Αχτίδα φωτός

ΜΑΡΙΑ ΧΑΜΑΛΗ Δημοσιεύθηκε 28.11.2023

Από μικροί ονειρευόμαστε να μεγαλώσουμε. Μεγαλώνοντας, ωστόσο, κανένας δεν «ονειρεύεται», δεν αδημονεί να φτάσει στην τρίτη ηλικία, αφού ακόμη και οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες έχουν αποτύχει να συνδέσουν την αναπόφευκτη αυτή περίοδο της ανθρώπινης ύπαρξης με κάτι θετικό. Σωματικές δυσλειτουργίες, πνευματική και σωματική νωθρότητα, άνοια, απώλεια μνήμης, εγκατάλειψη, μοναξιά, αφόρητη πλήξη, φοβίες, εμμονή με τον θάνατο· όλα συνυφασμένα με την εικόνα που έχουμε γι' αυτήν την περίοδο της ζωής μας. Σε μια εποχή που τα πάντα είναι «ευαίσθητα» δεδομένα και που η διεκδίκηση των δικαιωμάτων για κάθε έκφανση της ανθρώπινης ζωής αποτελεί θεμελιώδη και πρωταρχικό στόχο κάθε πολιτισμένης και δημοκρατικής κοινωνίας, οι ηλικιωμένοι/ες δείχνουν να βρίσκονται στο περιθώριο και να στερούνται ουσιώδους κοινωνικής ευαισθησίας, ενώ η κρατική μέριμνα για μια γόνιμη και παραγωγική τρίτη ηλικία είναι σχεδόν ανύπαρκτη, αφού η περίοδος αυτή συνδέεται με το τέλος του κύκλου της ζωής και, συνεπώς, την απραξία. Ακόμα και το θέατρο, μια τέχνη που δίνει αιώνες τώρα βήμα στους αδύναμους και απόκληρους της ζωής, στο ζήτημα αυτό δείχνει να μεταμορφώνεται σε μια μικρογραφία της κοινωνίας: τα θέματα της τρίτης ηλικίας εμφανίζονται σπάνια, ενώ οι πάλαι ποτέ πρωταγωνιστές/στριες συχνά αναζητούν, όσο οι ρυτίδες βαθαίνουν, κατάλληλους ρόλους, έστω και δευτερεύοντες, για να παραμείνουν ενεργοί/ές στο θεατρικό σανίδι.

Επιθυμώντας να τοποθετήσει στον θεατρικό χάρτη τα προβλήματα της τρίτης ηλικίας, να δώσει φωνή στους εκπροσώπους της, αλλά και να κάνει ένα αυτοαναφορικό σχόλιο σε σχέση με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι βετεράνοι ηθοποιοί, η Δανοβρετανή συγγραφέας, τηλεοπτική και ραδιοφωνική παραγωγός, ακτιβίστρια, φεμινίστρια και με δημόσιο come-out ως ομοφυλόφιλη ήδη από τη δεκαετία του 1990, Sandra Toksvig, γράφει το πιο πρόσφατο έργο της με τίτλο «Silver Lining», το οποίο κάνει πρεμιέρα στην Αγγλία μόλις το 2017. Θεωρώντας ότι ο καλύτερος τρόπος να μιλήσει για ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα είναι ο χώρος της κωμωδίας, η έμπειρη στην κωμική γραφή Toksvig δημιουργεί στο έργο της μια σχεδόν σουρεαλιστική συνθήκη. Στα περίχωρα του Λονδίνου, στο (αν και υπαρκτό, ταυτόχρονα και συμβολικό στην ονομασία) Gravesend, πέντε ηλικιωμένες γυναίκες έχουν ξεμείνει αβοήθητες σε έναν οίκο ευγηρίας, ενώ έξω η επί μέρες καταρρακτώδης βροχή έχει πλημμυρίσει τα πάντα. Εν αναμονή ενός παλιρροιακού κύματος η περιοχή έχει εγκαταλειφθεί, ενώ οι πέντε γυναίκες καλούνται να αποφασίσουν αν θα περιμένουν στωικά τον θάνατο ή εάν θα αναλάβουν δράση. Μία δυναμική αλλά σε απόλυτη άρνηση με το γήρας γυναίκα, μία φιλελεύθερη ομοφυλόφιλη με κινητικά προβλήματα, μία εγκαταλελειμμένη, από σύζυγο και κόρη, γυναίκα η οποία έζησε μια ζωή βασισμένη σε λάθος επιλογές, μία καταπιεσμένη σύζυγος και μητέρα που δεν έκανε ποτέ πραγματικότητα το όνειρό της να γίνει ηθοποιός, και μία αγνώστου ταυτότητος γυναίκα με άνοια και πλούσια αποθέματα σε σεξουαλικά βοηθήματα αναγκάζονται όχι μόνο να συνυπάρξουν σε αυτό το περιβάλλον εγκλεισμού, αλλά και να βγουν για πρώτη φορά από την πολυετή απραξία. Σε αυτή τη συνθήκη έρχονται να προστεθούν οι εκπρόσωποι της νέας γενιάς: μία νεαρή η οποία αδιαφορεί πλήρως για την τρίτη ηλικία αλλά εγκλωβίζεται στον οίκο ευγηρίας γιατί δεν ξέρει κολύμπι, και ένας νεαρός διαρρήκτης ο οποίος αναμένει ότι οι γυναίκες αυτές θα αποτελέσουν εύκολη λεία. 

