Παράθυρο logo
Χωριά της Κύπρου με ονόματα φεουδαρχών
Δημοσιεύθηκε 27.04.2015
Χωριά της Κύπρου με ονόματα φεουδαρχών

Γράφει η Νάσα Παταπίου

Φικάρδου, Φινί, Χούλου, Τάλα, Γούρρη, Λιβερά και άλλα χωριά της Κύπρου πήραν το όνομά τους από τους ιδιοκτήτες τους κατά τη λατινοκρατία, κι ας δημιουργήθηκαν αργότερα


Η μακρά λατινική κυριαρχία στην Κύπρο από το 1192 έως το 1571 άφησε τα σημάδια της και τα κατάλοιπά της στη μεγαλόνησο. Σε έναν από τους τομείς στους οποίους ανιχνεύονται στοιχεία από αυτούς τους αιώνες είναι και τα τοπωνύμια κάποιων περιοχών, αλλά και τα ίδια τα ονόματα αρκετών χωριών της Κύπρου. Σε μια εποχή κατά την οποία ένας μεγάλος αριθμός χωριών της Κύπρου καθώς και μεγάλες εκτάσεις γαιών αποτελούσαν ιδιοκτησίες κάποιων φεουδαρχών, ήταν εύλογο η σχέση αυτή να αφήσει τα ίχνη των φεουδαρχών αυτών επάνω τους έως τις μέρες μας. Φέουδα αποτελούμενα από εκτάσεις γης, τις οποίες προφανώς καλλιεργούσαν δουλοπάροικοι που εργάζονταν για τους φεουδάρχες τους, έφεραν τα ονόματα των ιδιοκτητών τους. Αργότερα, και μάλιστα μετά την οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου, στα φέουδα αυτά τα οποία έφεραν τα ονόματα των φεουδαρχών τους δημιουργήθηκαν ομώνυμοι οικισμοί και έτσι τα ονόματά τους διασώζονται έως σήμερα.


Δημιουργία οικισμών σε φέουδα


Τα χωριά Φικάρδου, Γούρρη, Λαζανιά, Φινί και Λιβερά δημιουργήθηκαν κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, δηλαδή πολύ μεταγενέστερα από το τέλος της Φραγκοκρατίας και Βενετοκρατίας (λατινοκρατία) και όμως φέρουν ονόματα που παραπέμπουν στις εν λόγω περιόδους. Ποια εξήγηση μπορεί να δοθεί σ' αυτές, αλήθεια, τις περιπτώσεις; Η απάντηση είναι πολύ απλή και εύλογη. Τα χωριά αυτά δημιουργήθηκαν από απογόνους των καλλιεργητών των περιοχών αυτών, οι οποίες κατά τη λατινοκρατία αποτελούσαν φέουδα και έφεραν τα ονόματα των ιδιοκτητών τους. Έτσι στη συνέχεια οι οικισμοί που δημιουργήθηκαν στις ίδιες περιοχές φέρουν τα ονόματα των πάλαι ποτέ ιδιοκτητών τους.Οι ιδιοκτήτες αυτοί, σύμφωνα πάντα με τις πηγές, ήταν είτε φεουδάρχες είτε κατείχαν υψηλές θέσεις, ή ακόμη μπορεί να ανήκαν στον βασιλικό οίκο των Lusignan. Το όνομα του χωριού Φικάρδου σχετίζεται άμεσα με όσα έχουμε αναφέρει πιο πάνω. Η οικογένεια των Φικάρδων εμφανίζεται στις πηγές που αφορούν στην Κύπρο μετά τα μέσα του 15ου αιώνα. Γενάρχης της οικογένειας πρέπει οπωσδήποτε να ήταν ο Θωμάς Φικάρδος, οπαδός του τελευταίου Φράγκου βασιλιά της Κύπρου Ιακώβου Β΄ Lusignan, που υπηρετούσε ως δημόσιος νοτάριος και γραμματέας του βασιλιά. Μέλη της ίδιας οικογένειας αναφέρονται στις πηγές έως το τέλος της Βενετοκρατίας. Ένας Θωμάς Φικάρδος, προφανώς εγγονός του Θωμά Φικάρδου, γραμματέως του βασιλιά Ιακώβου Β΄ Lusignan, υπηρέτησε ως βισκούντης Λευκωσίας. Η οικογένεια Φικάρδου, όπως μαρτυρείται σε αρχειακό υλικό το οποίο έχουμε μελετήσει, συνδέθηκε με επιγαμίες τόσο με βενετικές οικογένειες πατρικίων όσο και με διακεκριμένες κυπριακές οικογένειες της ίδιας περιόδου. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις βενετικές οικογένειες Lippomano και Pasqualigo και τις κυπριακές οικογένειες Φλάτρο και Παλαιολόγου. Όπως έχουμε και άλλοτε σημειώσει σε δημοσίευμά μας, το επίθετο της οικογένειας Φικάρδου απαντά και σήμερα στην Κύπρο και το φέρουν οικογένειες που διαβιούν στα διαμερίσματα Λευκωσίας, Λεμεσού και Πάφου.


