Παράθυρο logo
Τα παιδιά της Γάζας
Δημοσιεύθηκε 02.04.2018 13:21
Τα παιδιά της Γάζας

Η Μαρία Χαμάλη γράφει για την παραγωγή του Θεάτρου ΑντίΛογος «Τα παιδιά της Γάζας» σε σκηνοθεσία Αλεξίας Παπαλαζάρου.

Σκηνοθεσία/Δραματουργική επεξεργασία: Αλεξία Παπαλαζάρου

Σκηνικά/Κοστούμια: Μαρίζα Παρτζίλη

Μουσική επιμέλεια: Τάσος Ζαχαρίου

Σχεδιασμός φωτισμού: Σταύρος Τάρταρης

Κινησιολογία: Έλενα Χριστοδουλίδου

Ερμηνεύουν: Ιωάννα Κορδάτου, Σάββας Μενοίκου, Θέμιδα Νικολάου, Βασίλης Παφίτης, Βαλάντω Χαραλάμπους

Παραγωγή: Θέατρο ΑντίΛογος

Μετά από τα «Λιοντάρια» του Κώστα Γάκη και του Βασίλη Μαυρογεωργίου, το θέατρο ΑντίΛογος αγγίζει και πάλι το θέμα του πολέμου και της προσφυγιάς εστιάζοντας, αυτή τη φορά, στην Παλαιστίνη και τη Λωρίδα της Γάζας, όταν το 2008 δέχτηκε σφοδρές επιθέσεις από τον ισραηλινό στρατό με θύματα εκατοντάδες αμάχους. Το έργο «Τα παιδιά της Γάζας» αποτελεί μια συρραφή αληθινών ιστοριών μαθητών 13 έως 17 ετών, οι οποίες προέκυψαν με πρωτοβουλία του ASHTAR Theatre της Παλαιστίνης και κατεγράφησαν με τη βοήθεια ενός θεατροπαιδαγωγού και ενός ψυχολόγου. Οι μονόλογοι αυτοί αντανακλούν τον παραλογισμό του πολέμου, ο οποίος, μέσα από τα μάτια των παιδιών που αγωνίζονται για τα αυτονόητα [να ζουν σπίτι τους με την οικογένειά τους, να έχουν τροφή και νερό, να πηγαίνουν σχολείο, να έχουν όνειρα και μέλλον], μοιάζει να γίνεται ακόμη πιο αναίτιος, ακόμη πιο ακατανόητος.

Έχοντας ως αφετηρία τα δικά της βιώματα και τις δικές της μνήμες από την εισβολή του 1974, η Αλεξία Παπαλαζάρου, η οποία υπογράφει τη σκηνοθεσία και τη δραματουργική επεξεργασία των κειμένων, επιχειρεί να συνενώσει με μια νοητή γραμμή, το τοπικό παρελθόν με τα βιώματα των παιδιών της Γάζας, εκτείνοντάς την μέχρι το σήμερα, το –εδώ και πολλά χρόνια πια– παρόν των παιδιών της Συρίας. Τα παιδιά του πολέμου σήμερα συναντούν τα παιδιά του πολέμου του χθες. Σε μια κοινωνία που μεγαλώνει τα παιδιά, και ιδιαίτερα τα αγόρια, να έχουν ως αγαπημένο παιχνίδι τον πόλεμο, τα ψεύτικα όπλα και το «μπαμ μπαμ» και που αργότερα στο σχολείο τα γαλουχεί με τις πανηγυρικές ιαχές κερδοφόρων εθνικών πολέμων.