Παρά το γεγονός ότι η Toksvig δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια ενδιαφέρουσα σουρεαλιστική κωμωδία με βαθιά κοινωνικά μηνύματα, πιστεύω ότι το τελικό αποτέλεσμα δεν συναντά τις προθέσεις. Το μακρόσυρτο πρώτο μέρος αναλώνεται αποκλειστικά στη δημιουργία κωμικού κλίματος μέσα από κοινότοπα και στερεότυπα αστεία που αφορούν την τρίτη ηλικία, ενώ μια πληθώρα από θέματα παρελαύνει μηχανικά μέσα από ασύνδετες και επιφανειακές αναφορές, χωρίς ουσιαστική εμβάθυνση: εγκατάλειψη, απαξίωση και κοινωνική περιθωριοποίηση ηλικιωμένων, κλιματική αλλαγή, Brexit, χάσμα γενεών, ομοφοβία, φυλετικός ρατσισμός. Οι ατάκες (οι οποίες στη μετάφραση της Μαριάννας Καυκαρίδου και της Εστέλας Τεμπριώτη δείχνουν αποφορτισμένες από τη φλεγματικότητα του αγγλικού χιούμορ) διαδέχονται η μία την άλλη, ενώ φαίνεται να στοχεύουν αποκλειστικά στο γέλιο, αφήνοντας τους χαρακτήρες σχηματικούς, στερώντας έτσι από τον θεατή τη δυνατότητα να συνδεθεί με όσα παρακολουθεί επί σκηνής. Αν και στο δεύτερο μέρος η συνθήκη αυτή αλλάζει, με τη συγγραφέα να προσπαθεί να εμβαθύνει εστιάζοντας στον κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά, η τεχνική που ακολουθεί, οι σκηνικοί μονόλογοι, δεν εναρμονίζεται με το γενικότερο ύφος του έργου, αφού οι μονόλογοι ακροβατούν ανάμεσα στον αυτοσαρκασμό και τη μελοδραματικότητα, δημιουργώντας αμήχανες παύσεις και εναλλαγές στη ροή του λόγου, γεγονός που στη σκηνή γίνεται ακόμα πιο έκδηλο. Οι μονόλογοι αυτοί συνωστίζονται, στο δεύτερο μέρος, με την απόφαση των γυναικών να καταστρώσουν και να εκτελέσουν ένα σχέδιο διάσωσης, αφήνοντας το πρώτο μέρος να φαίνεται ακόμα πιο ρηχό και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.   

Δεδομένων των αδυναμιών, κατά την προσωπική μου άποψη, του ίδιου του κειμένου, ο Νεοκλής Νεοκλέους θα μπορούσε να το αναδείξει σκηνικά επιλέγοντας μια σκηνοθεσία «πιντερική», η οποία θα επένδυε κυρίως στις «παράλογες» συνθήκες του έργου και τις «γκροτέσκες» αντιφάσεις του, αφού στο περιβάλλον αυτό το κωμικό στοιχείο υπάρχει κάτω από τη διαρκή απειλή του θανάτου, ενώ η όποια «αχτίδα φωτός» απειλείται κυριολεκτικά και μεταφορικά από το σκοτάδι, προσδίδοντας στο έργο μια ενδιαφέρουσα, σκοτεινή οπτική. Ωστόσο, η σκηνοθεσία κινήθηκε αποκλειστικά σε μια ρεαλιστική αισθητική υπερτονίζοντας τα στοιχεία της κλασικής κωμωδίας καταστάσεων, στερώντας από το έργο τη δυνατότητα για μια πιο «αφαιρετική» και εν τέλει πρωτότυπη σκηνική ανάγνωση. Τη ρεαλιστική αυτή αισθητική εξυπηρετούν και όλα τα επιμέρους στοιχεία της παράστασης: το λειτουργικό σκηνικό του Σάββα Μυλωνά το οποίο επικεντρώνεται κυρίως στο μεγάλο παράθυρο και τη βροχή, οι φωτισμοί της Καρολίνας Σπύρου οι οποίοι, με εξαίρεση τις στιγμές των μονολόγων, δείχνουν να λειτουργούν με ασυνέπεια και χωρίς σωστό συντονισμό με τη σκηνική δράση, και το ηχητικό τοπίο το οποίο επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά, συχνά καλύπτοντας και τις φωνές των ηθοποιών, στον ήχο της καταιγίδας. Παρά την προσπάθεια για ρεαλιστική απεικόνιση των καιρικών φαινομένων, το τελικό σκηνικό αποτέλεσμα (στο οποίο συμβάλλει και η απουσία της κατάλληλης μουσικής που να συμμετέχει ουσιαστικά στη δράση και όχι να συνοδεύει την αλλαγή σκηνών) δεν κατορθώνει να δημιουργήσει στον θεατή το αίσθημα της απειλής, το οποίο στην πραγματικότητα δεν αφορά τις όποιες εξωτερικές ή καιρικές συνθήκες. 

