Παράθυρο logo
Η ιστορία του Ιάκωβου Mautacha
Δημοσιεύθηκε 26.10.2015 13:20
Η ιστορία του Ιάκωβου Mautacha

Γράφει η Νάσα Παταπίου


O Κύπριος Ιάκωβος Μαφτακάς ή Μεφτακάς (Mautacha ή Meftacha) ξεδιπλώνει την ιστορία του καθώς και της οικογένειάς του και τις υπηρεσίες του πατέρα του σε μια δύσκολη τότε εποχή, για να ζητήσει εκλιπαρώντας στο τέλος μια εργασία ή μια θέση για τη στήριξη των μελών της. Πριν προχωρήσουμε στον σχολιασμό του αιτήματος του Ιακώβου Mautacha θα ήταν ενδιαφέρον να εξετάσουμε εάν απαντά στην Κύπρο και σε άλλες πηγές καθώς και στη συγκεκριμένη εποχή το όνομα της οικογένειας αυτής. Το όνομα αυτό, όπως έχουμε προαναφέρει, απαντά στις πηγές ως Mautacha ή και Meftacha. Το 1567 ένας παπά-Ματθαίος Meftacha είχε διοριστεί από τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Κύπρου Φίλιππο Mocenigo στη θέση του πρωτόπαπα της επισκοπής Λευκάρων, μετά την καθαίρεση του πρωτόπαπα Ιωάννη Φλαγγή. Ο πρωτόπαπας Ιωάννης Φλαγγής, γιος του επισκόπου Λευκάρων, είχε καθαιρεθεί γιατί είχε προσκομίσει αγιασμένους λίθους και άλλα αγιασμένα αντικείμενα για τη θεμελίωση ενός ναού. Η οικογένεια Meftacha, εάν κρίνουμε από το όνομα, πρέπει μάλλον να έχει καταγωγή από τη Συρία. Είναι γνωστό άλλωστε ότι πολλοί κάτοικοι της Συρίας είχαν εγκατασταθεί στην Κύπρο τόσο κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας όσο και κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας. Μεγάλος αριθμός Σύρων μαρτυρείται στις πηγές στην περιοχή της Πάφου, οι οποίοι αναφέρονται ως Λευκοί Βενετοί (Veneti Bianchi). Oι Λευκοί Βενετοί ήταν πολίτες της Δημοκρατίας της Βενετίας με καταγωγή από την Ανατολή.


Auteth Meftacha


O Audeth Meftacha, πατέρας του Ιάκωβου, όπως διαβάζουμε σε επιστολή του, υπήρξε ένας ταπεινός υπηρέτης της Γαληνοτάτης με βαθιά πίστη και αφοσίωση σ' αυτήν, στον οποίο είχαν ανατεθεί πολλά δημόσια κατά καιρούς στην Κύπρο καθήκοντα και μεγάλης σπουδαιότητας, από διάφορους Βενετούς αξιωματούχους που είχαν υπηρετήσει στη μεγαλόνησο. Οποιαδήποτε εργασία είχε ανατεθεί στον πατέρα του, αναφέρει ο Ιάκωβος, την είχε εκτελέσει προς μεγάλη ικανοποίηση των εδώ εκπροσώπων του βενετικού κράτους. Το 1533, όταν ήταν στην Κύπρο τοποτηρητής ο Μαρκαντώνιος Trevisan, είχε αναθέσει στον Audeth Meftacha να επιληφθεί των οικονομικών υποθέσεων του βασιλείου. Η εργασία που είχε επιτελέσει τότε ήταν σημαντική ως προς το δημόσιο συμφέρον, αφού το Δημόσιο Ταμείο είχε ενισχυθεί με αρκετά χρήματα από δασμούς και οφειλόμενα ποσά που έως τότε δεν είχαν καταβληθεί.


Το 1548, όταν είχε έρθει στην Κύπρο ως σύνδικος ο Βενετός Vicenzo Calbo, επειδή όπως δήλωσε γνώριζε τις υπηρεσίες του πατέρα του Ιάκωβου, του είχε αναθέσει εκ νέου να επιληφθεί των οικονομικών υποθέσεων και να αναλάβει την πραγματοποίηση των πρακτικών (prattichi), δηλαδή την καταγραφή της δημόσιας περιουσίας. Ακόμη είχε συνεργαστεί για δημόσιες υποθέσεις με τον Audeth Meftacha και ο αοίδιμος Μάρκος da Pesaro, Βενετός σύμβουλος στην Κύπρο. Ας σημειωθεί ότι το 1556 ο Audeth Meftacha αναφέρεται ως αείμνηστος (quondam), γεγονός που μαρτυρεί ότι ήδη είχε πεθάνει. Στην ίδια πηγή σημειώνεται ότι οι κληρονόμοι του Audeth Meftacha εκμίσθωναν κτήματα στα Λεύκαρα (de terreni a Lefcara).


