Κύπριοι πρόσφυγες στη Βενετία μετά την οθωμανική κατάκτηση της πατρίδας τους

Νάσα Παταπίου Δημοσιεύθηκε 7.6.2021

Μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς (1570-1571), όπως συμβαίνει πάντα με τους πολέμους,  φονεύθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν άνθρωποι, κόσμος ξεριζώθηκε από τις εστίες του, προκλήθηκε παρακμή και έγιναν ανακατατάξεις και ανατροπές και τα δεινά του πολέμου είχαν ως επακόλουθο τη φυγή πολλών κατοίκων της μεγαλονήσου σε άλλες χώρες. Έτσι, κάποιοι οι οποίοι γλύτωσαν από τη σπάθη του εχθρού πήραν τον δρόμο μακριά από την κατεχόμενη πατρίδα τους, για να ζήσουν, είτε στις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές, όπως τα Επτάνησα ή την Κρήτη, είτε κυρίως στην πόλη των τεναγών Βενετία. Τιτλούχοι, άρχοντες, φεουδάρχες, μέλη του ελαφρού ιππικού, ή μισθοφόροι στρατιώτες που πολέμησαν στην Κύπρο το 1570-1571, αλλά και απλός κόσμος, κατέφυγαν στη Βενετία ή σε περιοχές οι οποίες  βρίσκονταν στην επικράτειά της και αναζήτησαν πλέον ως πρόσφυγες στήριξη από τη Γαληνοτάτη. Μέσα από την αρχειακή έρευνα ζωντανεύουν παραστατικές εικόνες τι είχε βιώσει ο καθένας, στοιχεία τα οποία απαντούν στα αιτήματά τους στον Πάπα ή στις βενετικές αρχές,  στα οποία αιτήματα  φρόντιζαν να αποτυπώνουν την απόγνωσή τους ώστε να αισθανθούν οι παραλήπτες τους τι σήμαινε  πρόσφυγας, ανέστιος και πένης. Χήρες και ορφανά, σύζυγοι και πατέρες, εκλιπαρούσαν για ένα βοήθημα, μια σύνταξη, μια εργασία, μια στέγη, ένα ρούχο να φορέσουν,  ή ακόμη τον επιούσιο.


Μέλη από τις πιο  σημαντικές κυπριακές  οικογένειες που είχαν τη δυνατότητα να σπουδάσουν στο περίφημο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας συνέταξαν λόγους, τους οποίους  απηύθυναν στον δόγη για να συγκινηθεί και να στηρίξει τους Κύπριους πρόσφυγες. Αναφέρουμε ενδεικτικά τον  λόγιο Ιωάννη Ποδοκάθαρο που συνέταξε έναν τέτοιο λόγο μόλις απελευθερώθηκε από την αιχμαλωσία και αφίχθηκε στη Βενετία, τον οποίο ανέγνωσε ενώπιον του δόγη Alvise Mocenigo. Επίσης, έναν εμπνευσμένο λόγο απηύθυνε ενώπιον του δόγη Σεβαστιανού Venier και θριαμβευτή της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου,  ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Πάδοβας και θεωρητικός του θεάτρου  Ιάσονας Δενόρες. Οι Κύπριοι πρόσφυγες απηύθυναν επιστολές στον πάπα, στον δόγη, σε βασιλείς ή  σε μονάρχες για να τους ενισχύσουν οικονομικά, ώστε να μπορέσουν να καταβάλουν λύτρα για  απελευθέρωση των  αιχμαλώτων συγγενών τους. Επίσης, ζητούσαν τη σχετική άδεια  που όφειλαν να έχουν ώστε να περιηγηθούν πόλεις και χωριά για να συγκεντρώσουν με ελεημοσύνες χρήματα για να απελευθερώσουν, άλλοι τα παιδιά τους, άλλοι τις συζύγους ή άλλες τους συζύγους  του, ή και άλλους συγγενείς τους. Κάποιοι άλλοι αναζητούσαν εναγωνίως τα ίχνη των δικών τους που χάθηκαν. Οι έμποροι ή οι ταξιδιώτες που επέστρεφαν  από την Ανατολή και όσοι κατέφθαναν  κατά καιρούς ελεύθεροι μετά από αιχμαλωσία, είχαν κάτι να πουν ή να δώσουν κάποια πληροφορία για αιχμαλώτους που τους αναζητούσαν οι δικοί τους, ή ακόμα και για όσους σκοτώθηκαν στον πόλεμο, γεγονός που αγνοούσαν οι συγγενείς τους.

