Οξυγόνο

Μαρία Χαμάλη Δημοσιεύθηκε 22.5.2022

Συγγραφέας: Ιβάν Βιριπάγιεφ


Παραγωγή: Σόλο για Τρεις

Σκηνοθεσία: Χριστόδουλος Ανδρέου

Μετάφραση: Αναστασία Δημητριάδου

Από τους σημαντικότερους συγγραφείς του ρωσικού κινήματος Νέου Δράματος, ένα κίνημα που δημιουργήθηκε από ανήσυχους καλλιτέχνες, κυρίως της επαρχίας, οι οποίοι γεννήθηκαν τη δεκαετία του '70 και αποτέλεσαν τη γενιά που απορρόφησε τις αλλαγές που έφερε η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η κατάρρευση του σοσιαλισμού, ο Ιβάν Βιριπάγιεφ ταράζει τα νερά της σύγχρονης ρωσικής δραματουργίας δημιουργώντας έργα με μια ρηξικέλευθη σκηνική γλώσσα, η οποία αντιτίθεται στις τεχνικές και τις συμβάσεις του κλασικού θεάτρου, γι' αυτό και συχνά χαρακτηρίζονται ως μεταθεατρικά. Με το έργο «Οξυγόνο», γραμμένο το 2002, ο Βιριπάγιεφ εκθέτει, χωρίς να εισδύει ιδιαίτερα σε αιτίες ή να προτείνει λύσεις, τις παθογένειες της μετα-σοβιετικής Ρωσίας, οι οποίες κληροδότησαν στη νέα γενιά υπαρξιακή σύγχυση και αποπροσανατολισμό, αφήνοντάς τη να ασφυκτιά μέσα σε έναν κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο μάταιος, πιο ανέλπιδος: βία, αλκοόλ, ουσίες, πατριαρχία, γυναικοκτονίες, υπερκαταναλωτισμός, πολιτική διαφθορά, τρομοκρατία, εγκληματικότητα, ανεργία, διάλυση του οικογενειακού ιστού. Η ιδιαιτερότητα, ωστόσο, του έργου, δεν έχει να κάνει τόσο με τη θεματολογία του, όσο με τον τρόπο δόμησής του. Χωρίς να έχει συγκεκριμένη αρχή, μέση και τέλος, το έργο ακολουθεί τη φόρμα και τους τεχνικούς όρους της μουσικής, ενώ τα θέματα αυτά προκύπτουν μέσα από σκόρπιες και αποσπασματικές ιστορίες οι οποίες, στην ουσία, έρχονται να ανατρέψουν τις δέκα θρησκευτικές εντολές που προλογίζουν την κάθε ιστορία. Οι εντολές μεταμορφώνονται σε δέκα μουσικές και λεκτικές συνθέσεις, οι οποίες έχουν τίτλο, τρία κουπλέ, ένα ρεφρέν (που επαναλαμβάνεται πολλές φορές, γεγονός που δίνει ρυθμό, μουσικότητα και ποιητικότητα στον λόγο), και ένα φινάλε. Έτσι, η μουσική στο έργο αυτό δεν είναι συμπληρωματική αλλά αποτελεί τον βασικό πρωταγωνιστή. Οι ιστορίες είναι σπονδυλωτές, ο λόγος αποσπασματικός και αφηγηματικός, ενώ συνδυάζει με έναν πρωτότυπο τρόπο τη βιβλική αρχαΐζουσα γλώσσα με την καθημερινή, συχνά βλάσφημη, γλώσσα της καθημερινότητας.

