Παράθυρο logo
Η ιστορία του Νερού της Οχύρωσης: Ποιος στέρεψε το "αρχαίο νερό" της Λευκωσίας;
Δημοσιεύθηκε 20.01.2014
Η ιστορία του Νερού της Οχύρωσης: Ποιος στέρεψε το "αρχαίο νερό" της Λευκωσίας;

Γράφει η Νάσα Παταπίου

Ήδη από το καλοκαίρι του 2013, εξαιτίας των έργων ανάπλασης της πλατείας της πρωτεύουσάς μας, στέρεψε το "αρχαίο νερό", όπως είχαμε χαρακτηρίσει και άλλοτε σε μελέτη μας το περίφημο Νερό της Οχύρωσης (Acqua della citadella)


Το αρχαίο και ιστορικό αυτό νερό με τις πρώτες βροχές του χειμώνα δεν φάνηκε γάργαρο, ούτε το είδαμε να κυλά στο αυλάκι γύρω από την τάφρο και τα τείχη του Ιούλιου Savorgnano. Φέτος, περνώντας γύρω από τα τείχη της πόλης αντιληφθήκαμε ότι το νερό στέρεψε, το αυλάκι του κατάξερο και εκείνος ο γλυκός ήχος όταν έτρεχε καθώς και η έξοχη θέα του αρχαίου αυτού νερού, που αυξανόταν με τη βροχή, εξέλιπε. Αρχαίο, πράγματι και ιστορικό νερό. Οι πηγές που διαθέτουμε ανάγονται στη Φραγκοκρατία, αλλά οπωσδήποτε η πηγή του υφίστατο από τα Βυζαντινά και ίσως ακόμη και από τα αρχαία χρόνια.

Ο Στέφανος Lusignan, αναφερόμενος στα νερά της Λευκωσίας, μας πληροφορεί ότι η πρωτεύουσα διέθετε δύο βρύσες. Τη μία τη σημειώνει ως Πηάδια (Piadia), δηλαδή πηγάδια, και την άλλη Γλυκύ Νερό (Acqua Dolce). Η βρύση του Γλυκού Νερού πρέπει να ταυτιστεί με το Νερό της Οχύρωσης, αφού ο ίδιος για το συγκεκριμένο αυτό νερό λέει ότι διακλαδώνεται σε όλη τη Λευκωσία και υδροδοτεί την πρωτεύουσα με πολλές βρύσες. Επίσης, από το ίδιο νερό υδροδοτούνται πολλά μέγαρα, το βασιλικό ανάκτορο, η πλατεία και άλλα μέρη της πόλης. Το νερό αυτό χαρακτηρίζεται από τον Στέφανο Lusignan ως ελαφρύ και θεραπευτικό και για τους ασθενείς. Στις ξένες πηγές, φραγκικές ή ενετικές, το νερό αυτό απαντά με το όνομα Αcqua della citadella, γιατί περνούσε δίπλα από το παλαιό και συγκεκριμένα το δεύτερο και οχυρωμένο με ακρόπολη ανάκτορο των Lusignan, που ήταν κάποτε οικοδομημένο περίπου στην ίδια περιοχή, εκεί που αργότερα, το 1567, οικοδομήθηκε η Πύλη του Αγίου Δομινίκου, γνωστή ευρέως σήμερα ως πύλη Πάφου. Το Νερό της Οχύρωσης περνούσε και από τη μονή του Αγίου Δομινίκου, που πριν κατεδαφιστεί το 1567, εξαιτίας των νέων οχυρωματικών έργων, βρισκόταν στην ίδια περιοχή. Ήταν η βασιλική μονή, όπως αναφέρεται από τον Στέφανο Lusignan, γιατί σ' αυτήν κατέφευγαν οι βασιλείς που ήταν δίπλα στο ανάκτορο για ν' απομονωθούν, να προσευχηθούν και να ηρεμήσουν και επίσης στην ίδια μονή υπήρχε το βασιλικό κοιμητήριο. Η μονή αυτή διέθετε δύο περιβόλια και δύο ευπρεπισμένες εκκλησίες.


Τέλος, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το ίδιο νερό εξυπηρετούσε και το Βασιλικό Βαφείο (tenzaria) -και μετέπειτα του Δημοσίου- της πρωτεύουσας, το οποίο γειτνίαζε επίσης με την πηγή του νερού. Όπως, συγκεκριμένα, αναφέρεται σε πηγή της Φραγκοκρατίας, το Νερό της Οχύρωσης έρρεε μεταξύ του Πύργου της Αγίας Παρασκευής, δηλαδή προς την πύλη Πάφου και του Βασιλικού Βαφείου της Λευκωσίας με υπόγειους αγωγούς.

