανωτικής επιτροπής της εκδήλωσης ικανοποίηση για το γεγονός, όπως είπε, ότι «η πορεία γυναικών στον Άγιο Κασσιανό, μια εκδήλωση αντίστασης στην εισβολή, στη βία και την κατοχή, θα αποτελεί πλέον ακόμη έστω μία μικρή και ταπεινή ψηφίδα στην ιστορία του Κυπριακού Ελληνισμού».
«Το να αντικρίζει όμως κανείς το γεγονός αυτό σαν μια ακόμη ψηφίδα στην ιστορία του Ελληνισμού της Κύπρου, αυτό και μόνο, όσο και να έχει τη δική του σημασία, αφού συμβάλλει στην εθνική μας αυτογνωσία, δεν αρκεί. Μεγαλύτερη αξία θα έχει αν συντελέσει σε κάποιο βαθμό στο να παραμείνει ζωντανό στην ψυχή των σημερινών το μήνυμα των ελευθέρων στην αιχμαλωσία γυναικών, κρατώντας σε εγρήγορση τον λαό και γιγαντώνοντας η θέλησή του για αντίσταση, αντίσταση για μη αποδοχή των τετελεσμένων της εισβολής και της κατοχής. Από τη δική μας μεριά, διατρανώνουμε για ακόμα μία φορά και σήμερα 36 σχεδόν χρόνια από τότε, πως οι αρχές που μας ενέπνευσαν τότε εξακολουθούν να μας εμπνέουν και να μας καθοδηγούν. Και δηλώνουμε παρούσες σε κάθε πρωτοβουλία για αντίσταση στην ηττοπάθεια και την αποδοχή της κατοχής», κατέληξε.
Ακολούθησε προβολή σύντομου φιλμ του Μιχάλη Γεωργιάδη με στιγμιότυπα από την πορεία και μαρτυρίες των συμμετεχουσών.
Στη συνέχεια, η ιστορικός Μαρία Χατζηαθανασίου ανέφερε κατά την παρουσίαση του βιβλίου ότι στόχος της συγγραφικής ομάδας ήταν κυρίως να φέρει στο προσκήνιο τη μέχρι πρότινος άγνωστη γυναίκα, «τη γυναίκα που ως τότε ήταν μέρος του ανώνυμου πλήθους που συμμετείχε στην πορεία στον Άγιο Κασσιανό και στις μεταγενέστερες κινητοποιήσεις».
«Η μελέτη του γυναικείου αντικατοχικού κίνηματος, πέρα από τη συμβολή της στην κατανόηση των απελευθερωτικών αγώνων, φωτίζει το κυπριακό ζήτημα από μια διαφορετική σκοπιά, προσφέροντας ερμηνευτικά εργαλεία που βοηθούν να κατανοήσουμε σε σημαντικό βαθμό τους λόγους για τους οποίους το πρόβλημα παραμένει άλυτο», ανέφερε ακολούθως, προσθέτοντας ότι «το καθήκον του ιστορικού υπήρξε η έντιμη αξιοποίηση των διαθέσιμων πηγών, χωρίς διαστρεβλώσεις ή σκόπιμες αποσιωπήσεις».
Εξήγησε περαιτέρω ότι για τη συγγραφή του βιβλίου χρησιμοποιήθηκαν κυρίως πηγές από το αρχείο της Παγκύπριας Γυναικείας Κίνησης Επιστροφή, δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής με μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα, καθώς και συνεντεύξεις και μαρτυρίες που συλλέχθηκαν κατά την έρευνα.