Στην παραγωγή αυτή, η σκηνοθετική προσοχή φαίνεται να στρέφεται κυρίως στη βασική υποκριτική ομάδα, αφού δίνει την ευκαιρία (υποθέτω ότι γι' αυτό επιλέχθηκε εξαρχής το συγκεκριμένο έργο) σε πέντε μεγάλες ηθοποιούς να συνυπάρξουν επί σκηνής, συνταγή η οποία πέτυχε στην ίδια σκηνή κατά την περσινή χρονιά με το έργο «Ανθισμένες Μανόλιες» σε σκηνοθεσία Αιμίλιου Χαραλαμπίδη. Ωστόσο, η σκηνική συνύπαρξη πέντε ηθοποιών με αδιαμφισβήτητο ταλέντο, μακρά πείρα σε όλα τα θεατρικά είδη, έντονα διαμορφωμένο υποκριτικό ταμπεραμέντο και υποκριτικούς κώδικες, αλλά και έναν καθαρά προσωπικό τρόπο εργασίας, δεν διασφαλίζει πάντα την επιτυχία. Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, η Λένια Σορόκου, η Ιωάννα Σιαφκάλη, η Πόπη Αβραάμ και η Έρικα Μπεγιέτη (αν και οι δύο τελευταίες δείχνουν αταίριαστες ηλικιακά με τους ρόλους που υποδύονται) είναι αναμφισβήτητα απολαυστικές στη σκηνή και η καθεμία ξεχωριστά δίνει τη δική της, προσωπική ερμηνεία και το δικό της στίγμα στον ρόλο που αναλαμβάνει. Αυτό, ωστόσο, αποτελεί ταυτόχρονα και το πρόβλημα. Οι πέντε ερμηνείες παραμένουν αξιόλογες αλλά ανεξάρτητες, σαν σε παράλληλες πορείες που δεν συναντιούνται επί σκηνής, δίνοντας σχεδόν την αίσθηση ότι «αυτοσκηνοθετούνται», αφού η σκηνοθεσία δεν κατορθώνει να «δαμάσει» αυτήν την τόσο στιβαρά δομημένη εμπειρία και να την καθοδηγήσει σε ένα ομοιογενές αποτέλεσμα με σκηνική χημεία. Από την άλλη, η αίσθηση της ελλιπούς καθοδήγησης είναι έκδηλη και στους δύο νεότερους ηθοποιούς (Χρυσταλλένια Παπαδημήτρη και Μιχάλη Αναγιωτό), αφού οι ερμηνείες τους στερούνται εσωτερικότητας και ελέγχου στην κίνηση, την έκφραση και την ένταση της φωνής, δίνοντας χαρακτήρες σχηματικούς και επιφανειακούς, οι οποίοι εν τέλει δεν κατορθώνουν να γίνουν πειστικοί.  

Η συγκυρία της συνεργασίας πέντε μειζόνων ηθοποιών του κυπριακού θεάτρου με τον έμπειρο, στη σκηνοθεσία, Νεοκλή Νεοκλέους, θα μπορούσε να δώσει ένα θαυμάσιο σκηνικό αποτέλεσμα, εάν, ίσως, είχε επιλεγεί ένα πιο δυνατό, συγγραφικά, έργο ή εάν η σκηνοθεσία είχε επενδύσει σε μια πιο πρωτότυπη, λιγότερο κοινότοπη ανάγνωση, αλλά και σε πιο εύστοχη καθοδήγηση του συνόλου της υποκριτικής ομάδας. Τόσο το έργο, όσο και η σκηνοθεσία προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στο γέλιο και τον κοινωνικό προβληματισμό, χωρίς τελικά να κατορθώνουν να δώσουν βάθος και ουσία, ούτε στο πρώτο, αλλά ούτε και στο δεύτερο.

Συγγραφέας: Sandra Toksvig
Σκηνοθεσία: Νεοκλής Νεοκλέους
Σατιρικό Θέατρο

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