Παραμύθι όγδοο από τα δώδεκα

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΗΘΕΙΝΟΣ Δημοσιεύθηκε 1.8.2022
Τα βλέμματα όσων απεικονίζονται στο έργο εκπέμπουν ψυχικό πάθος ανάλογο με τον ρόλο που κατέχουν στη σύνθεση

«Σύγχρονός του Απελλή υπήρξε ο Θηβαίος Αριστείδης. Αυτός πρώτος απ΄ όλους ζωγράφισε την ψυχή και απέδωσε τα αισθήματα του ανθρώπου, αυτά που οι Έλληνες ονομάζουν 'ήθη', καθώς και τα 'πάθη'»(1).

Πώς άραγε αντιλαμβάνονταν οι ζωγράφοι το ήθος και το πάθος πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια; Πώς ερμήνευαν το άυλο της ψυχής, πώς προσέγγιζαν κι εντέλει απεικόνιζαν στα έργα τους το αμυδρά διακρινόμενο ή το έκδηλο των συναισθημάτων και των χαρακτήρων;

Θεωρώ ότι μια από τις λίγες απαντήσεις που διασώθηκαν, υπάρχει στο θαυμάσιο Ψηφιδωτό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το μωσαϊκό που κατασκευάστηκε το 150 π.Χ. Ανακαλύφθηκε στην Πομπηία το 1831, και εκτίθεται στο Μουσείο της Νάπολης. Για να φτιαχτεί, χρησιμοποιήθηκαν περίπου ενάμισι εκατομμύριο χρωματιστές ψηφίδες και πιστεύεται ότι είναι ακριβές αντίγραφο ενός έργου του Φιλόξενου (2), «τον Φιλόξενο από την Ερέτρια, που ο αξεπέραστος πίνακάς του, ζωγραφισμένος για τον βασιλιά Κάσσανδρο, παρίστανε τη μάχη του Αλέξανδρου με τον Δαρείο», μας πληροφορεί και πάλι ο Πλίνιος.

4286022864163271 50-1
Το ψηφιδωτό του Μεγάλου Αλεξάνδρου (150 π.Χ.).

Δεν θα περιγράψω τον πίνακα (είναι εύκολο να τον αναζητήσει κανείς στο διαδίκτυο), θα προσεγγίσω μόνο τα σημεία τα οποία συνάδουν με τα ερωτήματά μας, αρχίζοντας από τα μάτια. Τα βλέμματα όσων απεικονίζονται στο έργο εκπέμπουν ψυχικό πάθος ανάλογο με τον ρόλο που κατέχουν στη σύνθεση: ο αγριεμένος Βουκεφάλας, καθώς καλπάζει εμπρός, κοιτάζει τον θεατή κατάματα εκφράζοντας έντονη, ανθρώπινη, θα έλεγα, αγωνία, για την ακεραιότητα του κύριου και αναβάτη του, ενώ στο αδρό προφίλ του Αλέξανδρου, το μάτι, μεγάλο κι άγρυπνο στη φουρτούνα της άγριας μάχης, εκτοξεύει σαν βέλος το βλέμμα σμικραίνοντας την απόσταση που τον χωρίζει από τον Δαρείο. Η μακεδονική σάρισα, προέκταση της σφιχτής, σιδερένιας παλάμης, διαπερνάει ένα ακόμα κορμί-εμπόδιο στον δρόμο του, κι ο αδελφός του Δαρείου, ο Οξειάρτης, σωριάζεται αιμόφυρτος στο έδαφος μαζί με το άλογό του· τραγική υπόκλιση υποταγής μιας μεγάλης δυναστείας στα πόδια του νεαρού βασιλιά. Το ελαφρώς ανασηκωμένο πάνω χείλος του Αλέξανδρου, σε συνδυασμό με το αμυδρό τράβηγμα της άκρης του στόματος, δηλώνουν περιφρόνηση και οίκτο προς τον αντίπαλο, δύο χαρακτηριστικά μεταξύ πολλών άλλων, που επιβεβαιώνουν οι ιστορικοί, για την ιδιοσυγκρασία του Αλέξανδρου. Κατακτητής και ζευγολάτης, εγωιστής και προσκυνητής, αμείλικτος κι επιεικής. Στα δεξιά του πίνακα, ο ηνίοχος του Δαρείου επιχειρεί μάταια να τιθασέψει τα τρία άλογα του άρματος καθώς προσπαθούν να ξεφύγουν από τη μάχη και την εικόνα αφηνιασμένα, ενώ η αναταραχή ανάμεσα στους σωματοφύλακες του Πέρση βασιλιά αγγίζει τα όρια του πανικού, καθώς ένα από τα άλογα, εντελώς αποπροσανατολισμένο, στρέφει τα καπούλια στους θεατές επιβεβαιώνοντας την υποχώρηση. Οι βραχνές διαταγές του Δαρείου από το κλυδωνιζόμενο άρμα-θρόνο, χάνονται στην εκκωφαντική κλαγγή των όπλων. Το μόνο που μένει στον νου μας είναι το άδειο βλέμμα και η απελπισμένη κίνηση του σώματος και του χεριού του, καθώς προσπαθεί να ανατρέψει την έκβαση της μάχης, περισώνοντας τα υπολείμματα της αυτοκρατορίας του.