Πάλαι ποτέ άρχοντες της Κύπρου που με μεγάλη άνεση κατέβαλαν δέκα χιλιάδες  δουκάτα για να οικοδομηθεί ένας προμαχώνας των οχυρώσεων της Λευκωσίας,  μετά τον πόλεμο  εκλιπαρούσαν για την απελευθέρωση των δικών τους, ζητώντας από τις βενετικές αρχές να δώσει πίσω Οθωμανούς αιχμαλώτους ώστε να γίνει ανταλλαγή. Ο Tutio Costanzo, που οικοδόμησε τον ομώνυμο προμαχώνα, με αίτημά του ζητούσε να γίνει μια τέτοια ανταλλαγή για να ελευθερωθεί μια θυγατέρα του, που για οκτώ χρόνια ήταν σκλάβα σε οθωμανικά χέρια. Μέλη των περίφημων οικογενειών  των Ποδοκάθαρων ή των Συγκλητικών που κατείχαν φέουδα και υψηλές διοικητικές  θέσεις παρακαλούσαν μετά τον πόλεμο για μια θέση στα βενετικά στρατιωτικά σώματα για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην.  Υπήρχαν, ωστόσο, και κάποιοι Κύπριοι άρχοντες που, ενώ ο πόλεμος τους αποστέρησε τα πάντα, κατόρθωσαν τελικά να αναδειχθούν με το εμπόριο ακόμη πιο πλούσιοι, όπως οι οικογένειες Φίνη, Σοδερίνη, Φλαγκίνη κ. ά.  Στο σημερινό μας δημοσίευμα θα αναφερθούμε σε κάποια αιτήματα προσφύγων τα οποία δεν έτυχε να  σχολιάσουμε στο παρελθόν. Αποτελούν και αυτά εικόνες ή σπαράγματα του φοβερού εκείνου πολέμου, ή στοιχεία μικροϊστορίας  που έφερε στην επιφάνεια η αρχειακή έρευνα.

Αιτήματα Κυπρίων προσφύγων

Είχαν περάσει εννέα χρόνια από τότε που η Κύπρος έπεσε στην εξουσία των Οθωμανών και ο  Ιάκωβος Πόντιος (Pontio), πρόσφυγας από τη  Λευκωσία, ζούσε στη Βενετία. Με την κατάληψη της Λευκωσίας το 1570 χάθηκαν τα ίχνη της συζύγου του και των παιδιών του, που πρέπει μάλλον να ζούσαν αιχμάλωτοι στα χέρια του εχθρού,  πολύ πιθανόν σε κάποια περιοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο μόνος τρόπος για απελευθέρωσή τους ήταν τα λύτρα, τα οποία ωστόσο δεν διέθετε.  Ζήτησε τότε από τον αδελφό του τον μοναχό Ιωνά που ήταν εκπρόσωπός του να διενεργήσει ελεημοσύνη από τους χριστιανούς για να συγκεντρωθούν χρήματα για την απελευθέρωση των μελών της οικογένειάς του. Απαραίτητη προϋπόθεση για κάτι τέτοιο ήταν μία επίσημη άδεια, ώστε με αυτό τον τρόπο να συγκεντρωθούν χρήματα. Τελικά ο αδελφός του, ο μοναχός Ιωνάς, εξασφάλισε  τη σχετική άδεια από τον σεβασμιότατο Alberto Bolognese, λεγάτο του Πάπα στη Βενετία. Δεν γνωρίζουμε τι αποτέλεσμα είχαν οι ενέργειες του Κύπριου πρόσφυγα  για την απελευθέρωση της συζύγου και των παιδιών του. Η  ελεημοσύνη όμως και τα αιτήματα στους ισχυρούς για οικονομική ενίσχυση ήταν τα μόνα μέσα για  εξασφάλιση χρημάτων, τα οποία  θα  καταβάλλονταν ως λύτρα  απελευθέρωσης.

Το έτος 1579, ο Κύπριος Αντώνιος (Antonio da Cipro), ως πρόσφυγας και αυτός,  ζήτησε με αίτημά του τη βοήθεια της Γαληνοτάτης,  το οποίο τελικά εγκρίθηκε. Ο Αντώνιος από την Κύπρο είχε υπηρετήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα  ως γραφέας σε καράβι της Γαληνοτάτης, αλλά πλέον ήταν σε μεγάλη ηλικία και είχε και προβλήματα υγείας. Χρειαζόταν όμως μια εργασία για να παντρέψει τις δύο θυγατέρες του. Η βενετική Σύγκλητος  θέλησε να βοηθήσει τον Κύπριο πρόσφυγα και τον διόρισε στη γραμματεία του φρουρίου της Ιεράπετρας στην Κρήτη.

