Η εφηβεία αποτελεί μία από τις δυσκολότερες περιόδους του ανθρώπινου βίου. Ο έφηβος (άνθρωπος) αγωνίζεται να εξαφανίσει το παιδί μέσα του, να αποκοπεί από τον οικογενειακό «πλακούντα», να αποδεχτεί τις αλλαγές στο σώμα και τη σεξουαλικότητά του, να διαχειριστεί τις ανεξέλεγκτες και συχνά ακατανόητες εναλλαγές στον ψυχικό, νοητικό και συναισθηματικό του κόσμο. Ο θάνατος της παιδικότητας και η γέννηση της ενηλικίωσης βιώνονται, αρκετά συχνά, με τρόπο επώδυνο, καθώς ο έφηβος δυσκολεύεται να διαχειριστεί πολλές από αυτές τις αλλαγές. Έτσι, συγκρούεται μετωπικά με ό,τι θεωρεί κατεστημένο (γονείς, σχολείο, κοινωνικές νόρμες), ενώ αισθάνεται μετέωρος και εκτεθειμένος σε ένα μεταβατικό στάδιο στο οποίο αναζητά εναγωνίως τη νέα του ταυτότητα. Τίποτα δεν έχει μέτρο και ισορροπία, τα πάντα βιώνονται στον υπέρτατο βαθμό: η χαρά, η λύπη, ο ενθουσιασμός, η απογοήτευση, ο έρωτας, ο θυμός, η βαρεμάρα, το στρες, η ανασφάλεια, ο φόβος. Αυτός είναι και ο λόγος που αναζητά επίμονα διεξόδους σωματικής εκτόνωσης, πνευματικής και ψυχικής διέγερσης. Η τέχνη, σε οποιαδήποτε μορφή της, φαίνεται να λειτουργεί ως καταφύγιο στη θυελλώδη αυτή περίοδο, παρέχοντάς του την ασφάλεια που χρειάζεται για να εξέλθει από αυτήν, ίσως όχι αλώβητος, αλλά σίγουρα σοφότερος, ωριμότερος και νικητής.
Όπως και η εφηβεία, έτσι και το θέατρο, που ασχολείται με αυτήν, ανήκει σε ένα από τα δυσκολότερα είδη, αφού οι εθισμένοι στην τεχνολογία (μέσα κοινωνικής δικτύωσης και video games) και συχνά υπερκινητικοί έφηβοι δύσκολα θα πειστούν να καθήσουν στη θεατρική αίθουσα και να αφήσουν τον εαυτό τους να μυηθεί στην τέχνη του θεάτρου. Εξάλλου, το εξειδικευμένο και στοχευμένο εφηβικό θέατρο, τόσο θεματικά όσο και σκηνικά, δείχνει να σπανίζει ακόμη και σήμερα, αφού χάνεται μέσα στην υπερπληθώρα του θεάτρου για παιδιά ή του θεάτρου για ενήλικες. Αφουγκραζόμενοι την ανάγκη αυτή, τρεις νέοι ταλαντούχοι άνθρωποι του θεάτρου, η Ειρήνη Ανδρέου, ο Γιάννης Καραούλης και η Ελένη Μολέσκη, έριξαν, πριν από πέντε περίπου χρόνια, τους πρώτους σπόρους για τη δημιουργία εφηβικής σκηνής, η οποία δεν θα περιοριζόταν μόνο σε θεατρικές παραγωγές, αλλά θα επεκτεινόταν και σε πολλές άλλες δράσεις που θα μπορούσαν να φέρουν τους εφήβους σε επαφή με το θέατρο και τις τέχνες του. Οι σπόροι αυτοί βρήκαν γόνιμο έδαφος στις Αποθήκες του ΘΟΚ, όταν η απερχόμενη καλλιτεχνική και διοικητική διεύθυνση αγκάλιασαν το όραμά τους και τους προσέφεραν τους πόρους και τους μηχανισμούς για να μετατραπεί αυτή η σκηνή σε ένα χώρο που θα ασχοληθεί συστηματικά και ποικιλοτρόπως με το θέατρο των εφήβων.