Υπέροχο έργο. Είμαι σίγουρος πως θα το θαύμαζαν πολλοί μαέστροι της Αναγέννησης.

Αν όμως, οι ζωγράφοι της εποχής εκείνης ανανέωναν την εικαστική γλώσσα δουλεύοντας στα εργαστήριά τους, στην κατανόηση των εννοιών φαίνεται πως συμμετείχαν και οι φιλόσοφοι. Για να καταλάβουμε τη σπουδαιότητα αυτών των αναζητήσεων και την προσέγγισή τους σε φιλοσοφικό επίπεδο, αρκεί να πλησιάσουμε προσεκτικά, ακροποδητί, το εργαστήριο του Παρράσιου(3), στο οποίο μόλις πριν λίγα λεπτά μπήκε καμαρωτός ο Σωκράτης, και, κρυμμένοι πίσω απ’ το πορτόφυλλο, σαν αθώοι ωτακουστές, να καταγράψουμε τη συζήτησή τους.

-Άραγε, Παρράσιε, η ζωγραφική είναι απεικόνιση των πραγμάτων που βλέπουμε; Γιατί βέβαια τα κοίλα αντικείμενα και τα ψηλά και τα σκοτεινά και τα φωτεινά και τα σκληρά και τα μαλακά και τα τραχιά και τα λεία, καθώς και τα νέα και τα γεροντικά σώματα, εικονίζοντάς τα με χρώματα, τα απομιμείστε.

-Αλήθεια λες, Σωκράτη.

-Και ακόμα, όταν απομιμείστε τις ωραίες μορφές, επειδή δεν είναι εύκολο να συναντήσει κανείς κανέναν άνθρωπο, που να τάχει όλα τέλεια, συνάζοντας από πολλούς τα πιο ωραία στοιχεία του καθενός, κάνετε με τον τρόπο αυτό ολόκληρα τα σώματα να φαίνονται ωραία.

-Πραγματικά, έτσι κάνουμε.

-Απομιμείστε επίσης τον τόσο ελκυστικό κι ευχάριστο κι αγαπητό κι επιθυμητό κι αξιέραστο χαρακτήρα της ψυχής; Ή μήπως δεν είναι δυνατό να τον απομιμηθεί κανείς αυτόν;

-Όχι, γιατί πώς, Σωκράτη, θα ήταν δυνατό να μιμηθεί κανείς αυτό, που ούτε συμμετρία ούτε χρώμα έχει, ούτε κανένα από κείνα που είπες πριν λίγο, ούτε είναι δυνατό να το δει κανείς καθόλου;

-Άραγε, λοιπόν, συμβαίνει στον άνθρωπο να βλέπει με φιλική διάθεση και να βλέπει και εχθρικά μερικούς;

-Εγώ τουλάχιστον το παραδέχομαι, είπε.