Από έγγραφο της 9ης Ιουνίου του 1580,  μας έγινε γνωστή η περιπέτεια του Πέτρου Σιδεροπούγκη (Sideropungi), ενός άλλου Κυπρίου πρόσφυγα εξαιτίας του πολέμου της Κύπρου. Καταγόταν από το χωριό  Achiero και πολύ πιθανόν να πρόκειται για το χωριό Αχερίτου. Για να λάβει κάποια ενίσχυση, ο Κύπριος πρόσφυγας έπρεπε κάποιοι συμπατριώτες του, οι οποίοι τον γνώριζαν καλά, να πιστοποιήσουν τα στοιχεία του και τα όσα ανέφερε στο αίτημά του. Οι Κύπριοι αυτοί μάρτυρες  ήταν ο Καλσεράς του Αντώνιου από τη Λευκωσία, ο Γεώργιος του Πέτρου από τη Λεμεσό και ο Βιτζέντζος Castriccio, επίσης από την Κύπρο, οι οποίοι επιβεβαίωναν  ενόρκως τα όσα ανέφερε στο αίτημά του ο Πέτρος  Σιδεροπούγκης. Οι μάρτυρες  πιστοποίησαν ότι γνώριζαν πάρα πολύ καλά τον Κύπριο πρόσφυγα που υπέβαλε το αίτημα, γιατί έζησαν όλοι μαζί φρικτά χρόνια αιχμαλωσίας. O Πέτρος αρχικά  μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Θεσσαλονίκη και μετά στο Αργυρόκαστρο, και ήταν σκλάβος του αγά Τσελεπή. Επεχείρησε δύο φορές να δραπετεύσει, αλλά τη δεύτερη φορά τον ακρωτηρίασαν κόβοντάς του το ένα χέρι. Τελικά κατάφερε, δοκιμάζοντας για τρίτη φορά, να δραπετεύσει και το κατόρθωσε, αλλά η σύζυγός του, ο γιος του και η αδελφή του βρίσκονταν ακόμη  σκλάβοι στους Οθωμανούς. Αίτημά του ήταν η οικονομική ενίσχυση για να τους απελευθερώσει.

Ένας μεταξύ των Κυπρίων φεουδαρχών και ευγενούς καταγωγής που ζήτησε βοήθεια με αίτημά του από τη Δημοκρατία της Βενετίας, ήταν και ο Αλμπέρτος  Καριώτης. Πρόκειται για μέλος πολύ γνωστής κυπριακής οικογένειας που άφησε τα ίχνη της στη μεγαλόνησο. Αναφέρουμε ενδεικτικά ότι στο εκκλησάκι της Παναγίας της Γλυκιώτισσας, έξω από την Κερύνεια,  υπάρχει η επιτύμβια πλάκα του Καίσαρα Καριώτη, γιου του Μάρκου, που  αναφέρεται ως βάιλος  της Λαπήθου. Επίσης, σε εικόνα της Αγίας Μαύρης από την Κυθρέα, που πλέον θεωρείται χαμένη από το  1974, σύμφωνα με επιγραφή που έφερε, δωρητής της ήταν ο Μανουήλ Καριώτης, γιος επίσης του προαναφερόμενου Μάρκου, βαΐλου της Λαπήθου. Μάρτυρες στο αίτημα του  Αλμπέρτου  Καριώτη υπογράφουν μέλη πολύ γνωστών οικογενειών της Κύπρου, όπως οι: Muzio Costanzo, Μάρκος του Ιωάννη Vernin, Πέτρος του Ιωάννη  Μουσκόρνο, Γιαννούτσιος Ράμεσης, Ιερώνυμος Μαρτσέλλος, Αντώνιος Querini  και Άγγελος του Καίσαρα Polo. Οι μάρτυρες, μεταξύ άλλων, διαβεβαίωναν ότι γνώριζαν πολύ καλά και για πολλά χρόνια τον Αλβέρτο Καριώτη και ότι ανήκε πράγματι στους ευγενείς και φεουδάρχες (nobile e feudatario) της Κύπρου. Έχασε όλη την περιουσία του εξαιτίας του πολέμου και ζούσε πρόσφυγας σε μεγάλη δυστυχία. Το πιο σημαντικό είναι ότι δεν διέθετε τα μέσα για να καταβάλει λύτρα για να ελευθερώσει τους  τέσσερις γιους του   που ήταν σκλάβοι. Οι μάρτυρες εισηγούνταν ότι ήταν δίκαιο να ενισχυθεί. Επίσης, ανέφεραν ότι υπήρχε ελπίδα να  ενισχυθεί από τον Πάπα, ο οποίος πάντοτε εξέφραζε συμπάθεια στο έθνος των Κυπρίων. Τέλος, μία άλλη ενδιαφέρουσα πληροφορία που αφορά στον Αλβέρτο Καριώτη,είναι ότι το όνομά του αναφέρεται το 1567 μεταξύ των υποψηφίων για την πλήρωση του επισκοπικού θρόνου Λευκάρων- Λεμεσού.

Τα πιο πάνω αιτήματα, οι αγωνίες και οι αγώνες των Κυπρίων προσφύγων που ζητούσαν ενίσχυση  από τη Γαληνοτάτη   και μοχθούσαν να μάθουν για την τύχη των δικών τους μετά τον πόλεμο, και εάν ήταν  αιχμάλωτοι να τους απελευθερώσουν,  ανακαλούν στη μνήμη τα όσα βιώσαμε και ακόμη βιώνουμε με την εισβολή και κατοχή του βόρειου τμήματος της πατρίδας μας  και κυρίως σε ό,τι αφορά στο τόσο τραγικό θέμα των αγνοουμένων…

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;