Αγαπητή Ελένα

Μαρία Χαμάλη Δημοσιεύθηκε 16.12.2019

Συγγραφέας: Λουντμίλα Ραζουμόβσκαγια


Μετάφραση: Βικτώρια και Ειρήνη Χαραλαμπίδου

Σκηνοθεσία: Νίκος Νικολαΐδης

Παραγωγή: Θέατρο Σκάλα

 Ένα έργο της μεταιχμιακής Σοβιετικής Ένωσης, την περίοδο που κυριαρχούσε το συγκρουσιακό κλίμα ανάμεσα στον τελματωμένο σοσιαλισμό και την περεστρόικα του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, επέλεξε ως εναρκτήριο έργο του το Θέατρο Σκάλα. Το έργο της βραβευμένης Λουντμίλα Ραζουμόβσκαγια, γραμμένο το 1980 και απαγορευμένο στη χώρα της μέχρι το 1987, φέρνει επί σκηνής το έκρυθμο κλίμα και τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στην παλαιότερη και τη νέα ανερχόμενη γενιά, μέσα στο σαλόνι μιας καθηγήτριας Μαθηματικών. Η Ελένα, μια γυναίκα μοναχική, γαλουχημένη με τα ιδεώδη μιας άλλης εποχής, αλλά και φανατικά πιστή σε αξίες όπως η ηθική και η δικαιοσύνη, δέχεται στο σπίτι της την επίσκεψη τεσσάρων μαθητών της. Αυτό που εκ πρώτης όψεως δείχνει ως μια αθώα επίσκεψη με αφορμή τη μέρα των γενεθλίων της, εξελίσσεται σταδιακά σε ένα απρόβλεπτο παιχνίδι ψυχικής και σωματικής βίας και επιβολής, αφού η επιδίωξη των μαθητών είναι να της αποσπάσουν το κλειδί στα γραπτά των εξετάσεων ούτως ώστε να εξασφαλίσουν μια εύκολη και σίγουρη πρόσβαση στο πανεπιστήμιο. Όμηρος στο ίδιο της το σπίτι, η Ελένα, μέσα από μια οδυνηρή συνειδητοποίηση του αγεφύρωτου χάσματος που τη χωρίζει από τη νέα γενιά, αποδεικνύεται μια σθεναρή αντίπαλος η οποία αρνείται να ενδώσει στη νέα τάξη πραγμάτων, οδηγώντας την κατάσταση στα άκρα, σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι που δεν φαίνεται να αναδεικνύει νικητές.

Το 40 ετών, πια, έργο της Ραζουμόβσκαγια, εκτός από τις κατά τόπους βολικές και μη πειστικές συνθήκες που δημιουργεί (η επίσκεψη των μαθητών στο σπίτι μιας καθηγήτριας με την οποία δεν υπάρχει καμία οικειότητα, η υπερβολική αφέλεια της Ελένα, η σίγουρη αποτυχία του σχεδίου των μαθητών αφού εύκολα μπορούσαν να αποκαλυφθούν με ολέθριες συνέπειες κ.λπ.), αλλά και τη συχνή φιλοσοφική ρητορεία που αγγίζει τα όρια της φλυαρίας, σήμερα μπορεί σκηνικά να σταθεί πρωτίστως ως ένα δυνατό ψυχολογικό θρίλερ το οποίο κτίζεται σταδιακά μέσα από τον λεκτικό και σκηνικό ρεαλισμό του και, δευτερευόντως, ως ένα συμβολικό έργο για κάθε μεταιχμιακή εποχή ή κοινωνία, θίγοντας ταυτόχρονα τη συγκρουσιακή σχέση ανάμεσα στην παλαιότερη και νεότερη γενιά, αλλά και την πλήρη αποτυχία της παιδείας να λειτουργήσει ως μέσο εκπολιτισμού των νέων.
Παράσταση με ένταση: Παρά τις επιμέρους αδυναμίες, το έργο κρατά τον θεατή σε αγωνία μέχρι το τέλος και τον αφήνει να προβληματιστεί σχετικά με τη διαχρονικότητά του

Σε αυτά τα δύο στοιχεία επικεντρώθηκε και η ανάγνωση του Νίκου Νικολαΐδη, ο οποίος ενώ δίνει μια παράσταση καθαρού σκηνικού ρεαλισμού, φροντίζει να περάσει τα αιχμηρά σημεία του έργου στο σύγχρονο κοινό. Χωρίς περιττά σκηνοθετικά ευρήματα χτίζει σταδιακά την ατμόσφαιρα και το κλίμα ενός ψυχολογικού θρίλερ, το οποίο ανεβάζει ρυθμικά και σταθερά τις εντάσεις του μέσα από τις διαρκείς ανατροπές, κρατώντας έτσι αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Η σκηνοθεσία του βασίζεται πρωτίστως στην καθοδήγηση της ομάδας των ηθοποιών, ενώ πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας παίζει η μουσική. Οι εύστοχες μουσικές επιλογές του Βαλεντίνου Βαλιαντή τονίζουν το χάσμα που χωρίζει την Ελένα (βαλς, κλασική μουσική, όπερα) από τη νέα γενιά (ροκ, μέταλ), αλλά συμβάλλουν σημαντικά και στην ίδια τη δράση με αποκορύφωμα τη σκηνή της «διάλυσης» του διαμερίσματος υπό τους ήχους της εκκωφαντικής μουσικής. Το λιτό και λειτουργικό σκηνικό του Λάκη Γενεθλή δημιουργεί εύστοχα και ρεαλιστικά τους χώρους του σπιτιού της Ελένα όπου διαδραματίζεται η δράση (σαλόνι, κουζίνα, τουαλέτα), ενώ η απουσία διαχωριστικών τοίχων προσδίδει στην παράσταση μια αίσθηση αφαιρετικότητας. Ωστόσο, αυτός ο νοητός διαχωρισμός των χώρων, ο οποίος βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό πάνω στον φωτισμό που εξυπηρετούσε κυρίως την απομόνωση της δράσης, δεν λειτούργησε όσο θα έπρεπε, εξαιτίας της έλλειψης, συχνά, συντονισμού ανάμεσα στον φωτισμό και τη δράση, όπως επίσης και στην αμηχανία των ηθοποιών να λειτουργήσουν με φυσικότητα τις στιγμές που βρίσκονταν μεν επί σκηνής, αλλά εκτός δράσης. Επιπλέον, η λειτουργικότητα του σκηνικού αποδυναμώθηκε λόγω της αναγκαστικής προσαρμογής του στην αχανή σκηνή του Θεάτρου Δέντρο, το μέγεθος της οποίας δεν άφηνε να δημιουργηθεί το αίσθημα του εγκλεισμού που βιώνει η Ελένα.