Ένα άλλο χωριό το οποίο φέρει το όνομα μιας μεσαιωνικής οικογένειας με καταγωγή από τη Συρία είναι το χωριό Γούρρη του διαμερίσματος Λευκωσίας. Η οικογένεια αυτή απαντά στους Κύπριους χρονογράφους και γενικά στις πηγές της Φραγκοκρατίας και Βενετοκρατίας. Το όνομα της οικογένειας Γούρρη το συναντούμε σε αρκετές παραλλαγές ως Urry, Ourry, Gurry ή και Hourri και σώζεται έως σήμερα στην Κύπρο ως επίθετο είτε ως Γούρρη είτε και Χούρρη. Μέλη της ίδιας οικογένειας υπηρέτησαν ως γραμματείς στο φραγκικό βασίλειο της Κύπρου και κάποιοι σπούδασαν στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Ο Ιάκωβος Γούρρης υπήρξε μάλλον το πιο σημαντικό μέλος της οικογένειας, αφού υπηρέτησε σε υψηλές θέσεις κατά τον 15ο αιώνα ως βισκούντης Λευκωσίας. Επίσης υπήρξε και στενός συνεργάτης του Φράγκου βασιλιά Ιωάννη Β΄ Lusignan. Δεν αποκλείεται η περιοχή στην οποία αργότερα οικοδομήθηκε το χωριό Γούρρη είτε να ανήκε σ' αυτόν τον ίδιο είτε στον αδελφό του, Θωμά Γούρρη, και να έφερε το όνομά τους.


Η οικογένεια Γούρρη είχε συγγενικές σχέσεις με τη μεγάλη κυπριακή οικογένεια των Ποδοκάθαρων, αφού η Ιωάννα Γούρρη, αδελφή του Ιακώβου και του Θωμά στους οποίους αναφερθήκαμε προηγουμένως, είχε παντρευτεί τον φεουδάρχη Ιωάννη Ποδοκάθαρο, ο οποίος μεταξύ άλλων κατείχε ως φέουδο τη Λίμνη ή Αλυκή της Λεμεσού. Ας σημειωθεί επίσης ότι η Ιωάννα ήταν μητέρα του καρδιναλίου και γνωστού ουμανιστή Λουδοβίκου Ποδοκάθαρου.

Δύο άλλα χωριά τα οποία δημιουργήθηκαν κατά της αρχές του 19ου αιώνα, δηλαδή κατά την ύστερη τουρκοκρατία, φέρουν ονόματα τα οποία παραπέμπουν στη Φραγκοκρατία. Πρόκειται για το χωριό Λαζανιά του διαμερίσματος της Λευκωσίας και το χωριό Φινί του διαμερίσματος Λεμεσού. Το χωριό Λαζανιά έχει κληρονομήσει το όνομά του από τον φραγκικό οίκο των Lusignan, που κυριάρχησαν στην Κύπρο σχεδόν τρεις αιώνες. Οι Lusignan άλλωστε αναφέρονται από τον χρονικογράφο μας, Λεόντιο Μαχαιρά, κατά παραφθοράν, ως Λαζανιάδες. Το μέρος στο οποίο αργότερα οικοδομήθηκε το χωριό πρέπει να ανήκε σε κάποιο μέλος του οίκου των Lusignan και ονομαζόταν Λαζανιά, γεγονός που κληροδότησε και το ίδιο το όνομά του στο χωριό.

