Ο Διονύσης Σαββόπουλος φτάνει στην Κύπρο για τρεις συναυλίες με τραγούδια εμπνευσμένα από τον ήρωα του θεάτρου σκιών, τον Καραγκιόζη, και τη συνεργασία του με τον καραγκιοζοπαίχτη Ευγένιο Σπαθάρη.
Οι συναυλίες έχουν τίτλο «Λευκό μου σεντονάκι, λάμπα μου τρελή» και παρουσιάζονται στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής έκθεσης με θέμα το θέατρο σκιών και του Ευγένιου Σπαθάρη, η οποία ξεκινά στις 10 Ιανουαρίου στο Κέντρο Ευαγόρα Λανίτη, στη Λεμεσό.
Η σχέση του Διονύση Σαββόπουλου με το Θέατρο Σκιών είναι γνωστή, τόσο από τις παραστάσεις του στη δεκαετία του '70 και τη συνεργασία του με τον Ευγένιο Σπαθάρη, αλλά και αργότερα.
Και βεβαίως, από το τραγούδι ‘Σαν τον Καραγκιόζη’ που ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά ζωντανά στο Κύτταρο και εντάχθηκε λίγο αργότερα στο δίσκο 10 Χρόνια κομμάτια (1975). Έκτοτε το τραγούδι αυτό δεν λείπει ποτέ από τις ζωντανές εμφανίσεις του τραγουδοποιού.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος για αυτή την ειδική συναυλία έχει επιλέξει τραγούδια από το πλούσιο του ρεπερτόριο, που κατά καιρούς παρουσίασε στις συνεργασίες του με τον Ευγένιο Σπαθάρη. Θα ακουστούν ακόμη τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι από την πρόσφατη δουλειά του Διονύση Σαββόπουλου που παρουσιάστηκε το καλοκαίρι στο Ηρώδειο και όλες οι μεγάλες επιτυχίες του σπουδαίου τραγουδοποιού.
Οι παραστάσεις θα πραγματοποιηθούν ως εξής:
14 Ιανουαρίου στο Δημοτικό Θέατρο Λάρνακας
15 Ιανουαρίου στο Κέντρο Ευαγόρα Λανίτη στην Λεμεσό
16 Ιανουαρίου στο Δημοτικό Θέατρο Στροβόλου
Ο Δ. Σαββόπουλος λέει για τον Καραγκιόζη:
«Πραγματικά ο Καραγκιόζης πολύ με γοητεύει, αν και ξεθωριασμένος πια, πεσμένος. Θα ήθελα να ζούσα τότε στην ακμή του, λαχείο θα την έκανα. Τότε ο κόσμος όλος εδώ, πλούσιος ή φτωχός, ανατολίτης πάντως, αλλιώτικος κόσμος, περιφρονιότανε από τους ψαλιδόκολους, έτσι τους λέγανε, κάτι Ευρωπαίος εκεί κάτι τσιράκια που είχανε τα πόστα κι όλος ο λαός ήτανε εξόριστος μέσα στην ίδια του την χώρα και ήταν ο Καραγκιόζης μεγάλη λαϊκή κατάκτηση, παρηγορούσε μάλιστα και ανθρώπους παραλήδες, διότι τότε λόγω αυτής της κατάστασης και οι πλούσιοι δικοί μας άνθρωποι ήταν. Αν ζούσα τότε θα ήθελα να ήμουν καραγκιοζοπαίχτης, ή έστω στην κομπανία. Ή μάλλον όχι δεν είμαι σίγουρος, αλλά μ’ αρέσει να το σκέπτομαι έτσι, να το σκαλίζω, δεδομένου ότι αυτή η εποχή μπορεί να ξανάρθει, και μάλιστα πιο πλούσια γιατί θα προστεθούν και τα καλά στοιχεία της δικής μας, της τωρινής εποχής. Δεν πρέπει σου φαίνεται παράξενη μια τέτοια εποχή, γιατί αν πραγματικά σ’ επηρεάζει ο Καραγκιόζης δεν μπορείς να αποφύγεις μια τέτοια σκέψη, εκεί σε οδηγεί η λογική του που είναι σαν να λέει «εγώ πάντα εδώ θάμαι...».
