Γράφει ο Διόνυσος Αλεξίου | dionisos.aleksiou@gmail.com
Αναντίλεκτα, η αρχαία ελληνική τραγωδία και η θεματολογία που επιλέγεται να προβληθεί παραστατικά και εντέχνως σκηνοθετικά αποτελεί μία αξιακή κιβωτό στο διακείμενο, αναφορικά με την επιβίωση της ηθικότητας στην εκάστοτε κοινωνία. Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της, δεδομένο που άλλοτε απορρίπτουν οι αυστηροί πολέμιοι των ρομαντικών ακόλουθών της, είναι η ευπροσαρμογή και η πλαστικότητά [η αρμονία, η συμμετρία, η αισθητική ομορφιά] της, προκειμένου να προσληφθούν, τηρουμένων των αναλογιών και αισθητικών προσλαμβανουσών, τα επιδιωκόμενα μηνύματα.
Οι επανεγγραφές αρχαίων ελληνικών τραγωδιών, με βάση τη μυθολογική τους υπόσταση, εν μέρει ή στην ολότητά τους, φαίνεται να γοητεύουν ένα ευρύ κοινό της σύγχρονης κοινωνίας, το οποίο έχει «κωδικοποιηθεί» σύμφωνα με την εποχή και τις εμπειρίες που βίωσε. Η μεταπανδημική, λοιπόν, «κανονικότητα» δημιούργησε ένα θεατρικό κοινό πιο απαιτητικό και «ιδιότροπο» το οποίο κρίνει το αποτέλεσμα βάσει ενός (επι)πλέον κριτηρίου: της προσαρμογής στη διαχρονικότητα. Με άλλα λόγια, το κοινό κρίνει κατά πόσον η εκάστοτε θεατρική επαναπραγμάτευση, η οποία δανείζεται διακριτικώς το πλεονέκτημα της γοητείας που ασκεί το κάθε μυθολογικό επεισόδιο, έρχεται να προσδώσει μία νέα φιλοσοφική θεώρηση της ίδιας της κοινωνίας. Δεν απαιτεί πάντοτε στηλίτευση, ούτε ειρωνεία, αλλά μία αξιοπρεπή ηθοποιία των δραματικών προσώπων, τα οποία εκουσίως εναρμονίζονται με το παρόν, συρράβοντας στον κάθε σκηνικό μορφασμό τους το νομιναλιστικό τους βάρος.
Βάσει του ανωτέρω κριτηρίου θα πρέπει να προσληφθεί και να κριθεί η παράσταση «Troy Too», του ομώνυμου έργου της Κάρεν Μαλπίντ, από τις καλλιτεχνικές ομάδες Theatre Three Collaborative και Persona Theatre Company, σε σκηνοθεσία Αύρας Σιδηροπούλου, στο Here Arts Centre, στην περιοχή Soho του Μανχάταν, με πρωταγωνίστρια την τραγωδό Λυδία Κονιόρδου. Το έργο της Αμερικανίδας σεναριογράφου, γραμμένο το 2020, διαλέγεται με τις ευριπίδειες Τρωάδες, απομονώνοντας πτυχές ενός δραματικού ψυχογραφήματος, όπου το μακροπερίοδο μοιρολόι αποτελεί μέρος μιας σκηνικής τελετής πένθους και η διακειμενικότητα της επανεγγραφής αναδύει σημαντικά στοιχεία του δραματικού προσωπείου της Εκάβης, ως γυναίκας-συμβόλου της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η σύγχρονη Εκάβη σκιαγραφείται ως μία μετακειμενική περσόνα, αποτέλεσμα εσωτερικής ωρίμανσης στο διακείμενο, η οποία οδηγήθηκε στην αυτοσυνειδησία αλλά και στη συνειδητοποίηση του ρόλου που διαδραματίζει το φύλο της στον κοινωνικό ιστό διαχρονικά. Η πρωταγωνίστρια του έργου αποτελεί ουσιαστικά το παλίμψηστο ενός δραματικού μυθολογικού χαρακτήρα, ο οποίος λειτουργεί ταυτοχρόνως ως αποδέκτης και πομπός διαχρονικά εντοπιζόμενων εκφάνσεων της ανθρώπινης οδύνης, του πόνου, της αμετροσύνης του θρήνου, του μεσογειακού και ανατολίτικου μοιρολογιού. Εκφράζει την κάθε γυναικεία δραματική μορφή η οποία υπέφερε λόγω της ταξικής και φυλετικής της θέσης, καθώς και του κοινωνικού της αποκλεισμού, μέσα από μία αμιγώς σκηνοθετική επιλογή αντανακλαστικής σύνδεσης του συναισθηματικού κόσμου της Τρωαδίτισσας βασίλισσας και Ευριπίδειας περσόνας, με τον κάθε Αμερικανό πολίτη που διαβιεί άστεγος στην «Πόλη των Πόλεων» του γοητευτικού -εκ πρώτης όψεως- καπιταλισμού.