Ο Νίκος Νικολαΐδης έκανε καίριες επιλογές ως προς την ομάδα ηθοποιών του και τους καθοδήγησε προς μια ρεαλιστική υποκριτική ερμηνεία (ίσως με μια γενικότερη υπερβολή στην κινητικότητα στη σκηνή και στη σωματικότητα), αφήνοντάς τους χώρο να κτίσουν σταδιακά πέντε ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Ταιριαστοί εξωτερικά, τόσο ηλικιακά όσο και εμφανισιακά (στοιχείο στο οποίο συνέβαλαν και τα προσεκτικά επιλεγμένα κοστούμια του Λάκη Γενεθλή), οι πέντε ηθοποιοί κατόρθωσαν, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, να δημιουργήσουν ένα πειστικό προφίλ του χαρακτήρα που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν. Η έμπειρη Μόνικα Μελέκη δίνει με την ερμηνεία της τη συστολή, την αφέλεια, την πραότητα, την αυτοπειθαρχία και την εγκράτεια που χαρακτηρίζει την Ελένα, παρόλο που κάποιες στιγμές η ηρεμία αυτή μοιάζει υπερβολική μπροστά στις ακραίες συνθήκες που βιώνει η ηρωίδα. Αντιθέτως, η ερμηνεία της δείχνει να γίνεται πιο φυσική και πιο πειστική προς το τέλος, όταν πια η ηρωίδα φτάνει στην κορύφωσή της, ενώ είναι αποφασισμένη να οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα, αρνούμενη να προδώσει τα δικά της πιστεύω. Ο Φώτης Φωτίου βρίσκει έναν εσωτερικό ρυθμό στην ερμηνεία του πιο πολύ στις ήρεμες στιγμές του Πάβελ, ενώ οι εντάσεις του εκδηλώνονται περισσότερο εξωτερικά και κινητικά. Ο Ηλίας Ανδρέου κατορθώνει να δώσει με την ερμηνεία του την «κωμική τραγικότητα» του Βίτια αποφορτίζοντας κάποιες στιγμές το κλίμα (αν και δεν αποφεύγει την υπερβολή, ιδιαίτερα τις στιγμές που βρίσκεται υπό την επήρεια του αλκοόλ), ενώ δίνει πολύ εύστοχα τη μετάβαση του ήρωα από τη μέθη στη νηφαλιότητα και την τραγική συνειδητοποίηση των όσων συνέβησαν στο σπίτι της Ελένα. Αν και δείχνει να είναι ο πιο γραφικός χαρακτήρας του έργου, τον οποίο κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά, εν τέλει είναι ο μόνος που επαναστατεί στον Βαλόντια και μένει τελευταίος δίπλα στην Όλια. Η Ιλιάνα Νικολαΐδου στον ρόλο της Όλια, της νέας γυναίκας που στερήθηκε πολλά και απλώς θέλει να περάσει καλά στη ζωή της, στην αρχή τονίζει με έντονη εξωστρέφεια και υπερβολική σωματικότητα την ηρωίδα, στην τελική σκηνή, ωστόσο, κερδίζει τον θεατή με την ερμηνεία της. Ο Ανδρέας Δανιήλ στον ρόλο του ηθικού αυτουργού Βαλόντια, του διεφθαρμένου νέου που θέλει να γίνει διπλωμάτης και κατορθώνει με τη δύναμη της πειθούς να χειρίζεται και να χρησιμοποιεί τους υπόλοιπους, δείχνει να είναι ο πιο εύστοχος υποκριτικά, δίνοντας στην ερμηνεία του ισορροπημένες δόσεις έντασης και ηρεμίας, σωματικότητας και εκφραστικότητας, αποκαλύπτοντας με αυτοπεποίθηση και πειστικότητα την ηθική διαστροφή του ήρωα.

Παρά τις όποιες επιμέρους αδυναμίες, ο Νίκος Νικολαΐδης και η ομάδα του Θεάτρου Σκάλα δίνουν μια παράσταση με ένταση, η οποία κρατά τον θεατή σε αγωνία μέχρι το τέλος, ενώ τον αφήνει να προβληματιστεί για το πώς ένα έργο που γράφτηκε για τη Σοβιετική Ένωση του ’80 μπορεί να μιλήσει στη σημερινή μεταβατική, ασαφή και συχνά αδιέξοδη εποχή μας.



 

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;