Ήλπιζε, όπως γράφει ο γιος του, ότι ο πατέρας του μετά από όσα προσέφερε στο Δημόσιο στο τέλος θα μπορούσε να εξασφαλίσει τον επιούσιο (un pezzo di pane) στην οικογένειά του. Δυστυχώς όμως πέθανε το έτος 1556 εγκαταλείποντας το σπίτι και τα παιδιά του σε μεγάλη φτώχεια και δυστυχία. Από την άθλια αυτή κατάσταση, σημείωνε στο αίτημά του απευθυνόμενος στον δόγη ο Ιάκωβος, ότι δεν θα μπορούσε να απαλλαγεί εάν η γενναιοδωρία και η μεγαλοψυχία του δεν επεδείκνυε ευσπλαχνία σ' αυτόν και την οικογένειά του. Με αμέτρητους κινδύνους και ταλαιπωρίες τόλμησε, όπως αναφέρει, να φθάσει έως την ένδοξη Βενετία και γονυπετής να εκθέσει στον δόγη τη δυστυχία στην οποία βρισκόταν αυτός και η οικογένειά του.


Ο Ιάκωβος Meftacha δεν ήταν επαίτης αλλά απλώς ζητούσε να εργαστεί για να μπορέσει να επιβιώσει και να στηρίξει την οικογένειά του. Ας ήταν έστω μια εργασία με τον ελάχιστο μισθό, όπως αυτήν που επιτελούσαν τα μέλη του ελαφρού ιππικού. Θα ήταν ικανοποιημένος, όπως έγραφε, εάν του παραχωρούσαν ένα άλογο για να υπηρετήσει στην Κύπρο σ' ένα λόχο ελαφρών ιππέων. Επιθυμούσε, όπως ανέφερε στο αίτημά του, τόσο αυτός όσο και τα αδέλφια του να βρίσκονται κάτω από την προστασία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας. Θα μπορούσε λόγω των όσων είχε βιώσει εξαιτίας της φτώχειας να αναζητήσει εργασία μακριά από την πατρίδα του, αλλά δεν θα μπορούσε να εγκαταλείψει τα δύστυχα αδέλφια του, που έτρεφαν ελπίδες ότι μπορούσε να βρει μια εργασία για να τους στηρίξει.


Ο αγώνας για επιβίωση και για εξασφάλιση του επιούσιου άρτου σκιαγραφείται με ζωντανά χρώματα στο αίτημα του Ιάκωβου Meftacha. Δεν γνωρίζουμε εάν η Γαληνοτάτη τελικά είχε ανταποκριθεί στο αίτημά του. Ωστόσο, εάν κρίνουμε από άλλα αιτήματα παρόμοιου περιεχομένου, η Δημοκρατία της Βενετίας αναγνώριζε τις υπηρεσίες που είχαν προσφερθεί στην ίδια και ενίσχυε όσους προσέτρεχαν κοντά της για βοήθεια.


Εξορία για ένα φόνο


Σε ένα άλλο ανέκδοτο έγγραφο προς τις βενετικές αρχές, με ημερομηνία 22 Απριλίου 1555, πληροφορούμαστε από το περιεχόμενό του την ιστορία σχετικά με ένα φόνο. Καταγράφεται από αυτό το ίδιο πρόσωπο που είχε διαπράξει τον φόνο, αλλά όπως ακράδαντα πίστευε ο θύτης ήταν αθώος και επιθυμούσε να του δοθεί η δυνατότητα να δικαστεί για να αποδείξει την αθωότητά του. Το όνομά του ήταν Guerino Moro και ήταν κάτοικος Λευκωσίας. Το 1549, δηλαδή πριν έξι χρόνια αφότου συνέταξε το αίτημά του προς τις βενετικές αρχές, είχε επισυμβεί το γεγονός που τον ενέπλεξε σε μεγάλη δυστυχία. Ο Moro είχε έρθει στα χέρια (essendo venuto alle mani) με κάποιον Ιωσήφ, γιο ενός καστελλάνου σε ένα χωριό κοντά στην Αμμόχωστο, με το όνομα Λιασίδης (Gliassiti). O γιος του καστελλάνου Ιωσήφ στη συμπλοκή πληγώθηκε και μετά από μερικές μέρες αρρώστησε και πέθανε. Ο Moro για να μην τιμωρηθεί αναχώρησε για την Πάφο, περιοχή που απέχει εκατόν πενήντα μίλια από το διαμέρισμα Αμμοχώστου και από το χωριό που είχε λάβει χώρα το πιο πάνω συμβάν. Όταν θέλησε να επιστρέψει στο σπίτι του πληροφορήθηκε ότι ερήμην του είχε καταδικαστεί σε εξορία (esser stato bandito), από τον τότε καπιτάνο Αμμοχώστου Φραγκίσκο Grimani. Είχε υποβάλει το αίτημα αυτό ζητώντας να του δοθεί η ευκαιρία να αποδείξει την αθωότητά του. Δεν είναι βέβαιο εάν έλαβε κάποια απάντηση και ποια τελικά ήταν η τύχη του αιτήματός του.