Το νερό και η μονή της Ελεούσας


Από τη βρύση του ίδιου νερού υδροδοτήθηκε δύο φορές η Λευκωσία, κατά τα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας. Σχετικά με τα εισοδήματα της μονής και κυρίως αυτό το οποίο προερχόταν από το Νερό της Οχύρωσης, είχαν προκληθεί διαμάχες και δικαστικοί αγώνες, αφού η μονή πάντοτε διεκδικούσε αποζημιώσεις και μάλιστα όταν γινόταν χρήση του ίδιου νερού για την υδροδότηση της πρωτεύουσας. Επίσης, πολλοί ιερωμένοι και αξιωματούχοι διεκδικούσαν τη θέση του ηγουμένου της Παναγίας της Misericordia, για να επωφελούνται από το ετήσιο εισόδημα του νερού αυτού, το οποίο ανερχόταν, σύμφωνα με τις πηγές του 16ου αιώνα, σε 230 ή και 250 δουκάτα ετησίως. Οι πηγές της Φραγκοκρατίας και τα βενετικά έγγραφα μάς παρέχουν πολύτιμα στοιχεία για τη μονή της οποίας η ιστορία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με το αρχαίο νερό, το ονομαζόμενο Acqua della citadella. Ας σημειωθεί ότι για τοn διορισμό του ηγουμένου στη μονή αυτή, επειδή ακριβώς υπήρχε και οικονομικό όφελος, είχε εμπλακεί και η Κοινότητα της Λευκωσίας. Η μονή αυτή ανήκε στο Δημόσιο και η βενετική διοίκηση της Κύπρου την παραχωρούσε σε εκκλησιαστικά πρόσωπα, τα οποία τις περισσότερες φορές αν και απολάμβαναν τα εισοδήματά της, όμως την άφηναν να καταστρέφεται και δεν φρόντιζαν ούτε και για την τέλεση λειτουργιών. Η Κοινότητα της Λευκωσίας γι' αυτούς ακριβώς τους λόγους ζητούσε όπως τα μισά από τα εισοδήματα της μονής αυτής, αλλά και άλλων μονών που δεν είχαν φροντίδα, όπως δαπανώνται για την επισκευή και συντήρησή τους. Τέλος, το 1559 και πάλι εκπρόσωποι της Κοινότητας διαμαρτυρήθηκαν στις βενετικές αρχές γιατί η μονή της Παναγίας της Ελεούσας όπως και άλλες μονές παραχωρούνταν σε κοσμικά πρόσωπα και όχι όπως υπήρχε υποχρέωση να παραχωρούνται σε Κύπριους ιερωμένους. Η Κοινότητα της Λευκωσίας, επίσης, απαιτούσε όπως λαμβάνει και αυτή μέρος στην εκλογή των ηγουμένων της μονής μαζί με τη βενετική διοίκηση της μεγαλονήσου.
Τη θέση του ηγουμένου της μονής της Παναγίας της Misericordia είχε διεκδικήσει για ένα γιο του, που θα ακολουθούσε ιερατική καριέρα, και ο Κύπριος μηχανικός Ιωάννης Σωζόμενος. Ο Σωζόμενος, ως στενός συνεργάτης του Savorgnano κατά την περίοδο 1567-1569 όταν οχύρωνε τη Λευκωσία, ζήτησε από τον ίδιο να κάνει τις σχετικές συστάσεις στις βενετικές αρχές για τον διορισμό του γιου του και αυτός επειδή εκτιμούσε τον Σωζόμενο, το έπραξε. Η μονή είχε παραχωρηθεί και στον Φραγκίσκο Δαπόντε, ένα Βενετό κοσμικό καθηγητή Φιλοσοφίας που ζούσε με την οικογένειά του στη Βενετία και δεν είχε έρθει ποτέ στην Κύπρο. Είχε φροντίσει όμως για την παραχώρηση αυτή ο πατέρας του, που είχε υπηρετήσει το 1540 ως σύμβουλος στη βενετική διοίκηση της Κύπρου και γνώριζε για τα εισοδήματα της μονής. Έτσι, επιστρέφοντας στη Βενετία πέτυχε να παραχωρηθεί η θέση του ηγουμένου της μονής ισοβίως στον γιο του και κατά συνέπεια και τα εισοδήματά της.

Ο αιφνίδιος θάνατος του Φραγκίσκου Δαπόντε και η επίθεση των Οθωμανών κατά της Κύπρου το 1570 και στη συνέχεια η κατάληψή της, ματαίωσε τα σχέδια τόσο του Ιωάννη Σωζόμενου όσο και της Κοινότητας της Λευκωσίας. Η μονή της Ελεούσας υφίστατο έως το καλοκαίρι του 1567, στην περιοχή εκείνη όπου στη συνέχεια υψώθηκε ο προμαχώνας Davila και απλώθηκε η τάφρος του. Από εκεί περνούσε και το Νερό της Οχύρωσης και πότιζε τα περιβόλια της Παναγίας της Μιζερικορδίας, κατά Λεόντιο Μαχαιρά. Ο Ιούλιος Savorgnano ενδιαφέρθηκε και ζήτησε να πληροφορηθεί για το Νερό της Οχύρωσης και από πού ανάβλυζε και ο στενός συνεργάτης του Ιωάννης Σωζόμενος τον πληροφόρησε ότι ερχόταν υπογείως από τον Άγιο Δημήτριο. Κατά μια εκδοχή η περιοχή αυτή έχει ταυτιστεί με χώρο στη Νεκρή Ζώνη, προς τον Άγιο Δομέτιο, που διαθέτει πλούσια υπόγεια νερά. Άλλος ισχυρισμός που διατυπώθηκε στο παρελθόν έχει ταυτίσει την περιοχή του Αγίου Δημητρίου με περιοχή πίσω από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.                         


