«Όμορφη είναι η Σκιάθος του Θεού. Μα η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη μού φαίνεται ωραιότερη», γράφει ο Ανδρέας Καρκαβίτσας μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (περιοδικό «Καλλιτέχνης», 1911).
Η Σκιάθος δικαίως θεωρείται κόσμημα του Αιγαίου, καθώς ξεχωρίζει για την καταπράσινη όψη της και την επιβλητική ακτογραμμή της. Στην παλέτα του ονειρικού πίνακα, που παριστάνει τη φυσική ομορφιά του νησιού, κυριαρχεί το πράσινο, το χρυσό και το μπλε, με τα διάσπαρτα δέντρα που χάνονται στη λευκόχρυση άμμο, για να σβήσουν στα κρυστάλλινα νερά.
Το νησί φαντάζει παράδεισος: απόκρημνες, απομονωμένες ή κοσμοπολίτικες παραλίες. Κουκουναριές, Λαλάρια, Αγία Ελένη, το νησάκι Τσουγκριάς, το κάστρο στο Μπούρτζι, το μεσαιωνικό κάστρο της παλιάς πόλης και το σπίτι του Παπαδιαμάντη! Τυπικό δείγμα της αρχιτεκτονικής του νησιού, που σε μεταφέρει ασύνειδα στο κλίμα της παπαδιαμαντικής εποχής. Μια επίσκεψη είναι αρκετή για να καταλάβει κανείς τα εφόδια και τις εμπειρίες, που δημιούργησαν τον εξαιρετικό λογοτέχνη, και να μεταφερθεί στις εικόνες των κειμένων του που συνεπαίρνουν σε κάθε τους ανάγνωση. Μια μικρή φτωχική γωνιά, με μεγάλη όμως ιστορία. Μια κάμαρη που ζωντανεύει στην ψυχή του επισκέπτη / αναγνώστη ολόκληρη τη σκιαθίτικη κοινωνία του 19ου αιώνα.
Μέσα στις μοναδικές παπαδιαμαντικές αφηγήσεις ξετυλίγονται αφειδώλευτα οι περιγραφές του σκιαθίτικου τοπίου και το στοιχείο της λαϊκής σκιαθίτικης ζωής, μια ζωντανή και άφθονη λαογραφία του νησιού, που παριστάνεται με έναν τόνο ισχυρής στοργής. Παραθέτω μια ενδεικτική περιγραφή της θάλασσας από το «Όνειρο στο κύμα»: «Μίαν εσπέραν, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα, όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και αλλού εκοιλαίνοντο εις σπήλαια. και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, το οποίον εισεχώρει μορμυρίζον, χορεύον με ατάκτους φλοίσβους και αφρούς όμοιον με το βρέφος το ψελλίζον, που αναπηδά εις το λίκνον του και λαχταρεί να σηκωθή και να χορεύση εις την χείρα της μητρός που το έψαυσε - καθώς είχα κατεβάσει, λέγω, τα γίδια μου διά ν’ 'αρμυρίσουν' εις την θάλασσαν, όπως συχνά εσυνήθιζα, είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την 'ελιμπίστηκα', κ’ ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω».
Μπροστά στη θέα των σκιαθίτικων παραλιών, «είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια». Το εγκώμιο της Σκιάθου και του κυρ-Αλέξανδρου τελειώνει και παρακαλώ τους αναγνώστες μου, αντί να με κατηγορήσουν, να με αφήσουν να «χαθώ» «μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης», όπως ο Παπαδιαμάντης τη Φραγκογιαννού.
