Γράφουν: Μιχάλης Σταύρου & Ελένη Παπαδοπούλου
Σήμερα Κυριακή, μαζί με τον «Π» δίνεται το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη «Συμπόσιον». Στο βιβλίο, ο συγγραφέας αναζητά και διατυπώνει την αμοιβαία αγωνία Θεού και ανθρώπου για αλληλοστήριξη και αλληλοσωτηρία. Με αφορμή και την πρόσφατη συζήτηση για την ευθανασία, είναι τελικά η αλληλοσωτηρία μας μια πνευματική αναζήτηση ή μπορεί πλέον η σύγχρονη επιστήμη να διαταράξει αυτή τη σχέση; Η επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Βουλής θα καλέσει, όπως μας εξήγησε η βουλεύτρια Ειρήνη Χαραλαμπίδου, και την εκκλησία για να ακουστούν οι θέσεις της, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως μπορεί να την επιβάλει. Η συζήτηση για την ευθανασία μπορεί να εμπλουτιστεί από την ανάγνωση του Καζαντζακικού Συμποσίου λοιπόν, γι' αυτό και ένας εκπαιδευτικός, ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής Κύπρου και ένας καθηγητής ψυχολογίας αναλύουν τις συντεταγμένες του θέματος μέσα από ένα διαφορετικό πλαίσιο, αυτό της αλληλοσωτηρίας, όπως εκφράζεται μέσα από τον Καζαντζακικό λόγο.
Καζαντζακικά ερωτήματα
Η αλληλοσωτηρία των ανθρώπων ιδωμένη από τη σκοπιά του «Συμποσίου» του Καζαντζάκη είναι μια διαδικασία ψυχανάλυσης μέσω της ανοιχτοσύνης μας προς τους άλλους, όπου οι άλλοι συναντούν τον εαυτό μας μέσα από μια διαδικασία ειλικρινούς εξομολόγησης. Η σχέση του συγγραφέα με τους γονείς του, και ειδικότερα η σχέση του με τον πατέρα του, όπως και τα παιδικά του βιώματα, αφήνουν άπλετο χώρο προκειμένου να αγγίξουμε το ασυνείδητο, εκείνο που φροϋδικά ορίζει τα πάντα μέσα μας. Η συζήτηση για την ευθανασία μπορεί να εμπλουτιστεί από την ανάγνωση του Καζαντζακικού Συμποσίου. Έχουμε το δικαίωμα να ορίσουμε το τέλος μας όποτε το θελήσουμε; Και μέσω ποιας διαδικασίας νομιμοποιείται ο άνθρωπος να καταλήξει σε μια τέτοια απόφαση; Μπορεί το κράτος με τις υπάρχουσες δομές του να χτίσει μια τέτοια προσέγγιση, προκειμένου να βοηθά τους ανθρώπους να επιλέξουν το τέλος τους; Σε ποιο σημείο ή… μέχρι ποιου σημείου θα επεμβαίνει η ίδια η επιστήμη, η ιατρική, η βιολογία και η ψυχολογία; Μπορούν οι επιστήμες αυτές μαζί με άλλες να συνδράμουν σε μια ανοιχτή συζήτηση περί ευθανασίας;
Ο άνθρωπος νοείται ως πλήρως ελεύθερο ον, και αυτό είναι και το κεντρικό νόημα ολόκληρου του Καζαντζακικού έργου. Τα όρια της ελεύθερης επιλογής μας. Γιατί, τότε, δεν αγγίζουμε και το θέμα της ευθανασίας με μια τέτοια διάθεση; Σε ποιο σημείο μπορούμε να φτάσουμε; Ήρθε μήπως ο καιρός να αμφισβητήσουμε την ψυχρή και μόνη θεοκρατική προσέγγιση που θέλει τον πόνο ως βασικό, ίσως και μόνο στοιχείο της λύτρωσης, ή απέχουμε πολύ ακόμα από μια τέτοια προοπτική; Τα δύσκολα αυτά ερωτήματα μπορούν να απαλυνθούν με την ανάγνωση του Συμποσίου, όμως δεν θα πρέπει μια κοινωνία όπως η Κυπριακή να μείνει μέχρι εκεί. Διότι κάθε μονομερής ανάλυση ενός τέτοιου πολύπλοκου ζητήματος, μόνο σε αδιέξοδα μπορεί να οδηγήσει. Σε κάθε περίπτωση, οι προσωπικές μας αποφάσεις, ακόμα και αυτή που αφορά το δικαίωμά μας για ένα ήσυχο και αξιοπρεπές τέλος, θα πρέπει να λαμβάνονται με γνώμονα την επιστήμη και την αλληλοκατανόηση, πρωταρχικά των διαφορών που κουβαλάμε μέσα μας και αφετέρου με τους φίλους και ανθρώπους που έχουμε δίπλα μας. Η εκπαίδευση εδώ έχει να επιδείξει πρωτεύοντα ρόλο. Μα, μέσα σε ποιο πλαίσιο μπορεί να ανοιχτεί μια τέτοια συζήτηση στο κυπριακό σχολείο ή, πιο απλά, πώς μπορεί το σχολείο να είναι ένα άλλος χώρος -τύπος συμποσιακός- στον οποίο οι μαθητές να νιώθουν ελεύθεροι να πουν όσα σκέφτονται και όσα τους πληγώνουν; Και έτσι να ξορκίσουν το βάρος που κουβαλούν. Μάλλον δύσκολο, έτσι;
Δημήτρης Κωνσταντόπουλος, εκπαιδευτικός.