-Λοιπόν αυτό είναι δυνατό να το απομιμηθεί κανείς στα μάτια;

-Και βέβαια, είπε.

-Και τις ευτυχίες και τις δυστυχίες των φίλων, σου φαίνεται πως έχουν την ίδια έκφραση στα πρόσωπά τους κι εκείνοι που τους αγαπάνε κι εκείνοι που δεν τους αγαπάνε;

-Όχι, μα τον Δία, γιατί με τις ευτυχίες τους χαρούμενοι και με τις συμφορές τους σκυθρωποί γίνονται, είπε.

-Λοιπόν, είναι δυνατόν αυτά να τα απεικονίζει κανένας;

-Και βέβαια, είπε.

-Αλλά επίσης και η ιδιότητα της μεγαλοπρέπειας και της ελευθεριότητας, και η ιδιότητα της ταπεινότητας και της δουλικότητας, και η ιδιότητα της σωφροσύνης και της φρόνησης, και η ιδιότητα της αυθάδειας και της χωριατιάς κι από το πρόσωπο κι από το σχήμα των ανθρώπων φαίνεται, κι όταν στέκονται κι όταν κινούνται.

-Αλήθεια λες, είπε.

-Λοιπόν, κι αυτά, είναι δυνατόν να τα απομιμηθεί κανείς;

-Και βέβαια, είπε.

-Ποιο λοιπόν νομίζεις από τα δύο είναι πιο ευχάριστο; Να βλέπουν οι άνθρωποι: τις εικόνες που μέσα από αυτές φαίνονται οι καλοί κι οι αγαθοί κι οι αγαπητοί χαρακτήρες, ή εκείνες που φαίνονται οι κακοί κι οι πονηροί κι οι μισητοί χαρακτήρες;

-Μεγάλη διαφορά, μα τον Δία, υπάρχει ανάμεσα στο ένα και στο

άλλο, Σωκράτη (4).

Συμπεραίνω ότι, το ήθος και το πάθος ήταν για τον ζωγράφο της αρχαιότητας, η απόδοση των συναισθημάτων ενός ανθρώπου (ή ενός θεού) κατά τη στιγμή της απεικόνισής του. Για πρώτη φορά στην ιστορία της τέχνης, ο ζωγράφος επιχειρεί να προσεγγίσει το αντικείμενό όχι μόνο σαν τεχνίτης –όπως ίσχυε παλιότερα-, αλλά και σαν ψυχολόγος-ερευνητής συναισθημάτων. Κι όταν ο Σωκράτης ρωτάει εσκεμμένα τον Παρράσιο, αν μπορεί να ζωγραφίσει τη σύσταση, τον «χαρακτήρα της ψυχής», εκείνος του απαντάει αμήχανα, ότι δεν γίνεται να φανταστεί κάτι το οποίο, ούτε συμμετρία ούτε χρώμα έχει, ούτε είναι δυνατό να το δει κανείς.

Ποια, όμως, εικόνα διατηρούσε ο αρχαίος Έλληνας για την ψυχή; Έχει αλλάξει κάτι από αυτή που έχουμε (ή δεν έχουμε) εμείς σήμερα; Ακολουθεί, άραγε, η ψυχή τον χαρακτήρα που είχε όσο ζούσε ο άνθρωπος ή μεταμορφώνεται σε κάτι ουδέτερο, απαθές, ασύμμετρο και άχρωμο; Στο ενδιαφέρον βιβλίο, Οι Έλληνες στον Κάτω Κόσμο (5), διαβάζουμε σχετικά:

