Γράφει ο Μάριος Δημητρίου
Το θέμα του χρόνου που περνά, τα προβλήματα της ύπαρξης, τα ζητήματα αντιμετώπισης της ιδέας του θανάτου, το νόημα της ζωής και της ελευθερίας, όλα μέρος των ψυχικών διεργασιών που καλούμαστε να διαχειριστούμε στο τέλος της χρονιάς που φεύγει και στην αρχή της χρονιάς που έρχεται, ιδιαίτερα αυτή την περίοδο της πανδημίας, των μαζικών θανάτων, της αναγκαστικής απομόνωσης και της κοινωνικής αποξένωσης, με οδήγησαν ενστικτωδώς σε μια δεύτερη ανάγνωση του πιο πρόσφατου βιβλίου του Irvin Yalom «Becoming Myself» (σε ελληνική μετάφραση από τις εκδόσεις Άγρα «Αυτό ήταν η ζωή; Τότε άλλη μια φορά!») που είναι αυτοβιογραφικό και κυκλοφόρησε πριν από τρία χρόνια, το 2017.
Ορισμένες φορές εμάς τους ανθρώπους, ακόμα και τους πιο χαρισματικούς, μας τυφλώνουν τα τραύματά μας και η ανάγκη μας για έπαινο», έγραψε πολύ εύστοχα ο 89χρονος σήμερα Yalom, διεθνώς γνωστός, δημοφιλής και πολυδιαβασμένος Αμερικανός εβραϊκής καταγωγής υπαρξιακός ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής, συγγραφέας και ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ (Stanford University) των ΗΠΑ. Αναφερόταν στη γνωριμία του το 1970 με τον επίσης εβραϊκής καταγωγής διαπρεπή Αυστριακό ψυχίατρο-νευρολόγο και ψυχοθεραπευτή Victor Frankl (1905-1997) που έζησε τρία χρόνια την κόλαση στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης το 1942-1945, όπου ξεκληρίστηκε η οικογένειά του, συγγραφέα δεκάδων βιβλίων με γνωστότερο το παγκόσμιο bestseller «Man’s Search for Meaning» που κυκλοφόρησε στα γερμανικά το 1946 και μεταφράστηκε στα αγγλικά το 1959 (σε ελληνική μετάφραση «Αναζητώντας νόημα ζωής»). Ο Yalom που το 1970 ήταν 40 χρόνων αναφερόταν ειδικότερα στην απογοήτευση που ένιωσε για τη ναρκισσιστική συμπεριφορά του τότε 65χρονου Frankl στη διάρκεια των συναντήσεων και της γραπτής επικοινωνίας τους, τους επόμενους μήνες. Τον δυσαρέστησε ιδιαίτερα η έκδηλη ανάγκη του Frankl για το χειροκρότημα των παρευρισκομένων στις διαλέξεις του (μια ανάγκη που προφανώς ο Yalom θεωρεί ότι δεν συνάδει με τη βαθιά πνευματικότητα ενός μεγάλου στοχαστή).