Προσέθεσε ότι «η Συντονιστική Επιτροπή, πέρα από την οργάνωση της πορείας, τη διεκδίκηση της απελευθέρωσης των αιχμαλώτων και τη διεθνοποίηση του ζητήματος βρέθηκε αντιμέτωπη με την απαξίωση, τη συκοφάντηση από το κατεστημένο και τις κρατικές απόπειρες καταστολής, ωστόσο διατήρησε αξιοσημείωτη νηφαλιότητα, ωριμότητα και σύνεση», συμπληρώνοντας ότι η Παγκύπρια Γυναικεία Κίνηση Επιστροφή αποτέλεσε «πρότυπο παλλαϊκού αυτόνομου και ειρηνικού αντικατοχικού κινήματος, με πρωταγωνίστριες τις γυναίκες της Κύπρου».
«Η κίνηση συνδύαζε ενθουσιασμό, μαχητικότητα και οργανωτική αρτιότητα με βαθιά γνώση του κυπριακού ζητήματος, φρόνηση και πίστη στον εθνικό αγώνα, κατάφερε, δε, να εκφράσει το πατριωτικό φρόνημα και την αγωνιστική διάθεση της μεγάλης πλειοψηφίας των γυναικών της Κύπρου, κινητοποιώντας ευρύτερα κοινωνικά στρώματα», ανέφερε στη συνέχεια, προσθέτοντας ότι η κοινή εθνική και θρησκευτική συνείδηση ενίσχυε τη συλλογική αυτή δράση, προσδίδοντας στο Κυπριακό τοπική, εθνική και διεθνή διάσταση.
Σημείωσε ότι οι μέχρι τότε πορείες διαμαρτυρίας για τη συνεχιζόμενη κατοχή που διοργάνωναν άλλοι φορείς, σωματεία προσφύγων και συλλογικότητες, ως επί το πλείστον κινούνταν παράλληλα της γραμμής αντιπαράταξης, ωστόσο οι αντικατοχικές πορείες των γυναικών ήταν οι πρώτες που κινήθηκαν κάθετα προς τα κατεχόμενα.
«Η πορεία στον Άγιο Κασσιανό αποτέλεσε λοιπόν την κορύφωση ενός μαζικού λαϊκού γυναικείου αντικατοχικού κινήματος και ανέδειξε το Κυπριακό σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο τερματισμός της τουρκικής κατοχής ήταν ένα αδιαπραγμάτευτο αίτημα. Η πορεία μαζί με τα γεγονότα που ακολούθησαν δεν υπήρξε αυθόρμητο ξέσπασμα αλλά ένα κεντρικό πολιτικό γεγονός. Οι γυναίκες της πορείας δεν επιδίωκαν να αντικαταστήσουν τους κρατικούς θεσμούς ή να υποστηρίξουν κάποια συγκεκριμένη πολιτική γραμμή. Αντιθέτως, ανέδειξαν ένα νέο τρόπο διεκδίκησης μέσω μαζικής λαϊκής κινητοποίησης», επεσήμανε σχετικά.
Είπε επίσης ότι η πορεία της 19ης Ιουλίου του 1989, εκτός από το κεντρικό ζήτημα της εισβολής και της κατοχής, «ανέδειξε ειδικότερα τη μεταχείριση των γυναικών, τη βεβήλωση και καταστροφή των μνημείων και φυσικά το ζήτημα των αγνοουμένων, για την ανεύρεση των οποίων η Τουρκία αρνιόταν συστηματικά να συνεργαστεί».
«Με τον τρόπο αυτό, η πορεία γινόταν εκφραστής ενός μαζικού κινήματος. Ξέραμε πως δεν θα ελευθερώναμε την πατρίδα μας. Οι πορείες ήταν συμβολικές, απελευθερωτικές πράξεις, πράξεις επιστροφής, στωικά και σε καμία περίπτωση μοιρολατρικά», ανέφερε παραθέτοντας μαρτυρίες από μέλη της Κίνησης, προσθέτοντας αναφορές τους ότι ο χώρος του Αγίου Κασσιανού περιείχε έναν ισχυρό συμβολισμό, το Δημοτικό Σχολείο και την Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, «που ήταν η Ιστορία, η Θρησκεία και ο Πολιτισμός μας».