«Η σύνθεση της ψυχής απασχόλησε πολύ τους μεταγενέστερους του Πλάτωνα. Είναι ζεστή πνοή; Συνένωση ατόμων; Στην πραγματικότητα, η πίστη στην υλική σύνθεση της ψυχής απαντά μόνο σ΄ αυτούς που δεν πιστεύουν στη μετά θάνατον επιβίωσή της. Για τους άλλους, ρητά ή υπόρρητα, η ψυχή διατηρεί πάντοτε τη μορφή του σώματος στο οποίο έζησε. Οι σύγχρονοι του Ομήρου το φαντάζονται ως σκιά που έχει διατηρήσει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ζωντανού, όχι όμως τη σύστασή του· την αναγνωρίζουμε όταν τη βλέπουμε, αλλά δεν μπορούμε να την αγκαλιάσουμε όπως επιθυμούσε να κάνει ο Οδυσσέας όταν είδε τη μητέρα του. Δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτή η εικόνα εξελίχτηκε σημαντικά με τους αιώνες. Μετά τον Όμηρο, οι Έλληνες εξακολουθούν να φαντάζονται ότι συναντούν φίλους και συγγενείς, τους οποίους αναγνωρίζουν χωρίς δυσκολία, όπως η Αντιγόνη στο κατώφλι του θανάτου. Ακόμα και ο Πλάτωνας που στοχάστηκε διεξοδικά πάνω στο τι απογίνεται η ψυχή, δεν τη φαντάζεται, στους μύθους που της αφιερώνει, πολύ διαφορετική από τη μορφή που είχε ο ζωντανός. Όταν οι φιλόσοφοι μιλούν για την τύχη των κακών, τους αναπαριστούν πάντοτε ζωντανούς και να υπομένουν τα βασανιστήρια στον κάτω κόσμο με εντελώς ανθρώπινη μορφή. Θα θέλαμε να ξέρουμε αντιθέτως πώς μοιάζουν οι ψυχές των δικαίων που συναντούν στο τέλος τον κόσμο των Ιδεών για τις οποίες λέγεται κάποιες φορές ότι είναι «χωρίς σώμα», αλλά γι' αυτές δεν διατυπώνουμε παρά μόνο υποθέσεις. Φυσικά, όλοι οι φιλόσοφοι, από τους Πυθαγόρειους και τον Πλάτωνα και τον Πλούταρχο, επιστρατεύουν μεταφορές όπως αυτή της ψυχής ως άρματος με δύο άλογα ή ως πουλιού, αλλά πάντοτε καταλήγουμε να φανταζόμαστε την ψυχή με ανθρώπινη μορφή».

Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι η ψυχή, ουδέτερη και γυμνή από συναισθήματα, δεν μπορεί να περιγράφει δίχως μια ποσότητα μεταφυσικής αυθαιρεσίας, κι επομένως, το ζητούμενο για τον ζωγράφο της αρχαιότητας δεν ήταν η ψυχή όπως την εννοούμε σήμερα, αλλά το ήθος και το πάθος του χαρακτήρα. Όχι μόνο στον άνθρωπο, αλλά και στις οικείες με αυτόν υπάρξεις.

1. Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Περί αρχαίας Ελληνικής ζωγραφικής

Εκδόσεις Άγρα, 1994.

2. Ο Φιλόξενος ο Ερετριεύς. Ήταν εξαιρετικός ζωγράφος κι έζησε τον

4ο αιώνα π.Χ. Ο Πλίνιος γράφει πως, «ακολουθώντας τον δάσκαλό

του στη γρηγοράδα, επινόησε μια ακόμα πιο συντομογραφική

μέθοδο για τη ζωγραφική».

3. Ο Παρράσιος, γεννήθηκε στην Έφεσο. Πρώτος αυτός έδωσε ενα

σύστημα αναλογιών και πρώτος απέδωσε τις λεπτομέρειες στην

έκφραση του προσώπου, την κομψότητα των μαλλιών και τη

χάρη του στόματος.

4. Ξενοφών. Απομνημονεύματα εκδόσεις Ζαχαρόπουλος

5. Ντανιέλ Ζουανά, Οι Έλληνες στον Κάτω Κόσμο. Εκδόσεις

βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2019


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