Η πρωταγωνίστρια της πολυφυλετικής αυτής παράστασης της Σιδηροπούλου αποτελεί το αμάλγαμα των δραματικών αυτών ηρωίδων που βίωσαν την απώλεια, τον πόνο, τη θλίψη, αιτούμενη παράλληλα δύναμη να αντέξει προκειμένου να διηγηθεί, να υποκινήσει, να στηρίξει και να ενδυναμώσει μέσα από την παραδειγματική της παρουσία χωροχρονικά αυτές τις -συχνά αφανείς και μη κομπάζουσες- νεότερες ηρωίδες των δρόμων, που παραγκωνισμένες γρονθοκοπούνται από τη σκληρή κοινωνία.
Σε συγκεκριμένες πτυχές, η παράσταση επανέφερε στη μνήμη μου την πετυχημένη και ομολογουμένως αγαπημένη μου σειρά «Οι Αγνοούμενοι/Lost», όπου οι πρωταγωνιστές, επιζώντες του αεροπορικού ατυχήματος, στο υπερβατικό αυτό «νησί», ήταν ορισμένοι -από μία ανώτερη δύναμη- να (συμ)βιώσουν και να αντεπεξέλθουν σε καταστάσεις απώλειας, έντονου προβληματισμού, συναισθηματικού αδιεξόδου, διλημμάτων, συνεπαρμένοι από την ανθρώπινή τους φύση. Αυτό όμως που εντοπίζω ως κοινοτοπία και στις δύο περιπτώσεις, ιδιαίτερα στην παράσταση Troy Too, είναι η διαφαίνουσα δυνατότητα της επιλογής, της ελεύθερης βούλησης στους πρωταγωνιστές να πράξουν «κατὰ τὸ εἰκὸς ἢ τὸ ἀναγκαῖον» το οποίο αποτελεί σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και το κριτήριο επιτυχίας του τραγικού μύθου.
Παράλληλα, τα σύγχρονα στοιχεία με τα οποία εμβολιάζει η Μαλπίντ το έργο της, αναφορικά με τον ανθρωπογενή «βιασμό» του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας, εστιάζοντας στη μόλυνση των ωκεανών και της θαλάσσιας ζωής με πλαστικά απορρίμματα, τη σκληρή εικόνα των αστέγων της Νέας Υόρκης οι οποίοι πεθαίνουν αβοήθητοι στους δρόμους και, ως αποκορύφωμα, την υπέρμετρη αστυνομική βία κατά Αφροαμερικανών, άπτονται ακριβώς στο αριστοτελικό εἰκός, όπου η μορφή, η πλοκή και η σύνθεση της τραγωδίας πρέπει να ενέχει στοιχεία φυσικά, εύλογα, λογικά, αληθοφανή, αλλά και στο -κατ’ εμέ- σκηνοθετικά ἀναγκαῖον, να συμφωνούν, δηλαδή, με την αισθητική και την ηθική αναγκαιότητα ή/και σκοπιμότητα.
Η σύγχρονη Εκάβη σκιαγραφείται ως μία «υπερ-γυναίκα/superwoman» με εξωανθρώπινες δυνάμεις η οποία ως μία δραματική «ρουφήχτρα» στο διακείμενο, εγκολπώνεται τα δεινά όλων των γυναικών που πόνεσαν, βασανίστηκαν και τελικά επιβίωσαν μέσα σε ένα αφιλόξενο και βίαιο κόσμο. Οι εναλλαγές αρχαιοελληνικής και αγγλικής στιχομυθίας προβάλλουν εντέχνως τη διαλογικότητα της σύγχρονης πραγμάτευσης του μυθήματος, ενώ, παράλληλα, αναδύεται ο υπερεθνικός της χαρακτήρας, όπου ο σεβασμός, η συμπερίληψη, η κατανόηση και, κυρίως, η ενσυναίσθηση αποτελούν πανανθρώπινες αξίες χωρίς ιστορικά βαρίδια και οποιοδήποτε πρόσημο. Η Εκάβη της Μαλπίντ αποτελεί το δραματικό προσωπείο ενός υπερβατικού μηρυκαστικού που αναμασά όλες αυτές τις τραγικές ιστορίες πόνου, οδύνης, απώλειας και τις αποβάλλει από τη μελλοντικά ιδανική/ιδεατή -ίσως και ουτοπική- κοινωνία που κυνηγά! Η ίδια, δηλαδή, ως σύγχρονος Προμηθέας, καλείται να δώσει στη σημερινή κοινωνία τους αναγκαίους μηχανισμούς επιβίωσης και μετεξέλιξης ενός σαθρού και σε σήψη συστήματος.
