Γράφουν οι Χρύστα Ντζάνη και Γιώργος Κακούρης / Φωτογραφίες: Ελένη Παπαδοπούλου, αρχείο
Ο Λώρενς Ντάρρελ είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση στην κυπριακή βιβλιογραφία. Ο ίδιος κατηγορείται μέχρι σήμερα για κατασκοπεία για λογαριασμό του βρετανικού στέμματος στο διάστημα που έζησε στην Κύπρο τη δεκαετία του ’50 – άποψη για την οποία ο Κώστας Μόντης ένιωσε την ανάγκη να του απαντήσει γράφοντας σχεδόν μια δεκαετία μετά τις «Κλειστές πόρτες».
Όμως, ανεξάρτητα από την άποψη που έχει κανείς για αυτόν, οι αναφορές τόσο στον ίδιο όσο και στα «Πικρολέμονα», το βιβλίο που εξέδωσε για την κυπριακή του εμπειρία, είναι πολυάριθμες, τόσο στη βιβλιογραφία όσο και στη λογοτεχνία. Από τις «Μέρες ΣΤ’» του Σεφέρη ώς το μυθιστόρημα «Οχτώ ημέρες και μια Κυριακή» (εκδ. Διόπτρα, 2011) της Αγγλοκύπριας Κρίστης Λευτέρη, ο Ντάρρελ και το βιβλίο του συναντώνται συχνά, ως σημαντικές μαρτυρίες της ζωής την εύφλεκτη δεκαετία του ’50 στο νησί. Ο Ντάρρελ και η κυπριακή του εμπειρία είχαν αναφορά ακόμα και στη βιογραφία του Patrick (Paddy) Leigh Fermor που έγραψε το 2012 η Artemis Cooper, όπου γίνεται μνεία σε ένα «υπέροχο δείπνο πλάι στη φωτιά» στο σπίτι του στο Πέλλα Παΐς, συνοδεία ούζου και με ελληνικά τραγούδια, με τόσο κέφι, που οι ντόπιοι είχαν μαζευτεί έξω από το σπίτι να ακούσουν.
Εξάλλου, στο σπίτι που επέλεξε, αγόρασε και επισκεύασε ο συγγραφέας για να ζει στο Πέλλα Παΐς, αναφέρεται ο ίδιος σε μεγάλο μέρος του βιβλίου του, με γλαφυρές περιγραφές, που εξυπηρετούν και ως λαογραφική παρατήρηση του ντόπιου πληθυσμού. Ο Ντάρρελ εγκατέλειψε το σπίτι με την αναχώρησή του από το νησί, στα τέλη του ’50, το οποίο ελάχιστα χρόνια αργότερα, το 1962, νοικιάστηκε από μια διμελή ομάδα αρχιτεκτόνων που έστειλε το γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών για να βοηθήσουν την Κύπρο να αναπτύξει τον τουρισμό της. Σήμερα το σπίτι βρίσκεται στα χέρια της οικογένειας που το αγόρασε το 1975, η οποία το ανοίγει στον κόσμο συνήθως στις αρχές του φθινοπώρου, ενώ οι επισκέπτες στο κατεχόμενο χωριό βρίσκουν παντού σημάδια που τους παραπέμπουν είτε στο σπίτι των «Πικρολέμονων» είτε στο «Τεμπελόδεντρο», το περίφημο δέντρο στην πλατεία, για το οποίο ο Ντάρρελ έγραφε πως όποιος κάτσει από κάτω δεν θα ξαναεργαστεί, καθώς «μπολιάζεται» από οκνηρία.
Το «Παράθυρο» επιχειρεί μια ιχνηλασία στο σπίτι του Λώρενς Ντάρρελ, από τα «Πικρολέμονα» μέχρι σήμερα, αναζητώντας στην ιστορία τις διάσπαρτες αναφορές σε αυτό, αλλά και την υφιστάμενη κατάστασή του.