Ο ανήσυχος, νέος και πολλά υποσχόμενος σκηνοθέτης Χριστόδουλος Ανδρέου, ο οποίος έδειξε ήδη με την πρώτη του δουλειά στην Κύπρο με τίτλο «Μουσική Δωματίου» όπου διερευνούσε τα όρια των σχέσεων κάτω από την πίεση του εγκλεισμού, ότι αφουγκράζεται την αγωνιώδη προσπάθεια της νέας γενιάς να βρει οξυγόνο και υπαρξιακή πυξίδα, επιχειρεί να αναμετρηθεί με το  δύσβατο και ετερόκλητο έργο του Ρώσου συγγραφέα, ξεφεύγοντας από τις συνήθεις επιλογές που βλέπουμε στις σκηνές τα τελευταία χρόνια (κυπριακά, ελληνικά, βρετανικά και αμερικανικά κατά βάση έργα) και ανοίγοντας, έτσι, τη ρεπερτοριακή βεντάλια του κυπριακού θεάτρου, σε μια, ομολογουμένως, δύσκολη περίοδο για τη Ρωσία. Συσπειρώνοντας κατά βάση καλλιτέχνες της δικής του γενιάς, δημιουργεί μια ομαδική δουλειά, αποδεικνύοντας ότι το πνεύμα συνεργασίας και η αισθητική σύμπλευση δεν μπορούν παρά να φέρουν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον αποτέλεσμα, γεγονός που δικαιώνει τη Μαρία Καρσερά και τη «Σόλο για τρεις» που πίστεψαν σε αυτή την παραγωγή. Στο αποτέλεσμα αυτό, κομβικής σημασίας είναι ο ρόλος τόσο της Αναστασίας Δημητριάδου στη μετάφραση και τη μουσική, όσο και της Λένας Σιταρά στη δραματουργία. Η μετάφραση της Αναστασίας Δημητριάδου κατορθώνει να δώσει τις λεπτές ισορροπίες του κειμένου ανάμεσα στα βιβλικά χωρία σε αρχαϊζουσα γλώσσα η οποία, εκφράζοντας τα παραδεδομένα «πρέπει», ακούγεται στιβαρή και αμετακίνητη, και την καθημερινή, αγοραία, διάτρητη και διαρκώς μεταβαλλόμενη γλώσσα της νέα γενιάς που αγωνίζεται να επαναστατήσει ενάντια στα πρέπει και να αρθρώσει δικό της, προσωπικό λόγο. Η μετάφραση δίνει τον ρυθμό και τη μουσικότητα του πρωτότυπου κειμένου, καθώς κινείται διαρκώς ανάμεσα στην πρόζα και την ποίηση. Η συμβολή της Λένας Σιταρά στη δραματουργία δημιουργεί γέφυρες επικοινωνίας του πολυεπίπεδου αυτού λόγου τόσο με τους ηθοποιούς, όσο και με το κοινό, καθιστώντας τον προσβάσιμο στους μεν και τους δε, τόσο μέσα από τη δυνατότητα εκφοράς του, όσο και μέσα από τη σκηνική/παραστασιακή του φόρμα.

Η Αναστασία Δημητριάδου πρωταγωνιστεί, επίσης, στην παράσταση και στον ρόλο της dj/μουσικού. Η γνωστή και ως NamaDama συνθέτης και performer δημιουργεί, μέσα από την παγκόσμια γλώσσα της μουσικής, τις 10 συνθέσεις του «άλμπουμ του κόσμου» με τίτλο «Οξυγόνο ή η επικαιρότητα του παρελθόντος στην ασφυξία του μέλλοντος», που στην ουσία έρχονται να αποδομήσουν τις 10 εντολές. Οι συνθέσεις της, πρωτότυπες μουσικά, με έντονα ηλεκτρονικό ήχο και επαναλαμβανόμενα μοτίβα (όπως ακριβώς συμβαίνει και με το ίδιο το κείμενο), ακροβατεί ανάμεσα στον λόγο και τη μουσικότητα, παρασύροντας την παράσταση και τον θεατή σε μια διαρκή επανάληψη η οποία όχι μόνο δεν κουράζει, αλλά λόγω της ιδιαίτερης και πρωτότυπης ερμηνείας της, οδηγεί σε ένα ποιητικό, θα έλεγα, αποτέλεσμα.

Η απουσία σκηνοθετικών οδηγιών στο κείμενο του Βιριπάγιεφ δίνει την ελευθερία στον κάθε σκηνοθέτη να αυτοσχεδιάσει και να δημιουργήσει το προσωπικό του όραμα πάνω στο έργο. Έτσι, ο Χριστόδουλος Ανδρέου τοποθετεί την dj μέσα σε ένα μπαρ, δίνοντάς της ταυτόχρονα και τον ρόλο της barwoman που λειτουργεί διαδραστικά με τα δύο πρόσωπα του έργου. Το σκηνικό περιβάλλον που δημιουργεί η Μικαέλλα Κάσινου μετάμορφώνει τον πάνω χώρο του Θεάτρου Χώρα σε ένα ρεαλιστικό μπαρ με στοιχεία από προηγούμενες δεκαετίες. Παρά το αξιόλογο σκηνικό της Κάσινου, έχω την αίσθηση ότι το τόσο ρευστό και αφαιρετικό, στη δομή, τη γλώσσα και τα νοήματά του, κείμενο του Βιριπάγιεφ, ασφυκτιά μέσα σε έναν τόσο ρεαλιστικό χώρο και έρχεται σε αντίθεση με το δυστοπικό τοπίο που δημιουργούν οι έξοχοι πίνακες του Γιώργου Γαβριήλ που περιβάλλουν τον χώρο και τους θεατές, πίνακες στους οποίους κανείς ξεχωρίζει το λογότυπο της Coca-Cola ως σύμβολο ενός υπέρτατου καταναλωτισμού. Ίσως, ένα πιο αφαιρετικό σκηνικό, λιγότερο συγκεκριμένο και αναγνωρίσιμο, να ταίριαζε περισσότερο σε ένα έργο όπου τίποτα δεν είναι αναγνωρίσιμο και τίποτα δεν είναι συγκεκριμένο. Αντίθετα, οι φωτισμοί του Βασίλη Πετεινάρη, με εξαίρεση τις στιγμές που σηματοδοτούν τις εναλλαγές των δέκα συνθέσεων, ενισχύουν το αντιρεαλιστικό στοιχείο του έργου αφού με το διάχυτο φως τους αφήνουν έκθετους όχι μόνο τους ηθοποιούς, αλλά και τους θεατές, αναγκάζοντάς τους να βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση, επιτυγχάνοντας, κατά κάποιο τρόπο, και ένα είδος συμμετοχής τους στην παραστασιακή πράξη.