Η απύθμενη απώλεια! Ένα από τα σημαντικότερα μηνύματα του έργου αναδύεται ειρωνικά μέσα από την παραστατική προβολή και ανάλυση της έννοιας της «απώλειας», και αυτό θα πρέπει να προβληματίσει. Η απώλεια αποτελεί βίωμα και τα γονιδιακά στοιχεία της συμπεριφορικής σκιαγράφησης της Εκάβης, αφού ως μία δραματική κιβωτός, μία μήτρα στο διακείμενο, διασώζει και αναγεννά τη μνήμη. Ως εκ τούτου, η μνήμη, ως ομφάλιος λώρος έρχεται να συνδέσει την αρχετυπική απώλεια και θρήνο της Τρωαδίτισσας βασίλισσας με κάθε σύγχρονης μορφής απώλεια που επέφεραν η πανδημία, η αστυνομική βία και η ανθρώπινη ασυνειδησία εν σχέσει με την καταστροφή του περιβάλλοντος.
Το ζήτημα στο οποίο θα πρέπει να προσδώσουμε ιδιαίτερη σημασία είναι η υποβόσκουσα απόπειρα μείωσης της απώλειας, ως κοινωνική και ενδεχομένως εσκεμμένη τάση, μέσω της προβολής μιας πλασματικής και σκοπίμως δημιουργημένης «θετικής εικόνας/σκέψης» γύρω από οτιδήποτε αρνητικό. Η εν λόγω απόπειρα έχει ως αποτέλεσμα στο να μας απομακρύνει από τη γνωστικότητα, εν σχέσει με τη μείωση της επανάληψης λαθών. Για τους υποκινητές, λοιπόν, του «δόγματος» της μειωμένης μνήμης ή/και διαγραφής της απώλειας είναι εύκολος πλέον ο στόχος, μέσα από την αμεσότητα, την επιτάχυνση, την ψηφιοποίηση και την απόπειρα διάσπασης της προσοχής, ως απόρροια μιας άκρως επικίνδυνης «αναγνωστικής κόπωσης/content fatigue».
Η «Νεοϋορκέζα» Εκάβη μας καλεί να υπερβούμε τον φόβο της απώλειας και να αποδεχτούμε ότι αποτελεί φυσικό επακόλουθο της ανθρώπινης υπόστασης. Είναι μία μορφή βίωσης προς τη γνωστικότητα και κατανόησης της καταστροφής μέσα από τον εντοπισμό της σχέσης αιτίου και αιτιατού. Η παράσταση Troy Too μας υποδεικνύει ότι ο «θρήνος» είναι μία κατάσταση [state of lamentation], μέσα στην οποία νους και ψυχή φθάνουν στην αυτογνωσία και στη γνωστικότητα, οπότε και στην (αυτο)βελτίωση(!), λειτουργώντας ως ένα σύγχρονο βιωματικό πλατωνικό «Σπήλαιο». Η συγκεκριμένη πτυχή άπτεται ακραιφνώς και του επιπέδου της καθάρσεως στην αρχαιοελληνική τραγωδία, αφού, όχι μόνο τα δραματικά πρόσωπα, αλλά και οι ίδιοι οι θεατές μέσα από τη μνήμη των όσων δραματοποιήθηκαν σκηνικά καλούνται να διδαχθούν και να μάθουν με στόχο την αυτοβελτίωσή τους. Στην ουσία, η επίκληση της μνήμης και η βίωση του πόνου, του θρήνου, της απώλειας, λειτουργούν αφενός ως ενδοδραματικοί παράγοντες που βελτιώνουν τους ίδιους τους δραματικούς ήρωες/-ίδες και, αφετέρου, ως «εξω-δραματικοί», υποδεικνύοντας στους θεατές την κοινωνικά και ηθικά ορθή στάση ζωής.