Από φιλέλλην, κατάσκοπος
Ο Λώρενς Ντάρρελ γεννήθηκε στην Ινδία το 1912, από γονείς Βρετανούς αποίκους, γεννημένους επίσης στην Ινδία. Στα 11 στάλθηκε ως οικότροφος σε σχολείο στην Αγγλία κι εκεί πολύ γρήγορα αποστράφηκε τον βρετανικό τρόπο ζωής, τον οποίο αποκαλούσε «αγγλικό θάνατο». Σύντομα βρήκε την κλίση του στη λογοτεχνία και τα ταξίδια, ξεκινώντας να εξερευνά τον κόσμο. Το 1935 εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, αναζητώντας φθηνότερο τρόπο ζωής και καλύτερες καιρικές συνθήκες. Τα χρόνια της Κέρκυρας ήταν ίσως τα πιο γόνιμα, αφού εκεί έγραψε -μεταξύ άλλων- το «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο», που θεωρείται μέχρι σήμερα το καλύτερο από τα βιβλία του. Αργότερα περιπλανήθηκε σε Παρίσι, Αίγυπτο, Ρόδο, Αργεντινή και Βελιγράδι, ώσπου το 1952 εγκαταστάθηκε στην Κύπρο, όπου έζησε έως το 1956, όταν εγκατέλειψε το νησί θορυβημένος από τις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί για τους Άγγλους αποικιοκράτες, και έχοντας γίνει στο μεταξύ στόχος δολοφονικών αποπειρών.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κύπρο ζούσε σε ένα σπίτι που είχε αγοράσει στο Πέλλα Παΐς και εργαζόταν αρχικά ως καθηγητής αγγλικών στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και αργότερα ως διευθυντής του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών της αποικιοκρατικής διοίκησης. Από την κυπριακή εμπειρία προέκυψε το βιβλίο «Πικρολέμονα», το οποίο κέρδισε το Βραβείο Duff Cooper το 1957.
Ο Λώρενς Ντάρρελ στο πλάι του Γιώργου Σεφέρη, στη διάρκεια του δεύτερου ταξιδιού του ποιητή στο νησί, το 1954 (πηγή: «ΚΥΠΡΟΣ, Μνήμη και Αγάπη, Με τον φακό του Γιώργου Σεφέρη», Πολιτιστικό Κέντρο Λαϊκής Τράπεζας, 1990).
Ο Λώρενς Ντάρρελ υπήρξε μεταξύ άλλων ένας από τους πρώτους Άγγλους φίλους του Σεφέρη, τον οποίο μετέφρασε στα αγγλικά το 1941. Είχαν γνωριστεί έναν χρόνο πριν, όταν ο Ντάρρελ επισκέφθηκε την Αθήνα με τον Χένρι Μίλερ. Ο μετέπειτα νομπελίστας ποιητής τον συναντούσε τακτικά στην Κύπρο στη διάρκεια του δεύτερου ταξιδιού του στο νησί, το 1954, κι από τις επαφές τους εκείνες αμφισβήτησε τον μέχρι τότε εμπεδωμένο φιλελληνισμό του Άγγλου λογοτέχνη, όπως φαίνεται κι από τις σημειώσεις του στις «Μέρες ΣΤ’».
Ο Ντάρρελ θεωρήθηκε ότι συντόνιζε την προπαγάνδα της αποικιακής κυβέρνησης και ότι ταυτίστηκε μαζί της, μιλώντας κάποτε υποτιμητικά για τους Κυπρίους και τον αγώνα για αυτοδιάθεση, κάτι που καταγράφεται και στα «Πικρολέμονα».