Αυτή η φιγούρα του η διάτρητη αντέχει. Ο Καραγκιόζης υπάρχει απ’ τις τρύπες του. Το φως περνάει μέσ’ απ’ τις τρύπες του και τον γράφει πάνω στο σεντόνι. Χωρίς τις τρύπες του δεν θα φαινόταν παρά μια μουτζούρα.
Ακόμα και σήμερα που για λόγους ευκολίας δεν τον φτιάχνουν τρυπητό, αλλά διάφανο από πλαστικό, πάλι κάτι ανάλογο είναι. Το ότι η εποχή μας είναι εποχή του νάιλον δεν είναι κακό. Πάλι περνάει το φως, αρκεί να το δεις έτσι. Προσπάθησα να το πω τότε το ’73 όταν ανέβασα με τον Σπαθάρη, τον Παπαστάθη και τον Κυριτσόπουλο τον «Θίασο σκιών» στο Κύτταρο της οδού Ηπείρου. Δουλέψαμε με κείνο το σλόγκαν μου «δεν έχω ήχο δεν έχω υλικό». Είχαμε καραγκιόζη, κομμάτια από φιλμ του Μαδρά ξαναδουλεμένα στην τρικέζα μαζί με καινούργια, και επίσης τραγούδια. Αλλά ο κόσμος δεν ενδιαφέρθηκε και πολύ, μόνο η Λογοκρισία ενδιαφέρθηκε.
Δεν είχαμε όμως και τόσο κόσμο. Αυτά που δείχναμε ταίριαζαν βέβαια με το κλίμα, α λλά το κοινό δεν ήθελε να το δει έτσι, βρισκόταν σε μία έξαψη, ήταν εκείνη η φοβερή χρονιά με το Πολυτεχνείο, Ιωαννίδης μετά, προτιμούσαν άλλες μπουάτ με ηρωικό τόνο να πούμε, παρά εκείνο το χλωμό σώου στο Κύτταρο. Από εκείνη τη δουλειά δεν έχω τίποτε, όλα είχαν γίνει με πολύ αυτοσχεδιασμό και γρήγορα και δεν τα γράψαμε πουθενά. Έμεινε μόνο το τραγούδι «Σαν τον Καραγκιόζη» και κομμάτια του φιλμ που όμως δεν θυμάμαι ούτε που μπαίναν ούτε τι λέγαμε πριν ή μετά. Φέτος στον «Ρήγα» σ’ εκείνο το υπόγειο, είχα καθίσει να ξεκουραστώ λίγο απ’ την πρόβα που σε μια δόση, επειδή ερχόταν πρεμιέρα, συνεχιζόταν επί ένα μερόνυχτο κι εγώ πια ούτε ένιωθα ούτε καταλάβαινα, κι ανέβηκε ο Σπαθάρης κι έστηνε τον μπερντέ και μίλαγε αυτός από πάνω κι εγώ από κάτω και αισθάνθηκα ξαφνικά σα να έβλεπα τις ψυχές μας στον Άδη, την δική μου και του Ευγένιου, να μιμούνται τα ίδια τα λόγια που λέγαμε! Μου φάνηκε τρομερά κωμική παραίσθηση.
Οι ψυχές αφού δεν έχουν σώμα δεν έχουν ούτε επιθυμίες ούτε σχέδια, γι’ αυτό τα δικά μας λόγια, τα καθημερινά τα τετριμμένα, λεγμένα απ’ αυτές δεν είναι πια σκλαβωτικά, παίρνουν άλλη διάσταση, σημαίνουν άλλο πράγμα πολύ ανώτερο, φτιαγμένο όμως με δικά μας υλικά. Αυτό είναι για μένα ο Καραγκιόζης. Μια αργή φιγούρα από ένα βασίλειο σκιών που μιμείται τα λόγια και τα καμώματά μας με αποτέλεσμα αυτά τα ίδια να φαίνονται πια σαν σενάριο θείου δράματος. Πουθενά αλλού η καθημερινή ζωή δεν αποκτά τέτοια φωτοχυσία όσο πάνω στο πανί. Σκέφτηκα τότε να φτιάξω μια κωμική όπερα μ’ αυτό το πανί του θανάτου, να την παίξει ο Σπαθάρης. Μπορεί να το κάνω».