Σύμφωνα με την κ. Χατζηαθανασίου, απήχθησαν συνολικά 98 γυναίκες, 10 άντρες και 3 ξένοι δημοσιογράφοι, κυρίως γυναίκες, δημοσιογράφοι, γιατρός και κληρικοί.
«Η αιχμαλωσία τόσων ανθρώπων, κυρίως γυναικών και η κράτησή τους αρχικά σε χώρους που είχαν χρησιμοποιηθεί για τον εγκλεισμό και τον βασανισμό αιχμαλώτων και το 1974, όπως το περίφημο Σεράι και το γκαράζ Παυλίδη στη Λευκωσία, ήταν αναμενόμενο να ανακαλέσει οδυνηρές μνήμες τόσο στους ίδιους τους αιχμαλώτους όσο και στους συγγενείς και όλους όσους γνώριζαν τα γεγονότα της εισβολής», ανέφερε στη συνέχεια.
Προσέθεσε ότι παρόλες τις προειδοποιήσεις της ΟΥΝΦΙΚΥΠ περί διατάραξης ακεραιότητας της νεκρής ζώνης, εφόσον οι γυναίκες εισέλθουν, σε αυτή και τις απειλές του Τουρκοκύπριου ηγέτη περί σύλληψης των γυναικών για παραβίαση των «συνόρων» του κράτους του και ότι δεν θα δεχτεί να συναντηθεί με ξένους διπλωμάτες έως την έκτιση της ποινής του και γενικότερα μέσα σε ένα κλίμα τρομοκρατίας και εκφοβισμού, «οι γυναίκες προχωρούν, οι γυναίκες επιστρέφουν, εκατοντάδες γυναίκες, υπέροχες και αξιοθαύμαστες γυναίκες, καθημερινές, με θάρρος και αποφασιστικότητα, έχοντας συνείδηση του κινδύνου, του ρίσκου, έχοντας νωπά πάνω τους, τα σημάδια της βίας του εισβολέα».
«Όμως ήταν και αυτές οπλισμένες. Δεν ήμασταν άοπλες, κρατούσαμε τις φωτογραφίες των αγνοούμενων μας και μια ελληνική και μια κυπριακή σημαία. Αυτά ήταν τα όπλα μας, αφηγείται μια συμμετέχουσα, ενώ γίνεται αναφορά και στην σαρκαστική ευχή για «καλή τύχη» από μέλος της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, η οποία «δεν είχε κάνει το παραμικρό για να αποτρέψει την είσοδο των Τούρκων στη ζώνη ευθύνης της και εφόσον οι γυναίκες αρνούνταν να αποχωρήσουν, άνοιξαν τον κλοιό τους».
Προσέθεσε ότι ακολούθησε κακοποίηση διαδηλωτών, συλλήψεις, βιαιότητες, Τούρκοι αστυνομικοί με εξάρτυση διάλυσης διαδηλώσεων και ηλεκτροφόρα ρόπαλα να χτυπούν αδιάκριτα, «θεριά που μούγκριζαν και έβριζαν, με προστυχιές και απειλές για βιασμό, βρισιές, φτυσίματα, χειρονομίες, ό,τι μπορείς να φανταστείς», όπως αναφέρει συμμετέχουσα στην πορεία.
Συμπλήρωσε ότι στην αιχμαλωσία «οι γυναίκες έψαλαν τον Ακάθιστο ύμνο, τραγουδούσαν πατριωτικά τραγούδια, ύψωναν την ελληνική σημαία στο ντεπόζιτο του σχολείου, το υψηλότερο σημείο του χώρου», ενώ ωμή βία ασκήθηκε σε βάρος των γυναικών, ιερωμένων, ενός γιατρού, νοσηλευτικού προσωπικού και δημοσιογράφων.