Ο Σεφέρης τον αποκαλούσε «Larry», «κυνικό και φιλέλληνα ποιητή στα περίχωρα της Κερύνειας». «Πάρα πολύ ασυνήθιστος, εσώστροφος και σνομπ, κάποτε άδικος, πολύ αθυρόστομος», έγραψε για αυτόν απογοητευμένος για τη μεταστροφή του, από «πασιφιστή» στο Κάιρο τον καιρό του Μεγάλου Πολέμου, σε εκφραστή του καθεστώτος - άποψη που συμμεριζόταν για τον Ντάρρελ και ο συμπατριώτης του, διευθυντής τότε του Βρετανικού Συμβουλίου στη Λευκωσία, Μόρις Κάρντιφ. Παρά τις μεταξύ τους ιδεολογικές αντιθέσεις για το Κυπριακό, Κάρντιφ και Ντάρρελ θεωρείται πως ήταν τα δύο πρόσωπα που έπεισαν τον Σεφέρη να πραγματοποιήσει το πρώτο ταξίδι στην Κύπρο, για να ακολουθήσουν ακόμη δύο, σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Τα «Πικρολέμονα» κυκλοφόρησαν στα αγγλικά το 1957, έναν χρόνο μετά την αποχώρηση του Ντάρρελ από την Κύπρο. Δύο χρόνια μετά, κυκλοφόρησαν και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Γρηγόρη, σε μετάφραση του Κύπριου Αιμίλιου Χουρμούζιου, ο οποίος είχε μεταφράσει και το «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο». «Το βιβλίο τούτο δεν είναι πολιτικό, αλλά θα έλεγα μάλλον μια ιμπρεσσιονιστική μελέτη των διαθέσεων και της ψυχολογικής ατμόσφαιρας της Κύπρου στα ταραγμένα χρόνια 1953-6. Πήγα στο νησί σαν απλός ιδιώτης κι εγκαταστάθηκα στο ελληνικό χωριό Μπελλαπαΐς...», γράφει στον πρόλογο ο Ντάρρελ.
«Θεέ μου, τι τοποθεσία»
Ο Άγγλος λογοτέχνης αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο («Πώς αγοράζεις ένα σπίτι») στις αρχές του βιβλίου του για τη διαδικασία αγοράς του σπιτιού όπου έζησε τα χρόνια της Κύπρου, η οποία μάλλον τον συνάρπασε. Επισημαίνει σε αυτό την κατεργαριά των ντόπιων, ειδικότερα του Τούρκου μεσίτη, αλλά και των άλλων, μεσαζόντων και εργατών, που συνετέλεσαν στην τελική εικόνα. Περιγράφει γλαφυρά πώς πήγε στο γραφείο του Σαμπρί Ταχίρ στον τουρκικό μαχαλά στην Κερύνεια για να τον βοηθήσει να βρει το σπίτι που ήθελε.
«Ήταν ένας άνθρωπος σαράντα περίπου χρονών, γεροδεμένος και με ωραίο κεφάλι… Αλλ’ ότι ήταν πραγματικά τούρκικο σ’ εκείνον ήταν η σωματική ακινησία με την οποίαν αντιμετώπιζε τον κόσμο. Κανένας Έλληνας δεν θα μπορούσε να κάθεται ακίνητος, χωρίς να σαλεύει δώθε – κείθε, να χτυπάει το πόδι του ή κάποιο μολύβι, να τινάζει το γόνατο ή να πλαταγίζει τη γλώσσα του. Ο Τούρκος είχε μια μονολιθική στάση, ένα ύφος περισυλλογής και σιωπής ερπετού», γράφει στο βιβλίο του, που έτσι κι αλλιώς βρίθει παρομοιώσεων και εξαιρετικά παραστατικών περιγραφών προσώπων, τοπίων και καταστάσεων.
Ο Ντάρρελ καλόπιασε τον Τούρκο μεσίτη και του εξήγησε πως προσπαθούσε να βρει «ένα φτηνό χωριάτικο σπιτάκι», για να κατοικήσει ένα-δυο χρόνια «[…] ίσως και για πάντα αν αγαπήσω πολύ τον τόπο. Ένα χωριάτικο σπίτι, όχι μοντέρνα βίλλα. Όχι πολύ μακρυά. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους λόφους. Αν μπορέσω κι αγοράσω κανένα φτηνό, θα το επισκευάσω». Του είπε πως είχε διαθέσιμες για την αγορά τετρακόσιες λίρες – έντεχνο ψέμα, αφού ο Ντάρρελ ήταν γνώστης, από την εμπειρία των Βαλκανίων και του Καΐρου, των τεχνικών του παζαριού.