Το χωριό Φινί της Λεμεσού οφείλει επίσης το όνομά του σε μια μεγάλη οικογένεια με καταγωγή από τη Φλωρεντία, της οποίας ένας κλάδος είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο ήδη από τον 13ο αιώνα κατά τη Φραγκοκρατία και ασχολείτο με το εμπόριο. Μετά την πτώση της Κύπρου στην εξουσία των Οθωμανών, όσα μέλη της οικογένειας Φίνη σώθηκαν εγκαταστάθηκαν ακολούθως στη Βενετία, όπου και διέπρεψαν αποκτώντας οικονομική ευρωστία και επίζηλες θέσεις και αξιώματα. Σε κάποιο αίτημα ενός Φίνη προς τον δόγη μετά το 1570 αναφέρεται ότι η οικογένειά του μνημονεύεται ως σημαντική στα χρονικά της Κύπρου. Είναι γεγονός ότι η οικογένεια Φίνη απαντά στο χρονικό του Λεοντίου Μαχαιρά αφού ο χρονικογράφος μνημονεύει το όνομα του Τζουάν τε Φενίου κατά τα έτη της βασιλείας του Πέτρου Α΄ Lusignan. Η οικογένεια Φίνη απαντά επίσης στο χρονικό που φέρει το όνομα του Διομήδη Strambal(t)i ως de Finio και σε ανέκδοτη βενετική πηγή του έτους 1557 ως de Fin. Η οικογένεια, αν και εξέλιπε από τη μεγαλόνησο, ωστόσο κληροδότησε το όνομά της στο χωριό Φινί, το οποίο δημιουργήθηκε κατά την Τουρκοκρατία. Η παλαιότερη διαθέσιμη πηγή την οποία έχουμε για το χωριό ανάγεται στα 1825, δηλαδή στις αρχές του 19ου αιώνα.

Τέλος, μεταξύ άλλων αναφέρουμε και το χωριό Λιβερά του διαμερίσματος Κερύνειας, το οποίο δημιουργήθηκε επίσης κατά την Τουρκοκρατία και το όνομά του προέρχεται από κάποιον φεουδάρχη Oliviero. Σε πρόσφατη έρευνά μας ανακαλύψαμε στοιχεία για τον Κύπριο φεουδάρχη Οliviero, του οποίου το όνομα απαντά και ως Liero. Για τον ίδιο φεουδάρχη και το μέγαρό του στη Λευκωσία αναφέρεται και ο Στέφανος Lusignan.