Μια τηλεδιάσκεψη στην Κύπρο το 2012
Όμως πολλά χρόνια αργότερα έμελλε να εκδηλώσει την ίδια ανάγκη για χειροκρότημα και έπαινο και ο ίδιος ο Yalom (!) προκαλώντας την αμηχανία ενός Κύπριου δημοσιογράφου, αναγνώστη του (του υποφαινόμενου), καταγεγραμμένη μάλιστα σε χρονογράφημά μου στις 3 Μαρτίου 2012. Αναφέρομαι σε τηλεδιάσκεψη που ο Yalom έδωσε από το Σαν Φραγκίσκο των ΗΠΑ για πρώτη φορά για το κυπριακό κοινό στις 25 Φεβρουαρίου 2012 στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου στη Λευκωσία υπό την αιγίδα του Κέντρου Προσωπικής Ανάπτυξης και Ψυχοθεραπείας με ομιλητές τους ψυχολόγους Βασιλική Λοΐζου και Νίκο Ασπρή. Έγραψα μεταξύ άλλων τα εξής σε εκείνο το χρονογράφημα: «Τέθηκαν στον Αμερικανό καθηγητή ερωτήσεις βασισμένες στην υπαρξιακή και τη διαπροσωπική οπτική του Irvin Yalom, που η Βασιλική Λοΐζου αποκάλεσε ακρογωνιαίους λίθους της δουλειάς του. Οι αναγνώστες των βιβλίων του, του έθεταν ερωτήσεις που τις απαντούσε και τις σχολίαζε… ναι με περίσκεψη, ναι με προφανή γνώση αποκτημένη από δεκαετίες προσωπική εμπειρία, μελέτη και αδιάκοπο προβληματισμό… Κάπου όμως… κάτι έλειπε από αυτή την επικοινωνία… Τα τεράστια ζητήματα της ζωής και του θανάτου φαίνονταν μέσα στη διαδικασία σαν ασήμαντα περιστατικά της καθημερινής τριβής. Όπως για παράδειγμα είναι τα ζητήματα των δρόμων της συνοικίας που έπαθαν καθίζηση, ή των υπεραγορών που πουλούν προϊόντα σε ψηλές τιμές. Και ο σοφός δάσκαλος της υπαρξιακής σκέψης έδινε την εντύπωση πολιτικού που είχε στην τσέπη έτοιμες όλες τις απαντήσεις και τις πρόσφερε σαν κόλλυβα στους αιτητές… Σαν μια αυθεντία που κατέκτησε το μεγάλο μυστικό. Στο τέλος της συνέντευξης, θα περίμενα να ζητήσει να γνωρίσει αυτούς που του υπέβαλλαν ερωτήσεις για μιάμιση ώρα και να τους υποβάλει και αυτός τις δικές του. Αντί αυτού, ζήτησε το χειροκρότημά τους…».
Η συνάντηση του 1970 στη Βιέννη
Επανέρχομαι στη συνάντηση Yalom και Frankl το 1970 στη Βιέννη όπου ο Yalom βρέθηκε με τη σύζυγό του Marylin και τα τέσσερα παιδιά τους τότε 15, 14, 11 και 1 χρόνου για παραμονή τριών μηνών, μετά από πρόταση του Στάνφορντ να διδάξει το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς προπτυχιακούς φοιτητές στις εγκαταστάσεις του πανεπιστημίου στην αυστριακή πρωτεύουσα. Περιγράφει ως εξής τη συνάντησή τους στο βιβλίο του «Becoming Myself» στο κεφάλαιο με τίτλο «Η περίοδος της Βιέννης»: «Προς το τέλος της παραμονής μας στη Βιέννη κατάφερα επιτέλους να βρω στο τηλέφωνο τον Victor Frankl, του είπα ότι είμαι καθηγητής Ψυχιατρικής του Στάνφορντ, ότι βασανίζομαι από κάποια προσωπικά ζητήματα και χρειάζομαι βοήθεια και συμφώνησε να με δει αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας (σ.