Παράθυρο logo
Το τέρτιν της Νίκης [Μέρος 10ο]
Δημοσιεύθηκε 22.09.2014
Το τέρτιν της Νίκης [Μέρος 10ο]

Γράφει ο Σταυρίνος Κυριάκου

Μάταια επροσπάθαν να τηλεφωνήσει. Εδοκίμαζεν κάθε απόγευμα. Με προσοχή εγύριζεν τα νούμερα στο τηλέφωνο, φροντίζοντας να πάρει το δάκτυλό της στο τέρμα του τροχού των αριθμών για να έν' βέβαιη ότι έβαλεν το σωστά. Κάποτε έφκαιννε μια τηλεφωνήτρια που εμίλαν εγγλέζικα τζαι εν της εκαταλάβαινε. Κάποτε η γραμμή εμίνησκε νεκρή, ώσπου να ξεκινήσει ένα άγνωστο, ρυθμικό του-του-του τζαι να αναγκαστεί να κλείσει το τηλέφωνο.


Ένιωθε ότι τα γράμματά της εκαταλήγαν στο πούποτε. Γράμματα, τηλέφωνα, ο Αντώνης ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Άνοιξεν η γη τζαι εκατάπιεν τον. Έγινεν η Αγγλία μια μεγάλη τρύπα τζαι έχωσέν τον μέσα της.
Η μάνα της, ερώταν συνέχεια αν είσιεν νέα. Σαν να τζαι εν τη εθώρεν, σαν να τζαι εν ήταν τζιαμαί κάθε μέρα να νώθει τον καμόν της. Σαν να τζαι έθελε να της θυμίζει συνέχεια πως είσιεν δίκαιο που της ελάλεν ότι ο Αντώνης εννά της κάμει την πατταλοδουλειά.


Το σιειρόττερο ήταν ότι έπρεπε να απαντά στα μωρά. "Πού έν' ο παπάς; Πότε εννά έρτει ο παπάς;". Οι μεγάλοι της αρκέψαν να καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Τζαι στους μιτσιούς, πόσο τζαιρό να χώννεται;
Ο τζαιρός επαίρναν. Οι μέρες εγίναν εφτομάδες τζαι οι εφτομάδες μήνες. Η τζοιλιά της Νίκης εμεγάλωνεν, μαζί με την αγωνίαν της παράλληλα. Το συκώτι της εμαύριζεν τζαι τα μαλλιά της σιγά-σιγά ασπρίζαν άμα εσκέφτετουν την πιθανότητα να μείνει μόνη της με τέσσερα κοπελλούθκια τζαι ετοιμόγεννη.


Σιυφτή πάνω που την βούρνα επλύννισκεν τα αντζιά. Ανοιξιάτικο σούρουππο. Στο ΡΙΚ επαίζαν οι αφιερώσεις για τους αγνοούμενους. "Η Χρυστάλλα Καουλλή από το Ριζοκάρπασο αφιερώνει το επόμενο τραγούδι στην οικογένειά της που διαμένει στον Ύψωνα Λεμεσού με το μήνυμα ότι είναι καλά και την ευχή να συναντηθούν σύντομα".


Μια μελαγχολική φωνή εξεκίνησε να νεκαλιέται που το μικρό μεγαφωνούι του ραδίου, παρέα με ένα λαούτο.
"Το τέρτι της καρτούλλας μου, θκυο μύλοι εν το 'λέθουν. Μήτε οι στράτες το φωρούν, μ' οι ποταμοί που τρέχουν".
Άρκεψεν τζαι τζείνη να σιγοτραγουδά. "Καράβι, καραβάκι", είπε. "Αν πας για τες Αθήνες", είπε τζαι ελούθην του κλαμάτου. Εκούμπησε τα θκυο της σιέρκα στην άκρη της βούρνας. Με ένα συρτό "ααααα" άνοιξε το στόμαν της, σαν να τζαι έθελε να ρουφήσει τον κόσμο. Έσφιξε τα μάθκια της με πόνο, τζαι έβαλε το δεξί της σιέρι κάτω που την τζιοιλιά της. Ο πόνος της εγκυμοσύνης με τον πόνο της καρκιάς της εσμίξαν. "Μανά γεννώ", εφώναξε. Που το ανοιχτό παράθυρο άκουσεν την η γειτόνισσα η Άννα τζαι εβούρησεν τζαι τζείνη. Ήβραν την με την τζοιλιά στο στόμα τζαι λουμένη του κλαμάτου. Επιάσαν την που τα σιέρκα να την πάρουν στο δωμάτιο τζαι δεν εσταματήσαν να τιμάζουν τον άντρα της που έφυεν τζαι άφηκεν την έτσι. Πάνω σε τζείνη την στιγμή της αδυναμίας, του απόλυτου πόνου, αποφάσισε να έρτει στον κόσμο ο Φάνος. Κάπου τζιαμαί η Νίκη αποφάσισε ότι που τζιαμαί τζαι τζεί, ήταν μόνη της.