Ως εκ τούτου μέσα από την επίγνωση ο άνθρωπος περνά αλώβητος στη συνέχεια της ζωής μέσα από την εμπειρία της απώλειας. Τόσο οι θεατές του Troy Too, όσο και ο καθένας μας κατανόησαν -θεωρώ- ή, τουλάχιστον, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι αποτελούμε φορείς της μνήμης μέσα σε μία ζωντανή κοινωνία που αναδιαμορφώνεται. Είμαστε οι ζωντανοί σύνδεσμοι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μεταξύ απώλειας και ύπαρξης, ζωής και θανάτου. Η μνήμη συνδέει, διδάσκει, χρονομεταφέρει, ωριμάζει... Πολλές φορές μας προσφέρει μία «προφητική» ενόραση, μία διορατικότητα, καθιστώντας μας «στατιστικολόγους» των επισυμβαινόντων.
Τα αρχαιοελληνικά αποσπάσματα που η Κονιόρδου απαγγέλλει, ως Εκάβη, στη σκηνή του Μανχάταν, συνδέοντας διακειμενικά, μέσω της μνήμης, την αρχέτυπη περσόνα με τη σύγχρονή της, αποτελούν στην ουσία τα δραματικά θραύσματα ενός «καθρεφτισμικού» ειδώλου στο διακείμενο. Και αυτή η πτυχή σχετίζεται με την απορρέουσα/εκπέμπουσα γοητεία της σκηνοθετικής πραγμάτευσης του μυθήματος από τη Σιδηροπούλου, αφού καταδεικνύεται ότι όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από την αρχέτυπη ευριπίδεια μορφή, οι κεντρικοί χαρακτήρες του έργου βρίσκονται αντιμέτωποι με το είδωλό τους, το διαμελισμένο δραματικό πρόσωπο που επιβίωσε και μετουσιώθηκε διακειμενικά. Ως θεατές, καλούμαστε λοιπόν να επανασυγκολλήσουμε αυτά τα συγκεκριμένα θραύσματα και να κοιταχτούμε οι ίδιοι πλέον στον καθρέφτη, αναλογιζόμενοι τις υπαρκτές και υποβόσκουσες απειλές τόσο για την ίδια την κοινωνία, αλλά και τον πλανήτη στο σύνολό του. Το έργο μας καλεί ουσιαστικά να καλύψουμε διαπολιτισμικά κενά και παρεξηγήσεις, να απαλείψουμε την ταξική ανισότητα, τη μεταπανδημική καχυποψία, την κοινωνική βία, την έλλειψη στέγης, τον ρατσισμό και φυλετικές διακρίσεις, τη φίμωση της ελεύθερης έκφρασης, την οικολογική καταστροφή.
Η Εκάβη, της Σιδηροπούλου, ως δραματικό σύμβολο, και οδηγός αυτού του κινήματος (αυτο)βελτίωσης, στεγνή από τον διακειμενικό της πόνο και τη θλίψη, σαν καταξεραμένο χωράφι, αποστεωμένη πια περσόνα του παρόντος, καλείται να θάψει επί σκηνής τα απομεινάρια ενός πάλαι ποτέ ανθρώπινου κόσμου, καλώντας σε ηθική και αξιακή έγερση μέσω της μνήμης.
Η σκηνοθέτις καταφέρνει εντέχνως να μετουσιώσει τη νεοϋρκέζικη σκηνή σε έναν θεματικό «προτζέκτορα» προβολής εμπειριών, ιστοριών και στιγμών του πολύ κοντινού παρελθόντος: από τις παράπλευρες απώλειες της πανδημίας, στο κίνημα «black lives matter» και στα -ορατά πλέον- κατάλοιπα της κλιματικής αλλαγής, καθιστώντας τα διάσπαρτα ψήγματα ενός αλληγορικού συμβολισμού, όπου τα απόρθητα τείχη της Τροίας αντικαθίστανται από τους νεοϋορκέζικους ουρανοξύστες και ο Σκάμανδρος από τον Χάντσον, προειδοποιώντας, μέσα από μία επαφή με το θεματικό μοτίβο του μυθήματος, ότι το «ξύλινο άλογο» που αποτέλεσε την αρχή της -εκ των έσω- άλωσης μίας φαινομενικά απόρθητης πόλης του φωτός, μπορεί να επαναληφθεί εάν οι διαμορφωτές πολιτικής και οι κατέχοντες αξιώματα δεν παραδεχθούν και δεν δράσουν ενάντια στον κοινωνικό εκτροχιασμό.
