Παράθυρο logo
Ένας Γέρος, μία θάλασσα
Δημοσιεύθηκε 03.12.2018 14:51
Ένας Γέρος, μία θάλασσα

Συγγραφέας: Μαρία Χρυσάνθου
Σκηνοθεσία: Αλεξία Παπαλαζάρου
Σκηνικά / κοστούμια: Λάκης Γενεθλής
Μουσική: Δημήτρης Ζαχαρίου
Σχεδιασμός φωτισμού: Βασίλης Πετεινάρης
Ερμηνεύουν: Κούλης Νικολάου, Βασίλης Μιχαήλ, Ηλιάνα Κάκκουρα, Σάββας Μενοίκου, Θέμις Νικολάου.
Θέατρο Αντίλογος

Κάθε φορά που παρακολουθώ μια παράσταση η οποία βασίζεται σε πραγματικά, ιστορικά και μη, γεγονότα, ιδιαίτερα αυτά που αφορούν πολέμους που μαίνονται δίπλα μας, αισθάνομαι αμήχανα διχασμένη μπροστά στον ίδιο προβληματισμό. Από τη μια είμαι αντιμέτωπη με μια ιστορία. Μια αληθινή ιστορία πίσω από την οποία βρίσκονται ή βρίσκονταν αληθινοί άνθρωποι με όνομα, ηλικία, παρελθόν, φίλους, πατέρες, μητέρες, παιδιά. Άνθρωποι που ζούσαν μια φυσιολογική ζωή, δούλευαν, σπούδαζαν, είχαν όνειρα. Που ποτέ δεν ζήτησαν τον πόλεμο. Ποτέ δεν ζήτησαν να φύγουν από τα σπίτια τους και να μπουν σε μια βάρκα που θα μεταμορφωθεί είτε σε τάφο είτε σε "ακριβό" εισιτήριο εισόδου σε έναν προσφυγικό συνοικισμό δίπλα σε κλειστά σύνορα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι ιστορίες αυτές πρέπει να ειπωθούν. Και όχι μέσα από εικόνες φευγαλέες στα δελτία ειδήσεων, πριν ή μετά την κοινωνική επικαιρότητα, τα αθλητικά ή το δελτίο καιρού. Και το θέατρο είναι, ίσως, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος. Αναγκάζεσαι να δεις και να ακούσεις χωρίς να μπορείς να αλλάξεις κανάλι. Δεν φεύγεις (τι θα πουν οι υπόλοιποι;). Μένεις, βλέπεις, ακούς. Και αυτό, όπως και να 'χει, είναι κέρδος. Η ιστορία ακούγεται και οι άνθρωποι αυτοί αποκτούν, έστω και για λίγο, πραγματική, ανθρώπινη υπόσταση.

Αυτή είναι η μια πλευρά του νομίσματος. Ό,τι δηλαδή σχετίζεται με το θέμα και το περιεχόμενο του έργου. Ένα θέμα ευαίσθητο το οποίο οφείλει να αναδείξει την αλήθεια, εμπνέοντας σεβασμό και όχι οίκτο. Και ως προς αυτό, η συγγραφέας Μαρία Χρυσάνθου το κατορθώνει στο έπακρο. Γνώστης του θέματος μέσα από τη δημοσιογραφική της ιδιότητα, έχει όλο το ιστορικό υλικό αλλά και τις ανθρώπινες ιστορίες πίσω από τα γεγονότα που έγραψαν Ιστορία, και το διαχειρίζεται με σεβασμό, ευαισθησία και ιδιαίτερη προσοχή στις λεπτομέρειες, χωρίς ωστόσο να πέφτει στην παγίδα της απλής καταγραφής ενός χρονικού ή ντοκουμέντου. Έχοντας, λοιπόν, ως ιστορικό υπόστρωμα τον πόλεμο της Γάζας και ως λογοτεχνική αφετηρία τον "Γέρο και τη θάλασσα" του Χέμινγουεϊ (το σύμβολο του απλού ανθρώπου που αγωνίζεται και διεκδικεί το δικαίωμα στην ελπίδα), δημιουργεί τη δική της ιστορία, με τον δικό της ψαρά να βρίσκεται εγκλωβισμένος σε αυτή την ελάχιστη λωρίδα γης, να ονειρεύεται την ανοιχτή θάλασσα και να μετρά όχι μόνο τις άδειες ψαριές του, αλλά και το άδειο του σπίτι, την άδεια του πατρίδα που είναι πια γεμάτη φαντάσματα ενός παρελθόντος που χάθηκε για πάντα. Η δική του αφήγηση ανασύρει μνήμες από παιδιά που χάθηκαν παίζοντας μπάλα στην αμμουδιά και διακόπτεται από την παρουσία άλλων ανθρώπων που έρχονται να αφηγηθούν τη δική τους ιστορία: Νέοι παγιδευμένοι πίσω από γκρίζα τείχη και συρματοπλέγματα, άνθρωποι που υπάρχουν μόνο ως αριθμοί (ζώντες ή νεκροί), μανάδες που βάζουν τα παιδιά τους σε βάρκες για να τους εξασφαλίσουν ένα επίφοβο, αβέβαιο μέλλον. Από την άλλη, όμως, το θέατρο δεν είναι αφήγημα, δεν είναι μόνο λογοτεχνικός λόγος. Είναι και λόγος που πρέπει να ακούγεται "φυσικός" γιατί εκφέρεται στη σκηνή από ζωντανούς ηθοποιούς, λόγος που εικονοποιείται και γίνεται δράση μέσα από τη σκηνοθεσία. Και ως προς αυτό το κομμάτι, ο καθαρά λογοτεχνικός, αφηγηματικός λόγος της Μαρίας Χρυσάνθου φάνηκε, σε μένα τουλάχιστον, να δυσλειτουργεί πάνω στη σκηνή. Υπερβολικά αποκαλυπτικός, ξεκάθαρος, επαναληπτικός και κατά τόπους επιτηδευμένα "αφύσικος", δεν άφηνε χώρο στον θεατή να ανακαλύψει, να αναρωτηθεί, να προβληματιστεί. Ένιωσα ότι μου έλειπε η "έλλειψη": η ασάφεια, οι παύσεις, η σιωπή, ο λόγος που υπονοεί και δεν λέει, ο λόγος που δεν σου επιβάλλει τη συγκίνηση, αλλά σε οδηγεί σε αυτήν. Με το έργο αυτό η σκηνοθέτιδα Αλεξία Παπαλαζάρου εκπλήρωσε το δικό της όραμα και έδωσε στο κοινό μια ολοκληρωμένη τριλογία ("Λιοντάρια", "Τα παιδιά της Γάζας") με θέμα τον πόλεμο, την προσφυγιά, τη μετανάστευση, το δικαίωμα στη ζωή αλλά και στον αξιοπρεπή θάνατο.