Εμπνευσμένοι από το συγγραφικό και παιδαγωγικό έργο του Πολωνοεβραίου Henryk Goldszmit (γνωστού με το ψευδώνυμο Γιάνους Κόρτσακ), οι τρεις καλλιτεχνικοί επιμελητές δημιούργησαν ένα φιλόδοξο πρόγραμμα υπό τον τίτλο «Νέ@ σε έρημο νησί», τοποθετώντας «στο επίκεντρο της δημιουργικής διαδικασίας τον έφηβο, ως θεατή και ως συνδημιουργό». Έκτοτε, μας έχουν παραδώσει μέσα από τη συστηματική και υψηλών προδιαγραφών εργασία τους όχι μόνο αξιόλογες θεατρικές παραγωγές («Το παράδειγμα του Δόκτωρα Κόρτσακ», «Ήχος από κόκαλα που σπάνε», «Το τέρας», «Θάβοντας τον αδερφό μου στο πεζοδρόμιο», «Ρώτα με όταν ξυπνήσω», «Γλάρος Ιωνάθαν», «Το αγόρι με τη βαλίτσα») οι οποίες άγγιξαν θέματα που βρίσκονται στο επίκεντρο του εφηβικού κόσμου, αλλά δημιούργησαν και ένα ευρύ φάσμα παράλληλων δράσεων (εργαστήρια δημιουργικής γραφής, μελοποίησης κειμένου, κίνησης, γκράφιτι, δημιουργίας μιας παράστασης, εργαστήρια σε ανοιχτές και κλειστές δομές εφήβων, ανοιχτές συζητήσεις με το κοινό, προβολή κινηματογραφικών ταινιών κ.λπ.), εμπλέκοντας σημαντικούς ανθρώπους και φορείς της τέχνης και της παιδαγωγικής, και δημιουργώντας με δεκάδες εφήβους ένα φυτώριο καλλιτεχνικής δημιουργίας και έκφρασης.
Φέτος, η εφηβική σκηνή εγκαινιάστηκε με την επανάληψη της παράστασης «Rat park» η οποία δημιουργήθηκε από την ομάδα εφήβων που συμμετείχαν στο περσινό θεατρικό εργαστήρι. Η ομάδα των εφήβων, δημιουργώντας ένα δικό της κείμενο μέσα από τις τεχνικές του θεάτρου της επινόησης και του θεάτρου ντοκουμέντου, και καθοδηγούμενη από τους τρεις επιμελητές, παρουσίασε μια αξιόλογη, σε όλα τα επίπεδα, παράσταση, εξερευνώντας το θέμα των πάσης φύσεως εξαρτήσεων. Με πολλές παράλληλες δράσεις και εργαστήρια να τρέχουν ήδη από τις αρχές Σεπτεμβρίου, τον περασμένο Νοέμβριο η σκηνή των Αποθηκών υποδέχτηκε τη νέα παραγωγή της εφηβικής σκηνής με το έργο «Το τέρας έρχεται» (A Monster Calls) του βραβευμένου Αμερικανού Πάτρικ Νες, το οποίο βασίστηκε στην ιδέα της πρόωρα χαμένης Σοβόν Ντάουντ. Ένα μυθιστόρημα που ανήκει στην κατηγορία της λογοτεχνίας του φανταστικού, το οποίο μέσα από την αφηγηματική του δύναμη και τη βαρύτητα που δίνει στη σημασία των ιστοριών στη ζωή μας φέρνει με προσοχή και ευαισθησία τον έφηβο (και όχι μόνο) σε επαφή με το επώδυνο βίωμα της απώλειας. «Όταν δεν γράφεις για το σκοτάδι και για θέματα σοβαρά, είναι, κατά κάποιον τρόπο, σαν να εγκαταλείπεις τον έφηβο αναγνώστη μόνο μπροστά στο σκοτάδι», αναφέρει ο συγγραφέας σε συνέντευξή του.