Παράλληλα, μια πτυχή που προσδίδει ιδιαιτερότητα στην εν λόγω πραγμάτευση σχετίζεται αμιγώς με την έννοια του χρόνου και της εξέλιξής του. Η επιλογή της Νέας Υόρκης για παρουσίαση του έργου, δεδομένης της ταχύρρυθμης ζωής της, προσδίδει, ανέλπιστα, ένα μοναδικό κριτήριο πρόσληψής του από το κοινό. Η ταχύτητα, δηλαδή, κίνησης, πράξης, αντίδρασης και πρόσληψης πληροφοριών, που χαρακτηρίζουν το νεοϋορκέζικο κοινό, θεωρώ ότι επιδρούν ως προς τη μείωση της χρονολογικής απόστασης του έργου από την αρχέτυπη μορφή του, με αποτέλεσμα η σύγχρονη παράσταση να διαπερνά ταχύτερα τα μηνύματά της για άμεση ανταπόκριση στα προβλήματα που καταδεικνύονται και απειλούν την κοινωνία της Νέας Υόρκης.
Κλείνοντας, εν είδει (απο)λογισμού, επιστρέφω κυκλικά σε αυτό το ιδιόμορφο κριτήριο των θεατών, το οποίο σχετίζεται με την αποδοχή της εκάστοτε σκηνοθετικής πραγμάτευσης. Παραπάνω αναφέρθηκα στη θεματική ευπροσαρμογή και πλαστικότητα των αρχαίων ελληνικών τραγωδιών, χαρακτηριστικά τα οποία εκπέμπουν μία γοητεία και ένας είδος προσέλκυσης του κοινού, πόσω μάλλον ενός αλλόφωνου. Παράλληλα, η σταθερότητα της ανθρώπινης φύσης και η οικουμενικότητα των θεμάτων που πραγματεύονται οι τραγικοί ποιητές προσφέρουν ένα ισχυρό πλαίσιο για το σύγχρονο θέατρο, εντός του οποίου μπορούν να θιγούν και να αναδυθούν σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα. Ως εκ τούτου, το κριτήριο αποδοχής και επιτυχίας σχετίζεται με τον κειμενικό και σκηνοθετικό εγκιβωτισμό των σύγχρονων νοημάτων και στόχων της εκάστοτε επαναπραγμάτευσης. Θα πρέπει, λοιπόν, να γίνει κατανοητό ότι ο δραματουργικός και σκηνοθετικός διάλογος με το πολιτισμικό φορτίο μίας αρχέτυπης τραγωδίας αποτελεί στην ουσία μία μορφή πολιτισμικής «ήπιας ισχύος». Και αυτό είναι εύλογο, δεδομένου ότι τα δραματικά πρόσωπα των αρχαιοελληνικών τραγωδιών, ως ψηφίδες θεματικών μοτίβων που απαντώνται σε σύγχρονες πραγματεύσεις, προσελήφθησαν με πολιτισμικό σεβασμό από τον δυτικό κόσμο. Εν προκειμένω, το Troy Too -θεωρώ ότι- κατάφερε να εκπληρώσει τον διακειμενικό του σκοπό και να διαφυλάξει το νομιναλιστικό βάρος του μυθήματος, παρασυρμένο από το νερά του Σκάμανδρου και αναδυόμενο εξαγνισμένο στις όχθες του Χάντσον
Υ.Γ.: Ο Σκάμανδρος, σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν ποταμός της πεδιάδας της Τροίας. Μεταξύ άλλων πληροφοριών που αντλούμε από μυθογράφους και περιηγητές εστιάζουμε στην Ιλιάδα [Ραψ. Φ], όπου ο Όμηρος περιγράφει τον μανιασμένο Αχιλλέα να πετά στο ποτάμι τους σφαγιασμένους Τρώες, με αποτέλεσμα τα νερά του να βαφτούν κόκκινα. Τα πτώματα παρέμεναν άταφα, ενώ περιγράφεται η «λειτουργία» των ψαριών υποκαθιστώντας το πλύσιμο και καθάρισμα του νεκρού. Όταν ο Αχιλλέας αρνήθηκε να σταματήσει την αιματοχυσία, ο ποταμός αντέδρασε με υπερχείλιση με σκοπό να πνίξει τον αιμοδιψή αγγελιαφόρο του θανάτου. Ο Σκάμανδρος και ο Χάντσον επιλέχθηκαν στον τίτλο εξαιτίας της αλληγορικής σύνδεσής τους ως φορείς θανάτου, αλλά και εξαγνισμού [#υγρό στοιχείο #εξαγνισμός #αντιδραση της φύσης #νεκροί της πανδημίας #I can’t breath #Τροία vs NY #πόλεις του φωτός #Ce la faremo]