Η σκηνοθεσία προσπάθησε να "σπάσει" τη γραμμικότητα των πολλαπλών αφηγήσεων και να τους δώσει, κρατώντας ως επίκεντρο την ιστορία του ψαρά, μια λογική αλληλουχία και συσχέτιση. Μέσα από τον ελλειπτικό φωτισμό (Βασίλης Πετεινάρης), ο οποίος απεκάλυπτε ή έκρυβε τις φιγούρες δίνοντάς τους μια "άυλη" υπόσταση, αλλά και το λειτουργικό, εύστοχο ως προς την απεικόνιση του χώρου και ταυτόχρονα ατμοσφαιρικό σκηνικό (Λάκης Γενεθλής), δημιούργησε δύο διαφορετικά επίπεδα δράσης: αυτό της πραγματικότητας που εκφράζουν οι μονόλογοι του ψαρά και αυτό της μνήμης ή της φαντασίας, που εκπροσωπούν τα τέσσερα πρόσωπα τα οποία εμφανίζονται για να πουν την ιστορία τους και να χαθούν στο σκοτάδι. Ωστόσο, και η ίδια η σκηνοθεσία, σε μια προσπάθεια ίσως να αποφευχθεί η στατικότητα του λόγου, κατέφυγε είτε σε έναν υπερβάλλοντα συμβολισμό, είτε σε ευρήματα που φάνηκαν ασυνεπή και χωρίς λόγο ύπαρξης, όπως για παράδειγμα στην αρχή που ο ψαράς απευθύνεται στο κοινό.

Οι ηθοποιοί είχαν να αντιμετωπίσουν από τη μια τους μακροσκελείς μονολόγους -το δυσκολότερο είδος για έναν ηθοποιό- και από την άλλη να εκφέρουν έναν λόγο έντονα συμβολικό, ο οποίος συχνά, λόγω της έντονης λογοτεχνικότητάς του, ηχούσε παράταιρος στο στόμα ενός ψαρά, ενός κοριτσιού, ενός νέου, απλών καθημερινών ανθρώπων από τους οποίους θα περίμενε κανείς να ακούσει έναν λόγο κοφτό, αιχμηρό και ανεπιτήδευτο. Και ενώ στο σύνολό τους οι ηθοποιοί υποστήριξαν με συνέπεια τα πρόσωπα που κλήθηκαν να υποδυθούν, δεν κατάφεραν όλοι να αποφύγουν τις συναισθηματικές εξάρσεις και τον αναπόφευκτο μελοδραματισμό τους. Ο Κούλλης Νικολάου στον ρόλο του ψαρά, κρατώντας το υποκριτικό βάρος της παράστασης, κατάφερε μέσα από τον σκηνοθετημένο μονόλογό του να δημιουργήσει μικρές εστίες δράσης, αποφεύγοντας έτσι την επίπεδη ερμηνεία και δοκιμάζοντας τις υποκριτικές του ικανότητες σε έναν ρόλο που δεν έχουμε συνηθίσει να τον βλέπουμε.

Οφείλω, ωστόσο, να ομολογήσω ότι, επαναφέροντας την παράσταση στη μνήμη μου, νιώθω ότι το στοιχείο που κατάφερε να επισκιάσει όλα τα υπόλοιπα ήταν καθαρά ηχητικό: οι υπέροχες φωνές των γυναικών (υποθέτω της Ηλιάνας Κάκκουρα και της Θέμιδος Νικολάου) σε ένα τραγούδι-θρήνο στην αραβική γλώσσα, που έδινε την εντύπωση ότι συνόδευε τα πρόσωπα αυτά είτε στη ζωή, είτε στον θάνατο. Αυτός ο αυθεντικός ήχος κατόρθωσε να πει (σε μια γλώσσα που ο θεατής δεν μπορούσε να κατανοήσει) όσα οι λέξεις, συχνά, δεν μπορούν να πουν και να οδηγήσει σε μια γνήσια και αναπάντεχη συγκίνηση.