Σύντομα ο Σαμπρί επανήλθε με ένα σπίτι στο χωριό Πέλλα Παΐς, αλλά πολύ μακριά από τον δρόμο. Είχε νεροποντή όταν πήγαν να το δουν για πρώτη φορά και μετά βίας το προσέγγισαν. Ωστόσο, ο Ντάρρελ ενθουσιάζεται εξαρχής από την ερημιά του τοπίου και σύντομα και από το σπίτι, που ανήκε σε έναν μπαλωματή που τον θυμάται να ζητιανεύει στους δρόμους της Κερύνειας. Ήταν ένα μεγάλο σπίτι φτιαγμένο από πλιθάρια με άχυρο «σαν κασόνα στο τουρκοκυπριώτικο στυλ», με «πελώριες σκαλιστές πόρτες φτειαγμένες για κάποια λησμονημένη φυλή γιγάντων και τα βώδια της». «Πολύ καλλιτεχνικό, αγαπητέ μου», είπε ο Σαμπρί, παρατηρώντας τα ωραία παλιά παράθυρα με τα σκαλιστά μπρέκια, «αλλά τι μέρος».
Ο ιδιοκτήτης τούς άνοιξε με ένα παλιό, μεσαιωνικού τύπου κλειδί –το οποίο λίγο αργότερα θα πρωταγωνιστήσει ως λάφυρο στη σκηνή του παζαριού για την τιμή αγοράς– και εμπρός τους ξεχύθηκε «ένα χωλλ σκοτεινό και σιωπηλό, τέσσερες ψηλές διπλόπορτες με παλαιϊκούς νταμπλάδες και δύο παράθυρα που άνοιγαν εσωτερικά στο χωλλ, διακοσμημένα σκαλιστά ξύλινα αρμοκάλυπτα σε ελαφρώς τούρκικο σχέδιο. Η όλη αναλογία και η διαρρύθμιση των πραγμάτων έδιναν τις πιο ελκυστικές υποσχέσεις, ακόμη κι ο Σαμπρί αποθαύμαζε τη λεπτή ξυλουργική που ήταν αληθινά εξαίρετη και σε καλή κατάσταση. Το πάτωμα, χωματένιο, ήταν στεγνό σαν ταρατσωμένο. Ήταν πρόδηλο πως οι τοίχοι πρόσφεραν καλή μόνωση – αλλ’ αυτό συμβαίνει πάντα με τις πλίθρες όταν είναι αρκετά παχειές. Ο αέρας φυσομανούσε στη συστάδα των μπανανιών και κατά διαστήματα μπορούσα να ακούω το κλαψούρισμα του μαντολίνου».
Στον κήπο, όχι μεγαλύτερο από 20 τετραγωνικά μέτρα, υπήρχαν πολλά δέντρα φυτεμένα τόσο κοντά το ’να στ’ άλλο που η φυλλωσιά τους αποτελούσε αδιαπέραστη στέγη, περιγράφει. Υπήρχαν ακόμη δυο άλλα δωμάτια και μια ταράτσα που την έλεγαν μπαλκόνι, όπου τους κόπηκε η ανάσα από τη θέα στην πλαγιά ώς την Κερύνεια. «Θεέ μου, ψιθύρισα, τι τοποθεσία». Το μπαλκόνι της ταράτσας ήταν απλώς μια χωμάτινη πλατφόρμα χωρίς κάγκελα, με ένα δωμάτιο. Το σπίτι ήταν χτισμένο τέλη του 19ου αιώνα. Για υπογραφή του χτίστη έφερε έναν ορθόδοξο σταυρό και την επιγραφή «ΙΗ ΧΡ Ν 1897» (Ιησούς Χριστός Νικά και το έτος πιθανότατα της κατασκευής), ενώ από κάτω έγραφε «9η Σεπτεμβρίου 1940», πιθανότατα από κάποια επισκευή. Λίγες μέρες αργότερα, στου Σαμπρί, ο Ντάρρελ το αγόρασε μετά από ένα επικό –στα όρια του εξευτελιστικού– παζάρεμα που έκανε ο Τούρκος μεσίτης με τη γυναίκα του ιδιοκτήτη που το είχε από προικιό, στην τιμή των 300 λιρών.