Άλλα χωριά με ονόματα φεουδαρχών

Τρία χωριά στην Καρπασία φέρουν επίσης τα ονόματα των φεουδαρχών τους. Τα δύο από αυτά τα χωριά με την πάροδο των ετών χάθηκαν ενώ το τρίτο υφίσταται και από το 17ο αιώνα οι κάτοικοί του εξισλαμίστηκαν. Το ένα χωριό ονομαζόταν Σκαλιά και ήταν οικοδομημένο κοντά στο χωριό Κορόβια, του οποίου οι κάτοικοι εξισλαμίστηκαν κατά τον 17ο αιώνα. Το χωριό αυτό κατά την τελευταία απογραφή του πληθυσμού επί Βενετοκρατίας, το 1565, είχε είκοσι τρεις ελεύθερους καλλιεργητές. Το 1862 το χωριό Σκαλιά σημειώνεται στον χάρτη της Κύπρου του Louis de Mas Latrie ήδη εγκαταλελειμμένο και στην απογραφή επί Τουρκοκρατίας του έτους 1881 δεν υφίσταται πλέον. Έχει διασωθεί στην περιοχή ένα τοπωνύμιο, το Σκαλί, και ίσως να πρόκειται για τον χώρο στον οποίο βρισκόταν κάποτε το χωριό Σκαλιά. Ο οικισμός αυτός συνδέεται άμεσα με τον φεουδάρχη Ιάκωβο Scalioti ή Scalia που κατείχε ως φέουδα τα χωριά Άγιος Συμεών και Άγιος Βασίλης (μετέπειτα Βασίλι), τα οποία του παραχωρήθηκαν ως δωρεά το 1450 από τον βασιλιά Ιωάννη Β΄ Lusignan. Σύζυγος του Σκαλιά ήταν η Βαλεντίνη della Gridia, εγγονή εκ μητρογονίας του Γεωργίου Ούρρη. Όπως έχουμε ήδη σημειώσει πιο πάνω, η ονομασία του χωριού Γούρρη οφείλεται στην ίδια οικογένεια. Για τον φεουδάρχη Σκαλιά και την οικογένειά του δεν διαθέτουμε άλλες ειδήσεις εκτός από αυτές που ήδη αναφέραμε. Στα Σκαλιά θα διαβιούσαν προφανώς δουλοπάροικοί του που εργάζονταν στα κτήματά του και διέμεναν σε υποστατικά, ώστε ο μικρός οικισμός έλαβε το όνομα του φεουδάρχη.

Πολύ κοντά στα Σκαλιά ήταν κάποτε και το χωριό Ακρολίσα (Acrolissa), το οποίο απαντά σε δύο βενετικούς καταλόγους με τα χωριά της Κύπρου καθώς και στην απογραφή του 1565. Στην απογραφή όμως του 1565 δεν αναγράφεται αριθμός κατοίκων, γεγονός που μαρτυρεί ότι ήδη το χωριό είχε εγκαταλειφθεί. Το χωριό αυτό όφειλε το όνομά του στον φεουδάρχη Ιωάννη Acrolisa που είχε διατελέσει αρχιθαλαμηπόλος του βασιλιά Ιωάννη Β΄ Lusignan και σχετιζόταν με τα βασιλικά φέουδα στην Καρπασία. Η θέση στην οποία βρισκόταν το χωριό αυτό ήταν μεταξύ του Μαχαιριώνα, χωριού το οποίο επίσης εξέλιπε, και της Κορόβιας στην ανατολική Καρπασία.

Βέβαια και το χωριό Κρίδια ή Κρίθκια, του οποίου οι κάτοικοι μετά την οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου εξισλαμίσθηκαν, οφείλει το όνομά του στη μεσαιωνική κυπριακή οικογένεια della Gridia. Ο φεουδάρχης Βερνάρδος della Gridia και ο συγγενής του Salvador Mistachiel για τη διεκδίκηση του χωριού Kρίθκια της Καρπασίας είχαν εμπλακεί, όπως πληροφορούμαστε από αρχειακό υλικό, σε πολυετείς δικαστικούς αγώνες.

Ο κατάλογος των χωριών της Κύπρου με ονόματα φεουδαρχών από τη λατινοκρατία είναι μάλλον μακρύς. Στον ίδιο κατάλογο φαίνεται ότι θα προστίθενται και άλλα χωριά με τη συνεχή αρχειακή έρευνα, η οποία μας προσφέρει πλούσια και διαφωτιστικά στοιχεία. Στο παρόν δημοσίευμά μας απλώς σημειώνουμε στον εν λόγω κατάλογο και κάποια άλλα ονόματα χωριών προερχόμενων από ονόματα φεουδαρχικών οικογενειών. Πάνω και Κάτω Κιβίδες στο διαμέρισμα Λεμεσού, από τη φραγκική οικογένεια de Chivides, Aγκολέμη στην περιοχή της Πεντάγειας, από τον Πέτρο d'Angouleme, πατριάρχη της Αντιοχείας, Χούλου στο διαμέρισμα Πάφου, από τον φεουδάρχη Goul, Tάλα στο διαμέρισμα της Πάφου, από την οικογένεια Davila κ.ά.