Τι μας κληροδοτούν οι πηγές

Οι πηγές και κυρίως οι αρχειακές, που προέρχονται από το Κρατικό Αρχείο της Βενετίας, μας πληροφορούν σχετικά με την ιστορία της μονής και με το Νερό της Οχύρωσης, τους ηγουμένους της και τις εκάστοτε διεκδικήσεις τους, τις διαμάχες τους για το αρχαίο νερό με τη βενετική διοίκηση και τις προτάσεις για τη μονή, που είχε κατά καιρούς υποβάλει η Κοινότητα της Λευκωσίας και, τέλος, για την κατεδάφισή της. Όλα τα παραπάνω όμως έχουν άμεση σχέση με το Νερό της Οχύρωσης, γιατί από αυτό κυρίως προέρχονταν τα εισοδήματα της μονής. Όμως, για την ίδια τη μονή, ένα έγγραφο του Βατικανού του έτους 1468 μας μεταφέρει πίσω στον 15ο αιώνα, προς τα τέλη της Φραγκοκρατίας, γιατί διασώζει τι ακριβώς περιείχε η εκκλησία της. Η καταγραφή των επίπλων και των εκκλησιαστικών αντικειμένων της μονής της Παναγίας της Ελεούσας, στην οποία ανήκε το Νερό της Οχύρωσης, είχε συνταχθεί όταν είχε παραχωρηθεί σ' ένα νέο ηγούμενο. Οι πληροφορίες αυτές δεν είναι μόνο ενδιαφέρουσες αλλά και πολυτιμότατες, αφού μας πληροφορούν τι περιείχαν εκείνη την εποχή τέτοιου είδους ιδρύματα. Μεταξύ άλλων στην εκκλησία αυτή υπήρχαν: δυο μεγάλες καμπάνες και μια μικρή, ένα μαρμάρινο αλτάριο και τρία άμφια αλταρίου. Η απαρίθμηση των ειδών των μεταξωτών υφασμάτων είναι και αυτό ένα πολύτιμο στοιχείο υλικού πολιτισμού. Ένα ύφασμα ήταν καμωμένο από τούρκικο ερυθρό μετάξι, ένα άλλο από κυανό και κίτρινο μετάξι και ένα τρίτο από πράσινο μετάξι. Υπήρχε επίσης ένα λατινικό άμφιο (camicia) από λινό ύφασμα, δύο πορφυρά επιμανίκια, ένας πρασινομέταξος μανδύας, ένα βαμβακερό κατασάρκιο, δύο λινά καλύμματα του αλταρίου, δυο αργυρά επίχρυσα ποτήρια με βάσεις διακοσμημένες με σμάλτο. Στην περιουσία της εκκλησίας είχαν επίσης σημειωθεί ένα κάλυμμα δισκοπότηρου, μια αργυρή φιάλη, μια μεγάλη εικόνα της Παναγίας για το αλτάριο, ένας σταυρός ξύλινος, ένα αρτοφόριο, τέσσερα ξύλινα κηροπήγια, τέσσερα φορητά αναλόγια με επιχρυσωμένο ξύλο, επτά λειτουργικά βιβλία, ένα κιβώτιο καμωμένο από ξύλο πύξου για τον αγιασμένο άρτο, ένα φορητό δοχείο για το αγιασμένο νερό, τέσσερα ξύλινα στασίδια (σκάμνοι) και άλλα. Επίσης, γίνεται λεπτομερής περιγραφή των υποστατικών της μονής και αναφέρονται στοιχεία για τα περιβόλια της.

Εάν η ιστορική μονή την οποία, όπως αναφέρεται, είχε οικοδομήσει ο θρυλικός βασιλιάς της Κύπρου Πέτρος Α΄, ο ρήγας της Ανατολής και βασιλιάς της Δύσης και κατεδαφίστηκε μετά από απόφαση των αρχόντων της Λευκωσίας για την οικοδόμηση της νέας οχύρωσης το 1567 και χάθηκε μια για πάντα, το ιστορικό, το αρχαίο αυτό νερό της οχύρωσης υφίστατο μέχρι πρότινος... Τώρα, για χάρη των νέων έργων που κυριολεκτικά παραμόρφωσαν την πρωτεύουσα, έπαψε να ρέει και το νερό από το οποίο υδρευόταν κάποτε η Λευκωσία και για αιώνες τώρα έρρεε γύρω από την τάφρο της σαβορνιάνιας οχύρωσης, πλέον εξέλιπε... Ποιος θα λογοδοτήσει άραγε για το έγκλημα, ποιος θα μας εξηγήσει για το νήμα και την κληρονομιά της ιστορίας που έσβησε; Τέλος, ποιος είναι αυτός ο "τολμητίας", που δεν φοβήθηκε και στράφηκε κατά της φύσης και εναντίον της μακραίωνης ιστορίας της πρωτεύουσάς μας;