Μια άλλη καταδίκη


Το 1554 μετά από αψιμαχία μεταξύ δύο κατοίκων της Λευκωσίας, του Φραγκίσκου Τουρκή και του Φλουρή Ανδρόνικου Καλογερά, είχε προκληθεί ο θάνατος του δεύτερου. Επειδή ο Φραγκίσκος Τουρκής βρισκόταν σε θέση άμυνας δεν καταδικάστηκε. Όταν όμως είχε βγει έξω από τη Λευκωσία για να επισκεφθεί τη σύζυγο και τα παιδιά του, που προφανώς εργάζονταν σε γεωργικές εργασίες ή διέμεναν σε κάποιο αγροτόσπιτο στη γύρω περιοχή από την πρωτεύουσα, και ενώ ήταν απών από την πόλη πληροφορήθηκε ότι είχε δημοσιευθεί η καταδίκη του σε εξορία. Ο Φραγκίσκος Τουρκής είχε σημειώσει στο αίτημά του ότι χωρίς καμία προειδοποίηση και ενώ ήταν απών από τη Λευκωσία καταδικάστηκε σε εξορία. Επίσης ανέφερε ότι η καταδίκη σε εξορία για ανθρωποκτονία που του είχε επιβληθεί διέφερε από άλλες τέτοιες καταδίκες για παρόμοιες περιπτώσεις. Όσοι καταδικάζονταν για ανθρωποκτονία, έγραφε, εξορίζονταν από όλη την Κύπρο εκτός από την Αμμόχωστο και την Πάφο. Ο ίδιος όμως ο Φραγκίσκος Τουρκής είχε εξοριστεί μόνον έξω από την πόλη της Λευκωσίας και το διαμέρισμά της (del suo territorio). Επέμενε ότι ήταν αθώος και ότι ο θάνατος του Καλογερά προκλήθηκε χωρίς να έχει τέτοια πρόθεση να τον φονεύσει, γι' αυτό ζητούσε να δικαστεί για να αποδείξει την αθωότητά του.


Η φτωχή οικογένεια του Ραφαήλ Χριστιανού


Μία άλλη προσωπική ιστορία μιας οικογένειας κατά τα μέσα του 16ου αιώνα, μας γνωστοποιείται επίσης από το περιεχόμενο ενός αιτήματος. Αντιλαμβανόμαστε από όλες αυτές τις πηγές τη φτώχεια που μάστιζε τους κατοίκους της μεγαλονήσου και κυρίως όλους αυτούς που κατοικούσαν στην πόλη, οι οποίοι έψαχναν απεγνωσμένα ή εκλιπαρούσαν για μια θέση ή οποιαδήποτε εργασία ώστε η οικογένειά τους να εξασφαλίσει τον επιούσιο. Οι κάτοικοι της υπαίθρου τουλάχιστον μπορούσαν να τραφούν με τα ελάχιστα που τους προσέφερε η γη.
Η συγκεκριμένη επιστολή φέρει ημερομηνία 6 Αυγούστου 1554 και αφορά την οικογένεια του αείμνηστου Ραφαήλ Χριστιανού (de Christiani) πολίτη (citadino) Αμμοχώστου. Ο Ραφαήλ είχε πεθάνει και η οικογένειά του έμεινε ορφανή μη έχοντας πόρους να ζήσει. Οι δυο γιοι του Ιωάννης και Νικόλαος θέλησαν να αποταθούν στις βενετικές αρχές ζητώντας κάποια θέση εργασίας για τον αδελφό τους Ζαχαρία ώστε να στηρίξει όλη την οικογένεια. Ο Ζαχαρίας φαίνεται να ήταν ο πιο μεγάλος αδελφός και πρέπει να ήταν και εγγράμματος, γι' αυτό ζητούσαν οι δύο αδελφοί του να διοριστεί στο βαϊλάτο της Καρπασίας, είτε ως γραμματέας του βαΐλου είτε ως βοηθός του. Τα πιο πάνω τέσσερα έγγραφα που αναλύσαμε και σχολιάσαμε μας προσέφεραν εικόνες από την καθημερινότητα της εποχής και τον τρόπο ζωής των προγόνων μας, πώς λειτουργούσε η δικαιοσύνη αλλά κυρίως αντιληφθήκαμε την όψη της φτώχειας και της ανέχειας που απλωνόταν παντού.



ΛΕΖΑΝΤΑ : Ο Ιάκωβος Meftacha μπορούσε να υπηρετήσει και σε κάποιο σώμα του ελαφρού ιππικού, για να επιβιώσει και να στηρίξει την οικογένειά του.