Τις επόμενες εβδομάδες αφοσιώθηκε στην επισκευή του – το σπίτι είχε πρόβλημα με το νερό (δεν υπήρχε τότε δίκτυο υδροδότησης) κι έπρεπε να φτιαχτούν οπωσδήποτε το λουτρό και η βεράντα. Ο Ντάρρελ περιγράφει πώς μουλάρια σκαρφάλωναν στον λόφο του Πέλλα Παΐς κουβαλώντας κοφίνια με τα υλικά, αφού δεν έφτανε ώς εκεί φορτηγό. Τα δύο πατώματα του σπιτιού διαμορφώθηκαν σε χειμερινό και καλοκαιριάτικο. Κάτω υπήρχε ένα μεγάλο τζάκι, μια μικρή κουζίνα, σπουδαστήριο και υπνοδωμάτιο και πάνω η «απερίγραπτη ταράτσα που αργότερα θα σκιαζόταν από τη δική της κληματαριά, ένα μεγάλο ακανόνιστο παλαιϊκό στούντιο, ένα μικρό χωλ με τζάκι και μια αλκόβα βαθιά χωμένη πίσω από μια μυτερή αψίδα που από το παράθυρό της η μικρή θυγατέρα (σ.σ.: η κόρη του Ντάρρελ, Σαπφώ, που ήρθε να ζήσει μαζί του στην Κύπρο, αφού η σύζυγός του είχε αρρωστήσει) αν καθόταν στο κρεββάτι θα μπορούσε να βλέπει στο βάθος την Τουρκιά και το φρούριο της Κυρήνειας πλαισιωμένο σαν υδατογραφία». Το σπίτι πλαισιώθηκε και από μέρος της συλλογής βιβλίων του Ντάρρελ, που «έδιναν την εντύπωση της μόνιμης κατοικίας». Σύντομα, είχε αποκτήσει μια περίφημη όμορφη όψη, που το έκανε έκτοτε ελκυστικό στους επισκέπτες. «Άρχισα να αισθάνομαι ένοχος για μια πράξη επίφοβης τόλμης το να θέλω να εγκατασταθώ σ’ ένα τέτοιο καταπληκτικό μέρος. Θα μπορούσε κανείς να εργασθή όταν θα 'χει να θαυμάζει μια τέτοια σκηνογραφία;» γράφει ο ίδιος.
1962: Στο ενοίκιο
Ο Ντάρρελ εγκατέλειψε την Κύπρο το 1956, όμως το σπίτι φαίνεται πως παρέμενε στην ιδιοκτησία του έως τουλάχιστον το 1974.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1962, καταφθάνουν στο νησί δύο νέοι αρχιτέκτονες, ο Manuel Baud-Bovy και η Αριστέα Τζάνου, ως απεσταλμένοι του διευθυντή της Αρχιτεκτονικής Σχολής της Γενεύης Eugene Beaudouin.