Περί ευθανασίας ο λόγος
Σε ένα πρώτο επίπεδο, η ίδια η λέξη μπορεί για πολλούς να αποτελεί σχήμα οξύμωρο, αφού οι έννοιες του «καλού» και του «θανάτου» είναι συχνά ασύμβατες. Και όμως, όπως για πολλά άλλα ζητήματα που έχουν απασχολήσει κοινωνίες, φιλοσόφους, και πολλούς άλλους κοινωνικούς επιστήμονες, κάτω από την επιφάνεια βρίσκεται η ουσία και ακόμα σημαντικότερα στην παραδοχή ότι οι συνθήκες προσδιορίζουν το περιεχόμενο της έννοιας και την αξιολόγηση εάν ένας θάνατος είναι καλός ή όχι. Η ουσία θεωρώ βρίσκεται στην αντίληψη μιας κοινωνίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα και εάν μέσα σε αυτά θεωρεί και τη ζωή του κάθε ανθρώπου ως δική του υπόθεση, για το πώς και πότε να αποφασίζει ότι θα τερματιστεί. Προσωπικά, θεωρώ ότι το ζήτημα θα έπρεπε ήδη να επιλυθεί. Από την άλλη, σε πολιτισμικά μεσαιωνικές κοινωνίες όπου η θρησκοληψία θεωρείται ανώτερη μορφή ηθικής από τον ορθολογισμό, τίποτα δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη. Και εδώ βρισκόμαστε, άλλωστε, σειρά γεγονότων όπως και η πανδημία στην οποία ζούμε ακόμα αναδεικνύει την πολιτισμική βλάβη που έχει υποστεί μια κοινωνία που έχει εδώ και γενεές τραφεί με παραλογισμό, αγιασμούς και κατήχηση στα σχολεία και μια στρεβλή άποψη του καθενός ξεχωριστά για την ανωτερότητα της φύσης του ως αποτέλεσμα της εθνοτικής του καταγωγής. Εξου και χρειάζεται ηγεσία. Από το νομοθετικό σώμα κυρίως και τις πολιτικές δυνάμεις που οφείλουν να στηρίξουν ένα ανθρώπινο δικαίωμα και μια ορθολογική μεταρρύθμιση. Το δικαίωμα ενός ανθρώπου που υποφέρει και γνωρίζει ότι έρχεται το τέλος με επώδυνο τρόπο να αποφασίζει για τον εαυτό του ότι δεν θέλει να ζήσει άλλο. Σε κανένα σημείο αυτής της θέσης δεν θα βρει κανείς ούτε σύγκρουση με τη λογική ούτε σύγκρουση με τα δικαιώματα του ανθρώπου. Και όμως, ήδη φορείς, όπως εκπρόσωποι της εκκλησίας, ξεκινούν ένα λογύδριο παραλογισμού, θρησκοληψίας, ηθικολογικής σαχλαμάρας περί του ότι κάποιος αόρατος θεός αποφασίζει πότε και πώς θα μας πάρει κοντά του και το χειρότερο είναι ότι αντί να ρωτάμε τι ουσίες έχει καταναλώσει όποιος λέει αυτά τα πράγματα, οι περισσότεροι κουνάνε συγκαταβατικά το κεφάλι, συμφωνώντας ότι ο άνθρωπος πρέπει να υποφέρει στερώντας του το δικαίωμα να αποφασίσει για τη ζωή του, γιατί αυτό επιβάλλει μια παράλογη και ανήθικη θρησκεία. Γιατί περί αυτού πρόκειται, και παράλογη και ανήθικη στάση είναι. Συμπερασματικά, ηθικό είναι το λογικό και το αληθές. Και όλα αυτά συνηγορούν ότι ο άνθρωπος πρέπει να έχει το δικαίωμα στη δική του ζωή, ιδιαίτερα όταν αυτή γίνει ανυπόφορη ιατρικά, και αυτή η απόφαση δεν αφορά κανέναν άλλον παρά εκείνον που αποφασίζει για τον εαυτό του. Όλα τα υπόλοιπα είναι κατάλοιπα μιας βαθιάς υποκριτικής ηθικολογικής θρησκείας και παράδοσης που δεν είναι τίποτε άλλο παρά επιπλέον τεκμήρια ότι ως κοινωνία είμαστε απελπιστικά πολιτισμικά αναλφάβητοι. Εξου και σημειώνω ξανά, η ηγεσία θα κριθεί από την αντοχή της να συγκρουστεί, εάν χρειαστεί, με τον παραλογισμό, για να μπορέσει και σε αυτό το ζήτημα μια χώρα να προχωρήσει επιτέλους μπροστά.
