Παράθυρο logo
Generation X
Δημοσιεύθηκε 28.11.2016
Generation X

Γράφει η Αγγελική ΜΚ Αθανασιάδη


«Η περιπέτεια χωρίς κίνδυνο είναι σαν την Disneyland». Αυτός είναι ο τίτλος του 29ου κεφαλαίου του περίφημου βιβλίου του Douglas Coupland «Generation X: Tales for an Accelerated Culture» και αναμφίβολα σκιαγραφεί ένα από τα χαρακτηριστικά μιας ολόκληρης γενιάς, της γενιάς «X». Δημογραφικά η γενιά αυτή προσδιορίζεται με βάση τη χρονολογία γέννησης από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μέχρι και το 1980, ενώ ιδεολογικά κατάφερε να ισορροπήσει με επιδεξιότητα ανάμεσα στο «Nevermind» των «Nirvana» και το «The Battle of Los Angeles» των «Rage Against The Machine». Οι μελετητές της ιστορίας σε σχέση με την κοινωνική της διάσταση υποστηρίζουν ότι οι διαδοχικές γενιές εμπίπτουν σε ένα από τα τέσσερα βασικά αρχέτυπα και αντιστοιχούν σε έναν από τους τέσσερις επαναλαμβανόμενους κύκλους κοινωνικής κατάστασης. Τα αρχέτυπα αυτά είναι του προφήτη, του νομά, του ήρωα και του καλλιτέχνη και οι κύκλοι είναι η κορύφωση, η αφύπνιση, η αμφισβήτηση και η κρίση. Η γενιά «X» εμπίπτει στην τελευταία αρχετυπική μορφή, αυτήν του καλλιτέχνη-δημιουργού, με τη γενικότερη θεωρητική έννοια του όρου, ενώ παράλληλα επιβίωσε αλλά και επιβιώνει ακόμα μέσα σε μια κοινωνία σε παρατεταμένη κρίση.


Στριμωγμένη ανάμεσα στη γενιά του baby boom και αυτή της νέας χιλιετίας (the millennials) η άγνωστη γενιά, όπως πολύ συχνά αποκαλείται, κατάφερε να αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια της στον τομέα της οπτικής επικοινωνίας. Όχι μόνον υπήρξε άξιος συνεχιστής μιας τέχνης και μιας παράδοσης αιώνων, αλλά ταυτόχρονα πιστώνεται και με το επικό άλμα από την αναλογική στην ψηφιακή τεχνολογία, τόσο στον τομέα του σχεδιασμού όσο και σε αυτόν των μέσων παραγωγής. Οι μεγάλοι στο πλήθος και την αξία σχεδιαστές της γενιάς αυτής κατάφεραν να αφομοιώσουν γνώσεις και πείρα πολλών δεκαετιών και παράλληλα να συγγράψουν πολλά νέα κεφάλαια στο βιβλίο της ιστορίας των γραφικών τεχνών, αξιοποιώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα, όπως αυτά σμιλεύτηκαν από τις θυελλώδεις καταστάσεις της εποχής τους.


Συχνά χαρακτηρίζονται ως ατομικιστές, ενώ στη ουσία είναι ανεξάρτητοι, πολυμήχανοι και αυτάρκεις. Εκτιμούν την ελευθερία, αλλά και την υπευθυνότητα στο χώρο εργασίας, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που θρέφουν μια περιφρόνηση για την εξουσία και το δομημένο ωράριο εργασίας, ειδικά όταν αυτά στέκονται εμπόδια στην ελεύθερη έκφραση της δημιουργικότητάς τους. Όντας κατ' ουσίαν η πρώτη γενιά που μεγάλωσε με τους υπολογιστές, η τεχνολογία είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη ζωή τους και αυτό τους έδωσε ένα πρόσθετο πλεονέκτημα σε σχέση με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και τη χρήση τους στην οπτικοποίηση της πληροφορίας. Έχοντας ζήσει σε δύσκολες οικονομικές περιόδους κατά το παρελθόν, αλλά και το παρόν οι σχεδιαστές της γενιάς αυτής τείνουν να είναι περισσότερο ευέλικτοι επαγγελματικά και λιγότερο αφοσιωμένοι σε έναν μόνον εργοδότη. Τους αρέσει να ολοκληρώνουν τα πράγματα με τους δικούς τους όρους, ενώ είναι προθυμότεροι στο να αλλάξουν εργασία ακολουθώντας νέους δρόμους και αναζητώντας νέες προοπτικές, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στη δουλεία τους. Πολλές φορές μπορεί να φαντάζουν κυνικοί ή επικριτικοί, αλλά εν μέρει αυτό οφείλεται στην τελειομανία που αποτελεί δεύτερη φύση του επαγγέλματός τους. Ως αιώνιοι έφηβοι αποζητούν την αναγνώριση, αλλά όχι απαραίτητα και την επιβράβευση.


Το πιο σημαντικό όμως σε αντίθεση με τις προηγούμενες γενιές οι σχεδιαστές της «Άγνωστης» γενιάς εργάζονται για να ζήσουν και δεν ζουν για να εργάζονται. Εκτιμούν την καλή διάθεση στον χώρο εργασίας και το φιλικό περιβάλλον και μπορούν για τον λόγο αυτόν να εργαστούν αποδοτικότερα συνδυάζοντας το ταλέντο και τη δημιουργικότητά τους με τη σκληρή δουλειά φροντίζοντας όμως να κρατούν την ισορροπία ζωής - εργασίας.