Οι τρεις επιμελητές δεν επέλεξαν το έργο αβασάνιστα. Οι δισταγμοί και οι προβληματισμοί σχετικά με το πώς μεταφέρεις στον έφηβο μια ιστορία που έχει ως βασικό θεματικό του κέντρο τον τρόπο που βιώνει ένας δεκατριάχρονος έφηβος την πορεία της ασθένειας της μητέρας του και εν τέλει την απώλειά της φαίνεται να ήταν διαρκώς παρόντες καθ’ όλη τη διάρκεια της επίπονης εργασίας και μελέτης η οποία χρειάστηκε, ούτως ώστε το έργο να πάρει σάρκα και οστά. Έχοντας ως βασικό εργαλείο τη θεατρική διασκευή των Σάλι Κούκσον και Άνταμ Πεκ η οποία έτυχε μιας εύληπτης και καλογραμμένης, σε μια άμεση για τους εφήβους γλώσσα, μετάφρασης από την Ελένη Μολέσκη, η ομάδα των Αποθηκών επιχείρησε «να πει την αλήθεια» μέσα από μια παράσταση ευαίσθητη, η οποία δεν θέλησε να εστιάσει τόσο στο κεντρικό θέμα του έργου όσο και να το εξισορροπήσει επενδύοντας στα υπόλοιπα θεματικά του κέντρα, τα οποία είναι εξίσου σημαντικά: τον θυμό, την υπέρβαση των ορίων, τον εκφοβισμό, την πολλαπλότητα των εαυτών (και όχι μόνο των καλών), τα αντικρουόμενα αισθήματα, τον φόβο της απώλειας, το πώς βρίσκεις ελπίδα μέσα από την απώλεια γιατί η ζωή (ευτυχώς) πρέπει να συνεχιστεί. Η ιδιαιτερότητα του έργου, την οποία πολύ εύστοχα αναδεικνύει η παράσταση, είναι ότι όλα αυτά δεν αναδύονται μέσα από μια καθαρά ρεαλιστική ιστορία η οποία εύκολα θα μπορούσε να πέσει στην παγίδα του μελοδραματισμού και του συναισθηματικού εκβιασμού. Ο συγγραφέας, κινούμενος διαρκώς ανάμεσα στον κόσμο της πραγματικότητας και της φαντασίας, οδηγεί τον έφηβο πρωταγωνιστή του στην αποδοχή και τη συμφιλίωση με την απώλεια, μέσα από τις τρεις ιστορίες που έρχεται να του αφηγηθεί ένα πανάρχαιο δέντρο, ο αιωνόβιος ίταμος που βρίσκεται έξω από το σπίτι του. Ωστόσο, όπως και ο ίταμος έχει ταυτόχρονα ευεργετικές και τοξικές ιδιότητες, έτσι και οι ιστορίες του, αλληγορικές, παραβολικές και αμφίσημες, αποδεικνύουν ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα αυτό που φαίνονται, ότι στην ανθρώπινη φύση συνυπάρχουν το καλό και το κακό, και ότι τα όρια μεταξύ τους είναι θολά και ακαθόριστα. Οι ιστορίες του δέντρου διαπλέκονται με την πραγματική ζωή του έφηβου Κόνορ και τον φέρνουν αντιμέτωπο με τη δική του ανείπωτη αλήθεια, την οποία αναγκάζεται να αφηγηθεί. Αυτή η τέταρτη ιστορία, η ιστορία του Κόνορ, είναι που του δίνει μια ανακουφιστική οπτική των πραγμάτων και τη δύναμη να συνεχίσει την επόμενη μέρα.
Η δραματουργική επεξεργασία της Ελένης Μολέσκη και η σκηνοθεσία της Ειρήνης Αντρέου και του Γιάννη Καραούλη αναδεικνύουν, σε όλα τα επίπεδα, τις ευαισθησίες (θεματικά) και τη ρευστή αισθητική (σκηνικά) του έργου. Αυτός είναι και ο λόγος που επενδύουν στην παρουσία του δέντρου και την εικονοποίηση των ιστοριών που αφηγείται, αποφεύγοντας τη βαριά ατμόσφαιρα μιας ρεαλιστικής ιστορίας με θέμα την απώλεια. Μια τέτοια εκδοχή, άλλωστε, δεν θα κέρδιζε τους εφήβους. Οι έφηβοι λατρεύουν τις ιστορίες, ιδιαίτερα τις φανταστικές. Έτσι, με απλά σκηνικά μέσα και ευρηματικές σκηνοθετικές λύσεις, το δέντρο προσωποποιείται μέσα από την ενδιαφέρουσα φιγούρα που δημιουργεί ο Στέλιος Ανδρονίκου, ο οποίος με μελετημένη κίνηση και σωστό ηχόχρωμα στη φωνή, με λιτή και ισορροπημένη ερμηνεία, προσδίδει στον αιωνόβιο ίταμο το κατάλληλο εκτόπισμα ούτως ώστε να προκαλέσει στον Κόνορ φόβο, θυμό, αλλά και εμπιστοσύνη. Στην τελική σκηνή τον θέλει εκεί, δίπλα του.
