Παράθυρο logo
Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας
Δημοσιεύθηκε 01.08.2011 10:23
Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας

Γράφει η Λίζα Tilford

Το δραματικό ειδύλλιο «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» του Δ. Κορομηλά γράφτηκε στα 1890 και ανέβηκε πολλές φορές στο σανίδι, ειδικά στην Ελλάδα, ενώ οι φαν της Βουγιουκλάκη [εξαιρούμαι] μάλλον θα το απόλαυσαν στις κινηματογραφικές αίθουσες ή από τους τηλεοπτικούς τους δέκτες. Η ομάδα της ΕΘΑΛ ανεβάζει αυτό το έργο, που είναι από τα πιο σημαντικά στην ιστορία τού νεοελληνικού θεάτρου, σε διασκευή και σκηνοθεσία του Χρίστου Ζάνου. Βρισκόμαστε στα 1957, σ’ ένα χωριό της Λεμεσού. Η παράσταση αρχίζει εύθυμα, όταν ο κόσμος καλείται να παρακολουθήσει έναν θίασο. Με την έναρξη, όμως, του έργου προκαλείται αναστάτωση, αφού ακούγονται πυροβολισμοί από κάπου κοντά. Οι ηθοποιοί, με επαγγελματισμό και συνέπεια, δεν θα διακόψουν την παράσταση, αν και αναστατώνονται, προκειμένου να μην απογοητεύσουν το κοινό τους, το οποίο κατά την περίοδο αυτή ζει τον ξεσηκωμό εναντίον των Άγγλων. Με άλλα λόγια, όπως θα καταλάβατε ήδη, μια θεατρική κατάσταση είναι εγκιβωτισμένη σε μιαν άλλη. Πάντως, οι «παρεμβολές» των κατακτητών συνεχίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, κάτι που δεν θα πτοήσει ούτε τους ηθοποιούς, ούτε το κοινό. Τα συμπεράσματα -και τυχόν παραλληλισμοί με τα σημερινά δρώμενα- δικά σας. Η υπόθεση του «Αγαπητικού της Βοσκοπούλας», του έργου που επέλεξε να ανεβάσει ο κυπριώτικος θίασος, αν και όχι πολύ ενδιαφέρουσα για τους θεατές του 2011, είναι συμπαθητική από την άποψη ότι αποτελεί ταξίδι πίσω στα χρόνια όπου ο έρωτας μπλέκεται με θέματα κυρίως αυστηρών ηθικών αρχών. Δυο ερωτευμένοι κινδυνεύουν να μείνουν μακριά ο ένας απ’ τον άλλο, επειδή ζητά το χέρι τής κοπελιάς ένας εύπορος τσέλιγκας, τον οποίο εγκρίνει η μάνα. Τα πράγματα ανατρέπονται όταν η μάνα θα παραδεχτεί πως ο συγκεκριμένος κύριος, ο Μήτρος, υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της ζωής της, ο οποίος μάλιστα την αναζητούσε για χρόνια. Τελικά, θα σμίξουν και τα δυο ζευγάρια, και να το happy end της καλής παλιάς ελληνικής ταινίας… Το πιο αξιοσημείωτο κομμάτι της παράστασης αποτελεί, πέρα από τον κυρίαρχο ποιητικό λόγο, η παρουσία του Γιώργου Γεωργίου, ο οποίος παίζει το κλαρίνο ζωντανά, πλαισιώνοντας όλες τις σκηνές, ενίοτε δε συνοδεύοντας τους ηθοποιούς στο τραγούδι και το χορό. Με τις μελωδίες του -άλλοτε σε πένθιμους τόνους, άλλοτε σε χιουμοριστικούς ή και με ρυθμούς που επιτείνουν το αίσθημα της αγωνίας- ντύνεται [και στέφεται με επιτυχία] ολόκληρη η παράσταση. Στα πλην, οι «παραφωνίες» στην κατανομή των ρόλων. Όλοι οι ηθοποιοί, πλην του εξαιρετικού Αχιλλέα Γραμματικόπουλου, είναι πολύ νεαροί, με αποτέλεσμα όλοι τους και να είναι και να φαίνονται συνομήλικοι. Αυτό ξενίζει κάπως, θα έλεγα. Σημειώνω καταληκτικά ότι οι ερμηνείες είναι αρκετά καλές κι ότι ανάμεσα στα παιδιά της ΕΘΑΛ υπάρχουν ταλέντα [ξεχωρίζω έναν φίλο από τα παλιά, τον Κωνσταντίνο Γαβριηλίδη].

Δημοσιεύθηκε στις 31 Ιουλίου 2011 στο «Π»