Ο Beaudouin είχε επιστρατευτεί από το γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών για να μελετήσει τις δυνατότητες της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας στη χωροταξία και την οικονομική ανάπτυξη, σε μια φιλική πρωτοβουλία, τότε, της γαλλικής κυβέρνησης να συνδράμει στην ανάπτυξη του κυπριακού τουρισμού. Όπως περιγράφουν οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες στο λεύκωμα «1962» που εξέδωσε σχετικά το 2008 το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Κύπρου, ο τότε έφορος του Κυπριακού Μουσείου Βάσος Καραγιώργης τούς είχε παραχωρήσει για γραφείο ένα μικρό σπίτι δίπλα στο Αββαείο του Πέλλα Παΐς, που ανήκε στο Τμήμα Αρχαιοτήτων, ενώ για τη διαμονή τους νοίκιασαν το σπίτι του Λώρενς Ντάρρελ. «Ήταν το μόνο σπίτι στην περιοχή με μπάνιο, αλλά χρησιμοποιούσε ακόμη λάμπες με παραφινέλαιο!» Για τους επόμενους μήνες, το ζευγάρι διέτρεξε την Κύπρο απ’ άκρη σ’ άκρη βγάζοντας περισσότερες από 2.000 φωτογραφίες και εκδίδοντας, στο τέλος του χρόνου, μια αναφορά στον τότε υπουργό Εμπορίου Ανδρέα Αραούζο. Η εργασία τους αγκαλιάστηκε από μια κυπριακή παρέα, τα μέλη της οποίας αποτελούσαν αρχιτέκτονες, μηχανικοί, δικηγόροι, που αργότερα έγιναν υπουργοί, πρεσβευτές, επιφανείς επιχειρηματίες.
«Συχνά η παρέα ταξίδευε από τη Λευκωσία στην Κερύνεια για να απολαύσει ένα απογευματινό μπάνιο στο 6 Μίλι ή στο Αλακάτι, που ακολουθούνταν από ποτό και φαγητό στο σπίτι του Λώρενς Ντάρρελ», περιγράφουν οι δυο τους στο λεύκωμα, σχεδόν μισό αιώνα μετά.
Στα αξιοσημείωτα, τότε, της διασταύρωσης της ιστορίας με το πέρασμα του Ντάρρελ από το νησί είναι το γεγονός ότι τους δύο αρχιτέκτονες είχε υποδεχθεί στο νησί μαζί με τον Αραούζο και ο Κώστας Μόντης, ως ανώτερος τουριστικός λειτουργός τότε, ο οποίος δύο χρόνια μετά θα εξέδιδε τις «Κλειστές Πόρτες» ως απάντηση στο βιβλίο του ανθρώπου που «φιλοξένησε» το ζευγάρι των αρχιτεκτόνων στο διάστημα της παραμονής τους στην Κύπρο. Εξάλλου, η εξωτερική όψη και το εσωτερικό του σπιτιού του Ντάρρελ αποτυπώθηκαν σε φωτογραφίες που υπάρχουν στο λεύκωμα, επιβεβαιώνοντας την εκθαμβωτική ομορφιά του.
Το σπίτι του Λώρενς Ντάρρελ, όπως το αποτύπωσαν το 1962 οι τότε ένοικοί του, Manuel Baud-Bovy και Αριστέα Τζάνου (πηγή: Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου).