Η σκηνοθεσία δεν περιορίζεται μόνο στην αφήγηση των ιστοριών, αλλά, χρησιμοποιώντας όλη την ομάδα των ηθοποιών (Ιωάννα Παπαμιχαλοπούλου, Αντρέας Πατσιάς, Ιάσονας Ασημακόπουλος, Άννη Χούρη, Μέλανη Στέλιου, Γιώργος Κυριάκου), τις δραματοποιεί με ευρηματικότητα και χιούμορ, ελαφρύνοντας τη σκληρότητα της καθημερινότητας του Κόνορ. Οι ηθοποιοί, με τη σημαντική συμβολή των Φωτεινή Περδικάρη και Hamilton Monteiro στην κίνηση, ελίσσονται με ρυθμό, ταχύτητα, ευελιξία και καίρια σκηνική επικοινωνία, πότε ως ένα ενιαίο σώμα και πότε ανεξάρτητα, αφού καλούνται να ερμηνεύσουν πολλαπλούς ρόλους καθώς δημιουργούν τον πραγματικό και φανταστικό κόσμο του Κόνορ. Το λιτό σκηνικό της Ελένης Ιωάννου αποδεικνύεται ιδανικό για το έργο αυτό, αφού η αφαιρετικότητά του αφήνει χώρο στους ηθοποιούς να δημιουργήσουν με ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα τον κόσμο της πραγματικότητας αλλά και των ιστοριών του δέντρου. Τα δε διαφορετικά του επίπεδα, η κυριαρχία του ξύλου και τα συμβολικά κλαδιά τα οποία, μέσα από τους εύστοχους φωτισμούς του Γεώργιου Κουκουμά, μεγεθύνονται, ενισχύουν την παρουσία του ζωντανού δέντρου που επισκέπτεται, 12:07, τον Κόνορ. Η μετάβαση από τον κόσμο της πραγματικότητας στον κόσμο της φαντασίας γίνεται αβίαστα, χωρίς χάσματα, με γρήγορες εναλλαγές και καλό συντονισμό, και επιτυγχάνεται επίσης μέσα από την πολύτιμη συνδρομή των φωτισμών, των καίριων προβολών της Άννας Φωτιάδου, και το πρωτότυπο ηχητικό περιβάλλον που δημιουργεί ο Λευτέρης Μουμτζής. Αφήνω για το τέλος τον πρωταγωνιστή Νίκο Μανωλά ο οποίος ήδη από τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα δίνει εξαιρετικά δείγματα γραφής. Η ερμηνεία του αγγίζει με αξιοπρόσεκτη ισορροπία όλο το φάσμα των συναισθημάτων που βιώνει ο Κόνορ (φόβο, πόνο, απομόνωση, απογοήτευση, ανοχή, θυμό), ενώ χωρίς υπερβολές και μελοδραματισμό κατορθώνει να κερδίσει τη συγκίνηση και την αποδοχή του δύσκολου κοινού των εφήβων, καθιστώντας τους συνοδοιπόρους στο ταξίδι του από το σκοτάδι στο φως.
Αφήνοντας κατά μέρος την άστοχη και γι’ αυτό πολυσυζητημένη απόφαση λειτουργού του ΥΠΑΝ να μην εγκρίνει την παράσταση για τα σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, εστιάζω στο γεγονός ότι η ανάκλησή της έδωσε την ευκαιρία σε δεκάδες εφήβους να γνωρίσουν αυτόν τον μαγευτικό κόσμο που δημιουργεί ο Πάτρικ Νες στο βιβλίο του και ο οποίος μεταφέρεται ιδανικά στη σκηνή των Αποθηκών. Η παράσταση που δημιουργούν όλοι οι συντελεστές λειτουργεί καθαρτικά και λυτρωτικά, όχι μόνο για τους εφήβους, αλλά και για τους ενήλικες. Αποχωρώντας από την αίθουσα οι ιστορίες αυτές ακολουθούν τον θεατή για μέρες, ενώ αναζητά μέσα του τα δικά του «τέρατα» και ενώ αγωνίζεται να αρθρώσει τη δική του ανείπωτη αλήθεια.
Αποθήκες, ΘΟΚ