«Ο Παντελής Μηχανικός, στο ποίημα του “Ίτε” του 1975, γράφει «και τι περιμένεις από ανθρώπους που τους βιάσανε τις γυναίκες μπροστά στα μάτια τους και δεν τράβηξαν το σουγιά τους. Απαθώς τότε και απαθώς σήμερα ζητάνε απλώς διαζύγιο. Τέτοιοι ρουφιάνοι δεν μπορούν να πολεμήσουν για τίποτε”. Ο Παντελής Μηχανικός έφυγε από τη ζωή το 1979, μια δεκαετία νωρίτερα από την πορεία των γυναικών στον Άγιο Κασσιανό. Νομίζω ότι αν ζούσε, σε ένα κατοπινό ποίημά του, θα ανέτρεπε την εικόνα της Κύπριας γυναίκας ως θύμα, εφόσον διαχρονικά πλέον αποδεικνύουν ότι μπορούν και παραμένουν ελεύθερες στην αιχμαλωσία τους», κατέληξε.
Η εκδήλωση έκλεισε με αντιφώνηση του συγγραφέα Τάσου Χατζηαναστασίου, ο οποίος ανέφερε ότι το βιβλίο αποτελεί τη συλλογική παρακαταθήκη «όχι απλά ενός γυναικείου κινήματος, που ήταν οι πρωταγωνίστριες της ιστορίας, αλλά ενός παλλαϊκού αγώνα, έτσι όπως οι ίδιες οι γυναίκες κατάφεραν να τον εξελίξουν».
«Πιστεύω ότι αυτό είναι η αξία αυτού του βιβλίου περισσότερο, ότι αναδεικνύει ακριβώς αυτή την παρακαταθήκη, και αν έπρεπε να επιλέξω μία λέξη που να εκφράζει τη στάση των γυναικών μέσα από τη μελέτη αλλά και τη γνώση, από προσωπική εμπειρία των γεγονότων αυτών, είναι η λέξη αξιοπρέπεια», σημείωσε σχετικά.
«Οι γυναίκες και τα παιδιά είναι πάντα τα μεγαλύτερα θύματα των πολέμων, ειδικά όμως στην τουρκική εισβολή, και δυστυχώς μόνο πρόσφατα βγαίνει στην ιστορική έρευνα το τι υπέστησαν οι γυναίκες, το θέμα των βιασμών, ένα τεράστιο θέμα που δεν τολμούσε η ιστορική έρευνα να το αγγίξει ως τώρα, αρχίζουν και βγαίνουν μελέτες και για αυτό, αυτές οι γυναίκες λοιπόν που έπρεπε να φροντίσουν για την επιβίωση της οικογένειας στην προσφυγιά, που έπρεπε να φροντίσουν για την επιβίωση στην πραγματικότητα της ίδιας της κοινωνίας, θα σταθούν πρώτες ήδη από το 1975 και στον αντικατοχχικό αγώνα πρωτοπόρες», ανέφερε στη συνέχεια.
«Και αυτές θα κατορθώσουν μέσα από την πορεία του Αγίου Κασσιανού να μετατρέψουν αυτή τη στάση αξιοπρέπειας της γυναίκας της Κύπρου σε παλλαϊκό αγώνα και αυτό είναι που κρατάμε γιατί αυτή τη στάση πρέπει να συνεχίσουμε να κρατάμε», τόνισε σχετικά, προσθέτοντας ότι δεν πρόκειται για ένα βιβλίο μιας ιστορικής περιόδου που έχει αρχή και τέλος και μελετούν όσοι έχουν αγάπη για την ιστορία.
«Είναι ακριβώς η παρακαταθήκη αυτή που θα μας επιτρέψει να επιβιώσουμε ως Έλληνες στον τόπο μας», τόνισε καταληκτικά, αφιερώνοντας κλείνοντας την παρουσία του στην εκδήλωση στη μνήμη του εκλιπόντος φωτογράφου Στέλιου Παπαστυλιανού, ο οποίος υπήρξε εκ των πρωταγωνιστών της πορείας.
ΠΗΓΗ: KΥΠΕ