Παναγιώτης Σταυρινίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Κύπρου.
[caption id="attachment_113662" align="aligncenter" width="800"] Παναγιώτης Σταυρινίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Κύπρου.[/caption]
Αποθνήσκειν στον 21ο Αιώνα
Η πρόσφατη ανακίνηση του ζητήματος της ευθανασίας μας παραπέμπει ξανά στη θεώρηση του θανάτου στο πλαίσιο της καθημερινότητάς μας. Δημογραφικοί, πολιτισμικοί, κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες υπεισέρχονται στην προσπάθεια κατανόησης της μεγαλύτερης αλήθειας μας, όπως πολλοί τον χαρακτηρίζουν, ή του μεγαλύτερου φόβου της ζωής, που πλανάται σε κάθε υφή της ύπαρξής μας, παρόλο που η σύγχρονη επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος του 21ου αιώνα εκφέρονται ως να αλλάζουν ριζικά τη στάση της σύγχρονης κοινωνίας και των επιστημόνων της υγείας απέναντι σε ασθενείς με επικείμενο θάνατο. Έχουμε τελικά αποδομήσει το ταμπού του θανάτου; Η νηπενθής πραγματικότητα της κοινωνίας σήμερα χρωματίζεται έντονα ή ακόμη εντονότερα από την άρνηση της θλίψης, του πόνου και της οδύνης που προκαλούνται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του θανάτου. Ως αποτέλεσμα, αποστερούμε αθέλητα σε εμάς τους ίδιους την ευτυχία του συνολικού βιώματος της ύπαρξής μας. Είναι μικρή η ζωή, λέμε πολύ συχνά -και εμείς την κάνουμε μικρότερη. Πώς μπορούμε να καθορίσουμε το πλαίσιο για την τέχνη του «εύ αποθνήσκειν», αν δεν παραδεχτούμε πρώτα συνειδητά και με ειλικρίνεια το αμετάκλητο του θανάτου; Αυτό που πλησιάζει την ουσία του Ars Μoriendi είναι η ταπεινή αποδοχή του ανθρώπινου πεπρωμένου, της ανθρώπινης θνητότητας και ευαλωτότητας.
Είναι πρόκληση η χαρτογράφηση του θανάτου, η προετοιμασία για την αδιαμφισβήτητη έλευσή του, η σαφής αναγνώριση της θνητότητάς μας και η σύνθεση της τέχνης του Ars Μoriendi. Γιατί προϋποθέτει την ομαδική, καθαρκτική συνεύρεση της κοινότητας με το θείο και το κρυφό μας είναι, σε μια εποχή που οι κοινωνικοί και οικογενειακοί δεσμοί έχουν χαλαρώσει, ενώ η επαφή με το θείο περνά τη δική της υπαρξιακή κρίση. Η ομαδικότητα σε διαδικασία αυτοαναγνώρισης, η συμπαράσταση και η συμμετοχή είναι σημεία αναφοράς. Όπως εξάλλου προβάλλονται στο Συμπόσιο του Νίκου Καζαντζάκη. Ο επανακαθορισμός της έννοιας του θανάτου αποτελεί κεντρική συντεταγμένη για τους ανθρώπους που βρίσκονται στο τέλος της ζωής τους, που καλούνται να αναλάβουν την υπευθυνότητα δικών τους διαδικασιών στο κλείσιμο κεφαλαίων, ετοιμασία του απολογισμού τους, τον εναγκαλισμό τους με τη συμφιλίωση και την αμοιβαία συγχώρεση, για να επέλθει η ειρήνη.
Το πλέγμα λοιπόν της επιστήμης, της πνευματικής αναρρίχησης, της θρησκευτικής αναζήτησης εντός και γύρω μας παραμένει η σωτήρια δίοδος προς τον σωτήριο επαναπροσδιορισμό της ζωής και του θανάτου, πέραν των απαξιωτικών εννοιών της αρχής και του τέλους.
Κωνσταντίνος ν. Φελλάς, Ανώτερος Αντιπρύτανης Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, Προέδρος Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής Κύπρου.
[caption id="attachment_113663" align="aligncenter" width="800"] Κωνσταντίνος ν. Φελλάς, Ανώτερος Αντιπρύτανης Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, Προέδρος Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής Κύπρου.[/caption]
Κεντρική φωτογραφία: Η Judy L. Downs, φρόντιζε για 6 χρόνια το γάτο της, Claude, τον οποίο έσωσε από ευθανασία. Λίγο πριν πεθάνει, τον έβγαλε φωτογραφίες και τον ζωγράφισε. Μοιράστηκε τη ζωγραφία στο προσωπικό της blog.