σ. ο Yalom εκείνη την περίοδο πενθούσε για τον πρόσφατο θάνατο ενός πολύ καλού του φίλου και ανησυχούσε παράλληλα ότι είχε καρκίνο). Καθίσαμε σε μια ηλιόλουστη γωνιά του σαλονιού και ο Frankl άρχισε λέγοντάς μου ότι μόλις την προηγούμενη μέρα είχε επιστρέψει από τη Βρετανία και μέχρι τις 4 το πρωί απαντούσε σε επιστολές θαυμαστών. Αυτό μου φάνηκε πολύ παράξενο – σαν να προσπαθούσε να με εντυπωσιάσει. Επιπλέον δεν με ρώτησε για ποιο λόγο ήρθα σε επαφή μαζί του και στο μεγαλύτερο μέρος της συνάντησής μας παραπονιόταν για την έλλειψη σεβασμού με την οποία τον είχε αντιμετωπίσει η βιεννέζικη ψυχιατρική κοινότητα». Στη συνέχεια ο Yalom αναφέρθηκε σε επίσκεψη του Victor Frankl λίγους μήνες αργότερα στις ΗΠΑ όπου τον προσκάλεσε ο Yalom για να μιλήσει στους φοιτητές και στο προσωπικό του Πανεπιστημίου Στάνφορντ και που την περίγραψε ως «πολύ προβληματική». Έγραψε σχετικά: «Όταν τον φιλοξενήσαμε μαζί με τη γυναίκα του στο σπίτι μας, ήταν σαφές ότι η χωρίς επισημότητες καλιφορνέζικη κουλτούρα τον έκανε να μην αισθάνεται άνετα. Κάποια μέρα μια νέα κοπέλα από την Ελβετία που έμενε σ’ εμάς ως οικιακή βοηθός και βοηθούσε στη φροντίδα των παιδιών ήρθε κλαμένη γιατί ο Frankl της είχε κάνει την παρατήρηση: της είχε ζητήσει τσάι κι εκείνη το είχε σερβίρει σε κεραμική κούπα, όχι σε πορσελάνινο φλιτζάνι». Έγραψε επίσης ο Yalom ότι μια κλινική παρουσίαση του Frankl στους ειδικευόμενους του πανεπιστημίου πήρε ολέθρια τροπή, λόγω του αυταρχικού του ύφους στη λογοθεραπευτική του παρουσίαση, με αποτέλεσμα ένας «μακρυμάλλης σανδαλοφόρος» ειδικευόμενος ψυχίατρος να σηκωθεί και να φύγει επιδεικτικά από την αίθουσα. Συνέχισε με τα ακόλουθα: «Ήταν τρομερά δυσάρεστη στιγμή για όλους και καμία προσπάθεια εξομάλυνσης της κατάστασης ή απολογία δεν μπορούσε να ηρεμήσει τον Victor που συνέχιζε να ζητά να αποπέμψουμε τον ειδικευόμενο από το πρόγραμμά μας. Υπήρξαν φορές που δοκίμασα να του προσφέρω ανατροφοδότηση, αλλά σχεδόν πάντα ερμήνευε τις προσπάθειές μου ως οδυνηρές επικρίσεις. Είχαμε συχνή αλληλογραφία αφότου έφυγε από την Καλιφόρνια, την επόμενη χρονιά μάλιστα μου έστειλε ένα χειρόγραφό του ζητώντας τον σχολιασμό μου. Ένα απόσπασμα περιέγραφε με πολλές λεπτομέρειες μια διάλεξη που είχε δώσει στο Χάρβαρντ, όπου το ακροατήριο είχε σηκωθεί πέντε φορές όρθιο και τον επευφημούσε με δυνατό χειροκρότημα. Βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση. Μου είχε ζητήσει ωστόσο να σχολιάσω το κείμενό του, γι' αυτό αφού πέρασα ένα διάστημα αγωνίας για το τι θα του απαντούσα, αποφάσισα να είμαι απόλυτα ειλικρινής. Απάντησα με τον πιο ήπιο τρόπο που μπορούσα, ότι δίνοντας τόσο μεγάλη σημασία στο χειροκρότημα, η ίδια η παρουσίασή του έμπαινε σε δεύτερη μοίρα, με αποτέλεσμα ίσως ορισμένοι αναγνώστες να συμπεράνουν ότι το χειροκρότημα είχε πολύ μεγάλη αξία για κείνον. Μου απάντησε αμέσως λέγοντας: «Ιρβ, αρνείσαι να το καταλάβεις, δεν ήσουν παρών! Πράγματι σηκώθηκαν πέντε φορές να με χειροκροτήσουν!».