Το Dome στα «Πικρολέμονα»
Αξιοσημείωτη είναι άλλωστε μέσα στο βιβλίο η αναφορά του Ντάρρελ στο ξενοδοχείο Dome, για το οποίο ο «Π» φιλοξένησε πριν από μερικές μέρες πολυσέλιδο αφιέρωμα με αφορμή την επέτειο της εισβολής και τους πρόσφυγες που έζησαν έγκλειστοι εκεί τους πρώτους μήνες μετά τον πόλεμο:
«Η αλήθεια είναι πως και ο Βρεταννικός και ο Κυπριώτικος κόσμος παρουσίαζαν μια πινακοθήκη διαθέσεων που θα μπορούσε να την απολαύση μονάχα εκείνος που, καθώς εγώ, δεν είχε καμμιά προκατάληψη για κανέναν από τους δυο. Κανένας δεν είδε ποτέ τόσο εκπληκτικά ανθρώπινα όντα όσο εκείνα που κατοικούσαν στο Ξενοδοχείο ‘Ντομ’, ήταν σάμπως κάθε λησμονημένη βικτωριανή πανσιόν μεταξύ Φόλκστον και Σκάρμπορω να είχε στείλει έναν αντιπρόσωπο για να παρακολουθήση μια παγκόσμια διάσκεψη περί μακροβιότητος. Οι μορφές, τα πρόσωπα, τα καπέλλα ανήκαν σε κάποιον κόσμο που είχε χάσει τον μπούσουλα, σάμπως να είχε βγη μονάχα από τους καρικατουρίστες του Μπρονξ. Και τίποτε δεν θα μπορούσε να καταπείση ευκολότερα οποιονδήποτε ότι η Αγγλία ήτανε στα τελευταία της από τη ματιά που θάρριχνε κανείς σ’ αυτή την ατελείωτη σειρά από πατερίτσες, κηλεπιδέσμους, αναπηρικά αμαξάκια, νάρθηκες και σωσίβιες ζώνες που χάρις σε τούτα και μόνο οι περίεργοι αυτοί επιζώντες εγκατέλειπαν τα δωμάτιά τους για ν’ απολαύσουν τη χλωμή ανοιξιάτικη λιακάδα στον μώλο της Κυρήνειας… Σκιώδη και ξεφτεριασμένα κατσούφικα πουλερικά και κοράκια που σέρνονται ανάμεσα από τους στέρφους λευκούς διαδρόμους προς μια βεράντα στρωμένη με μικρά τραπέζια και με θρησκευτική ευλάβεια σημαδεμένα με καρτίτσες ‘Απογευματινά Τέϊα’ ή οι περίεργες και αδέξιες μορφές των νιοπαντρεμένων που περπατάνε πηδηχτά κάτω από το φρούριο – αναρρωννύοντες από μια προγαμιαία λευκοτομία. Αλλοίμονον! Οι Κύπριοι δεν έβλεπαν πόσο αστείοι ήσαν. Ήσαν απλώς τρομοκρατημένοι από την ηλικία τους και το ξεθυμασμένο ραφινάρισμα που προσωποποιούσαν».
Με σκηνικό τον πόλεμο
Το σπίτι του Λώρενς Ντάρρελ εμφανίζεται και σε μια αναφορά στην εισβολή, αυτή τη φορά από τον διοικητή της UNFICYP την περίοδο 1972-74, Φράνσις Χεν. Στο πλαίσιο του άρθρου στο «Contemporary Review», ο ταξίαρχος Χεν θυμάται πως και ο ίδιος νοίκιαζε το σπίτι του Ντάρρελ στο Πέλλα Παΐς για τα Σαββατοκύριακα, του οποίου τότε ιδιοκτήτρια ήταν μια Σουηδή.
Στα απομνημονεύματά του με τίτλο «A Matter of Some Heat», ο Χεν περιγράφει πώς έζησε τη δύση του ήλιου την Κυριακή 14 Ιουλίου 1974, μια μέρα πριν το πραξικόπημα. «Εκείνη την Κυριακή το βράδυ, για τελευταία όπως αποδείχθηκε φορά, είδαμε από μια καλυμμένη με κληματαριά βεράντα στο Πέλλα Παΐς τον ήλιο να βυθίζεται αργά μέσα στη θάλασσα».
Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, το σπίτι του Ντάρρελ χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο για τους Ελληνοκύπριους κατοίκους του χωριού καθώς το εγκατέλειπαν. Πράγματι, τον Οκτώβριο του 1975 μετακόμισε εκεί με τους γονείς και τα παιδιά της η φιλόλογος Στέλλα Σπύρου, η οποία ώς τότε ζούσε εγκλωβισμένη στο ξενοδοχείο Dome της Κερύνειας.
Το «σπίτι με τα γαλάζια παράθυρα» του Ντάρρελ το 1975, όταν σε αυτό ζούσε η οικογένεια της δασκάλας Στέλλας Σπύρου (Πηγή: Στέλλα Σπύρου).