Γράφει ο Σταυρίνος Κυριάκου
«Έστειλε σου τίποτε, κόρη, τζείνος; Απάντα μου», είπεν η Ελλού της κόρης της. Η Νίκη είδεν την μάναν της με έναν ύφος νευριασμένο τζαι την ίδιαν ώραν απελπισμένο. Εν ήξερε αν έπρεπε να την ξητιμάσει ή να ππέσει μεσ’ στην αγκαλιάν της να κλάψει. Εσκέφτηκεν τζαι τα θκυο. «Άφησμε μάμμα τζαι κλαίει το μωρό. Πάω να δω τι έπαθε». «Επείνασεν, κόρη Νίκη, τι να έπαθε; Αρώτησά σε κάτι, εννά μου πεις ρα οξά εννά μου φκάλεις την ψυσιήν μου;», η Ελλού έπιασε την που την κουτάλα τζαι ετράβησεν την κοντά της. «Όι εν ήρτεν τίποτε ακόμα. Τούτα τα ταχυδρομεία μας έν’ για κλάματα. Να δούμε που το εκαταχωνιάσαν το γράμμα τζαι εν το φέρνουν», η Νίκη ετράβησεν το σιέριν της τζαι εσυνέχισεν για το δωμάτιον του μωρού. «Έννεν τα ταχυδρομεία το πρόβλημαν, Νίκη. Είπουν σου το πολλές φορές. Έν’ τζείνος ο βουρσούζης ο άντρας σου. Που να τον δω μεσ’ στην κάσια να τον δω, να τον βάλλουν μεσ’ στο χώμα τζαι να τον φτύννει η γη πόξω».
Η μάνα της Νίκης εποφύσησεν τζαι έκατσε στην καρέκλαν του ηλιακού. Με τις παλάμες ίσιωσε την φράντζαν της. Τα κοντά κόκκινα μαλλιά της εβρεχτήκαν που τον ιδρώτα του μετώπου της. Αναστέναξεν τζαι εμονολόγησεν, «Αχ, κακό που μας έκαμεν. Αχ, Πλάστη μου».
Ο άντρας της Νίκης. Ο Αντώνης ήταν ένας λεβέντης. Έτσι τον επεριγράφαν οι κορούες της γειτονιάς τους. Ψηλός, αδρός, με πυκνά μαύρα μαλλιά τζαι ένα μουστάτζι φουντωτό όπως το παμπάτζι. Επέρναν που δίπλα σου τζαι εμουσκομύριζεν ο τόπος κολόνια που την καλή.
Δουλειάν εν είσιε. Τέχνην εν έμαθεν ποττέ του. Τζαι το σχολείο ετέλειωσεν το με σίλια ζόρκα. Νάκκο ποτζεί τζιαι νάκκο ποδά, εβοήθαν τον η ομορφιά του να πάει ομπρός. Έβρισκεν καμιάν καύκαν πλούσια τζαι έτρωεν της τα, έπαιζε σιεμέν τζιαι ποκεριζέ στον καφενέ τζαι εγέλαν τους γέρους. Ούλλο τζαι κάτι εβρέθετουν για να φκάλει τα λεφτά που έθελε, ώς πάρατζει.
Ύστερα που τον πόλεμον όμως τα πράματα εδυσκολέψαν. Ο κόσμος εσυνάχτηκεν, τα λεφτά ελλιάναν. Πάνω τζαμαί που ελάλεν να έβρει δουλειά, εγνώρισεν την Νίκη. Άρεσέν του η Νίκη, ερωτεύτηκεν την η αλήθκεια ένι. Άμα έμαθε ότι είσιεν τζαι το κάτι τι της, άρεσεν του ακόμα παραπάνω.