Μια περιγραφή που λέει πολλά και για τους δύο
Με προβλημάτισε πολύ αυτή η απρόβλεπτη και για πολλούς ίσως άδικη περιγραφή του Victor Frankl από τον Irvin Yalom. Είναι μια περιγραφή που λέει πολλά για τον Victor Frankl, αλλά που λέει πολλά και για τον Irvin Yalom. Είναι μια περιγραφή που «απομυθοποιεί» στα μάτια του παγκόσμιου κοινού έναν από τους πιο σημαντικούς διανοητές του 20ού αιώνα, τον Victor Frankl, που έχει πεθάνει εδώ και 23 χρόνια και δεν μπορεί να απαντήσει και να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Και είναι μια περιγραφή που προέρχεται από τον Irvin Yalom, έναν εξίσου σημαντικό διανοητή και μάλιστα καταγραμμένη στο τελευταίο βιβλίο της ζωής του όπως ο ίδιος ο Yalom είχε δηλώσει ότι είναι το αυτοβιογραφικό «Becoming Myself», στα 86 του χρόνια, όταν είναι ένας ώριμος, κατασταλαγμένος άντρας που έχει ικανοποιήσει όλες τις φιλοδοξίες του και όχι ένας ανταγωνιστικός νεανίας ή ένας πικρόχολος μεσήλικας που επιδιώκει την αυτοδικαίωση μέσα από την αποδόμηση κάποιου που εργάστηκε στο ίδιο πεδίο σκέψης και που ενδόμυχα νιώθει ότι είναι ισάξιος ή και καλύτερός του. Ένα ερώτημα που προκύπτει: είναι τόσο σημαντικά όσα αρνητικά γράφει ο Yalom για τον Frankl και έπρεπε να τα γράψει; Αναφέρεται σε έναν άντρα σαν τον Victor Frankl που στα 37 του χρόνια το 1942 όταν ήταν ήδη ένας επιτυχημένος ψυχίατρος-νευρολόγος στη Βιέννη, ειδικός στη θεραπεία αυτοκτονικών ασθενών, έχοντας αναπτύξει και τη δική του ψυχολογική θεωρία τη λογοθεραπεία, συνελήφθη από τη Γκεστάπο και μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης επειδή ήταν Εβραίος (ήδη από το 1938 η Αυστρία είχε προσαρτηθεί στο ναζιστικό Τρίτο Ράιχ). Συνελήφθη επίσης η μόλις 22 χρόνων πρώτη σύζυγός του Tilly Grosser (που το 1941 είχε υποχρεωθεί από τους ναζιστές να υποβληθεί σε έκτρωση και να χάσει το αγέννητο παιδί τους, όπως υποχρεώνονταν τότε όλες οι Εβραίες έγκυοι), η μητέρα του, ο πατέρας του, ο κατά τρία χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του Walter και η σύζυγος του αδελφού του που δολοφονήθηκαν όλοι στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς και του Μπέργκεν Μπέλσεν. Η κατά τέσσερα χρόνια μικρότερη αδελφή του Stella είχε προλάβει εκείνον τον χρόνο, το 1942, να μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Ο μόνος στην οικογένεια που επιβίωσε μετά από τρία χρόνια καθημερινών βασανιστηρίων σε τέσσερα διαδοχικά χιτλερικά στρατόπεδα θανάτου ήταν ο ίδιος ο Victor Frankl και μάλιστα βοηθώντας έμπρακτα αμέτρητους συγκρατούμενούς του να αντέξουν την ψυχική συντριβή τους και να επιβιώσουν. Μάλιστα μετά τον πόλεμο βρήκε το κουράγιο να μετατρέψει τον βαθύ πόνο και το αξεπέραστο πένθος του σε δημιουργικό έργο και να γίνει ένας ψυχοθεραπευτής που συγκίνησε και κινητοποίησε ψυχικά εκατομμύρια άτομα επηρεάζοντας γενιές νέων ψυχοθεραπευτών με τη θεραπευτική του εμπειρογνωμοσύνη και τη θετική σκέψη του. Αυτός ο άντρας παρουσιάζεται από τον Yalom να είναι στα 65 του χρόνια ένα δύστροπο, συντηρητικό άτομο («η χωρίς επισημότητες καλιφορνέζικη κουλτούρα τον έκανε να μην αισθάνεται άνετα»), που δεν ανεχόταν εύκολα διαφορετικές από τις δικές του απόψεις («υπήρξαν φορές που δοκίμασα να του προσφέρω ανατροφοδότηση, αλλά σχεδόν πάντα ερμήνευε τις προσπάθειές μου ως οδυνηρές επικρίσεις»), που δεν δίσταζε να «τιμωρεί» όσους αντιδρούσαν αρνητικά στις διδακτικές μεθόδους του («ζητούσε να αποπέμψουμε τον ειδικευόμενο από το πρόγραμμά μας»), που ήθελε από τους άλλους απλώς να τον χειροκροτούν και να πίνει το τσάι του σε ακριβά πορσελάνινα φλιτζάνια και όχι σε φτηνές κεραμικές κούπες…