Εκτός από τον ρόλο του/της dj, ο Βιριπάγιεφ μοιράζει τις ιστορίες του σε άλλους δύο ρόλους, έναν άνδρα και μια γυναίκα, οι οποίοι ακροβατούν ανάμεσα στα αρχέτυπα Εκείνος/Εκείνη και στους δύο σχηματικούς και χωρίς ψυχολογικό βάθος Άλεξ (άντρας) / Άλεξ (γυναίκα), γύρω από τους οποίους ξετυλίγεται μια ερωτική ιστορία. Έτσι, στο έργο ενυπάρχει μια υποκριτική αμφισημία: οι ηθοποιοί καλούνται να αφηγηθούν και να παρουσιάσουν ιστορίες ως Εκείνος και Εκείνη, κρατώντας απόσταση από τα γεγονότα, τους χαρακτήρες και τη διαδικασία μίμησης, ενώ εμβόλιμα μεταμορφώνονται και υποδύονται τον Άλεξ και την Άλεξ. Αυτή την υποκριτική εναλλαγή κατορθώνουν να μεταφέρουν επί σκηνής οι δύο ηθοποιοί, Αντωνία Χαραλάμπους και Φοίβος Παπακώστας, τόσο μέσα από τη σκηνοθετική γραμμή που ακολουθεί ο Χριστόδουλος Ανδρέου, όσο και μέσα από την καθοριστική συμβολή του Παναγιώτη Τοφή στην κίνηση. Οι δύο ηθοποιοί ακροβατούν ανάμεσα στην αφήγηση και τη μίμηση, μπαινοβγαίνουν διαρκώς στους ρόλους, συνδέονται και αποσυνδέονται. Όταν αφηγούνται απομακρύνονται και περιορίζεται ο καθένας στον χώρο του μικροφώνου του, όταν μιμούνται χρησιμοποιούν το μπαρ και όλο τον υπόλοιπο σκηνικό χώρο. Η κίνησή τους είναι ρυθμική ενώ, παρά το γεγονός ότι τα σώματά τους έλκονται και απωθούνται διαρκώς, η σκηνική τους χημεία είναι έκδηλη καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης. Η τριβή και εμπειρία της Αντωνίας Χαραλάμπους στο ρεαλιστικό θέατρο της δίνει ένα προβάδισμα στις σκηνές που καλείται να μιμηθεί την Άλεξ, ενώ ο Φοίβος Παπακώστας ξεχωρίζει ως «Εκείνος», ενώ κατορθώνει με εξαιρετική ακρίβεια και άνεση να ισορροπήσει ανάμεσα στον αφηγητή/performer και τον ηθοποιό.

Ο Χριστόδουλος Ανδρέου θέλησε να μεταφέρει το έργο στο «εδώ και τώρα» της κυπριακής κοινωνίας και της νέας γενιάς των Κυπρίων. Ο στόχος του επιτυγχάνεται, όχι τόσο μέσα από την τηλεοπτική προβολή εικόνων των παθογενειών της κοινωνίας μας (χούντα, εισβολή, κούρεμα, οικονομική κρίση, Cyprus Papers, ατιμωρησία, διαφθορά), οι οποίες μάλλον μένουν μετέωρες, επιφανειακές και ασύνδετες με τη φόρμα και το περικείμενο του ίδιου του έργου, όσο μέσα από την έμφαση που δίνει στη μουσική, τον λόγο και την ερμηνεία των ηθοποιών και τον τρόπο που τα τρία αυτά στοιχεία συνλειτουργούν και αλληλοσυπληρώνονται σε ολόκληρη την παράσταση. Μια παράσταση που αναδεικνύει τον φαύλο κύκλο όπου, η κάθε φορά παλιά γενιά οδηγεί την κάθε φορά νέα γενιά, σε ασφυξία. Μια παράσταση που αφήνει στον θεατή, ασχέτως αν ανήκει στη νέα ή παλιά γενιά, προβληματισμούς και ερωτήματα για βαθιά υπαρξιακά ζητήματα: για το πώς ζει, πώς η αδράνεια και η αμνησία στην κοινωνική και πολιτική ζωή τον οδηγεί σε προσωπική ασφυξία, τι του δίνει και τι του στερεί οξυγόνο, και τι κάνει τελικά για να το διεκδικήσει.

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;