Ευτυχώς όμως για την υστεροφημία του ίδιου του Yalom, κάνει στη συνέχεια του κεφαλαίου μια, θα έλεγα, έντιμη αναστροφή και επιχειρεί να βάλει τα πράγματα στη θέση τους σε σχέση με τον Victor Frankl: «Διάβασα πολύ πρόσφατα», γράφει, «μια αυτοβιογραφική αφήγηση του καθηγητή Hans Steiner συναδέλφου και φίλου από το Στάνφορντ που περιέγραφε την περίοδο που ήταν φοιτητής στο Ιατρικό Πανεπιστήμιο της Βιέννης η οποία φώτιζε τον ίδιο άνθρωπο από άλλη οπτική γωνία. Ως φοιτητής στη Βιέννη ο Hans είχε ζήσει μια εξαιρετικά θετική εμπειρία με τον Victor Frankl. Τον περιέγραφε ως εξαιρετικό δάσκαλο, που η δημιουργική του προσέγγιση ήταν σαν πνοή φρέσκου αέρα σε σύγκριση με την ακαμψία των υπόλοιπων πανεπιστημιακών καθηγητών της Βιέννης. Πολλά χρόνια αργότερα μιλούσαμε και οι δύο, ο Victor Frankl κι εγώ, σε ένα μεγάλο ψυχιατρικό συνέδριο. Εκεί παρακολούθησα την ομιλία του σχετικά με το βιβλίο του «Αναζητώντας νόημα ζωής». Σαγήνευσε όπως πάντα το ακροατήριο το οποίο ανταποκρίθηκε με βροντώδεις επευφημίες. Μετά την ομιλία του βρεθήκαμε, και τόσο ο ίδιος όσο και η γυναίκα του Eleonore με αγκάλιασαν θερμά. Αργότερα όταν έγραφα το βιβλίο μου «Υπαρξιακή ψυχοθεραπεία» μελέτησα διεξοδικά το δικό του βιβλίο και συνειδητοποίησα καλύτερα από πριν πόσο σημαντικές ήταν οι νεωτεριστικές και θεμελιώδεις συνεισφορές του στο πεδίο της ψυχοθεραπείας. Πρόσφατα μάλιστα επισκέφθηκα στη Μόσχα ένα ινστιτούτο μεταπτυχιακής εκπαίδευσης στην ψυχοθεραπεία, που παρείχε και ένα διδακτορικό πρόγραμμα στη λογοθεραπεία. Τη ματιά μου αιχμαλώτισε μια φωτογραφία του Victor σε φυσικό μέγεθος. Κοιτάζοντάς τη συνειδητοποίησα ξαφνικά το μέγεθος του θάρρους του, αλλά και το βάθος της οδύνης του. Γνώριζα από το βιβλίο του πόσο τον είχαν τραυματίσει τα φρικτά βιώματα που έζησε στο Άουσβιτς, αλλά σ' εκείνες τις πρώτες συναντήσεις μαζί του στη Βιέννη και στο Στάνφορντ δεν ήμουν έτοιμος να τον συναισθανθώ πλήρως, ούτε να του προσφέρω την υποστήριξη που θα μπορούσα. Αποφάσισα να μην κάνω το ίδιο λάθος στις κατοπινές μου σχέσεις με άλλες σημαντικές προσωπικότητες του χώρου μας όπως ο Rollo May (σ.σ. Αμερικανός ψυχολόγος, 1909-1994, ο θεωρούμενος «πατέρας» της αμερικανικής υπαρξιακής ψυχολογίας)».
Αναρωτιέμαι, όταν σκέφτομαι το συγκεκριμένο απόσπασμα, γιατί ο Yalom άφησε στο κεφάλαιο «Βιέννη» αυτό που αναγνωρίζει ως λάθος του, δηλαδή την «αποκάλυψη» της άγνωστης και όχι κολακευτικής πλευράς του Victor Frankl. Γιατί δεν διέγραψε εξ υπαρχής αυτή τη σκοτεινή πλευρά; Μήπως γιατί πιστεύει ότι έτσι προσφέρει κάτι περισσότερο στη γνώση της ανθρώπινης πραγματικότητας; Μήπως για να δείξει στον αναγνώστη ότι έχει τη –σπάνια– ικανότητα να παραδέχεται τα λάθη του και να τα διορθώνει; Σε κάθε περίπτωση το επεσήμανε και ο ίδιος: «Ορισμένες φορές εμάς τους ανθρώπους, ακόμα και τους πιο χαρισματικούς, μας τυφλώνουν τα τραύματά μας και η ανάγκη μας για έπαινο».