Παρά τις ενστάσεις μου για τις όποιες αισθητικές ή ερμηνευτικές επιλογές, παραμένω στην ουσία. Και η ουσία της παράστασης έγκειται στην έντονη αντίφαση ανάμεσα στη φρικαλεότητα του πόλεμου και την αθωότητα των παιδιών

Η θεματολογία ενός πολέμου μέσα από πραγματικές μαρτυρίες, και μάλιστα παιδιών που σχοινοβατούν ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, φέρει από μόνη της ένα ιδιαίτερο συγκινησιακό και ιδεολογικό φορτίο. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η τέχνη οφείλει να παίρνει θέση και να μεταμορφώνεται, με τον δικό της τρόπο, σε πολιτική και κοινωνική πράξη. Από αυτή την άποψη, η επιλογή του θεάτρου ΑντίΛογος να δώσει φωνή σε αυτές τις ιστορίες συνιστά από μόνη της μια τέτοια πράξη, την οποία οφείλω να διαχωρίσω από το καλλιτεχνικό και αισθητικό κομμάτι της παράστασης. Η Αλεξία Παπαλαζάρου ενέκυψε με περισσή ευαισθησία στα κείμενα και προσπάθησε να αναδείξει μέσα από μια αφαιρετική σκηνοθετική γραμμή τη βαθύτερη ουσία των ιστοριών αυτών: τον αποχωρισμό των παιδιών από την παιδικότητά τους και τη βίαιη και αφύσικη ενηλικίωσή τους. Με απλές, ευρηματικές λύσεις αναδεικνύει την κάθε ιστορία ξεχωριστά, ενώ στις στιγμές κορύφωσης οι ιστορίες αποκτούν κοινή φωνή, κοινή αφήγηση. Σε μια γυμνή σκηνή, με ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα αλλά χωρίς να εκμεταλλεύεται επαρκώς, κατά τη γνώμη μου, τις δυνατότητες του φωτισμού και της μουσικής, η σκηνοθεσία προσπάθησε μέσα από την εναλλαγή ρόλων και την παντομιμική απόδοση ήχων, χώρων και αντικειμένων, να αντιμετωπίσει την αφηγηματική μονοτονία των ιστοριών. Η σκηνοθετική λιτότητα, ωστόσο, δεν μπόρεσε να υποστηριχθεί από τις ερμηνείες των πέντε ηθοποιών [Ιωάννα Κορδάτου, Σάββας Μενοίκου, Θέμιδα Νικολάου, Βασίλης Παφίτης, Βαλάντω Χαραλάμπους], οι οποίοι καθοδηγήθηκαν σε μια αδιαφοροποίητη απόδοση, χωρίς φυσικές διακυμάνσεις. Το μετωπικό «στήσιμό» τους, η ομαδική και έντονα φορτισμένη απαγγελία, η επιτηδευμένη και ασυνεπής παιδικότητα στην ερμηνεία και η υποκριτική υπερβολή δεν μπόρεσαν να αποφύγουν μια γενικότερη αίσθηση διδακτισμού και μελοδραματισμού. Επιπλέον, η υπερβολικά ποιητική απόδοση των επεξεργασμένων κειμένων, φορτωμένη με πολλά επίθετα και παρομοιώσεις, άφηνε την αίσθηση μια αφύσικης και επιτηδευμένης γλώσσας η οποία δεν μπορούσε να πείσει ότι προέρχεται από παιδιά, ενώ αισθητικά απομάκρυνε την παράσταση από τη λεκτική σκληρότητα και λιτότητα που απαιτεί το θέατρο ντοκουμέντο.

Παρά τις ενστάσεις μου για τις όποιες αισθητικές ή ερμηνευτικές επιλογές, παραμένω στην ουσία. Και η ουσία της παράστασης δεν έγκειται τόσο στο αισθητικό αποτέλεσμα, όσο στην αίσθηση με την οποία σε αφήνει καθώς αποχωρείς από την αίθουσα. Αυτήν της έντονης αντίφασης ανάμεσα στη φρικαλεότητα του πόλεμου και την αθωότητα των παιδιών. Με το βλέμμα να εστιάζει διαρκώς στο κορίτσι με την κούκλα, φεύγοντας, το μυαλό μου ανέτρεξε στους στίχους του Μόντη:

«Αυτή η κούκλα με το κομμένο χέρι, 

που κρεμάστηκε στο παράθυρο

του γκρεμισμένου σπιτιού,

ποιο παιδάκι ήθελε ν’ αποχαιρετήσει,

σε ποιο παιδάκι σύρθηκε ώς το παράθυρο

ν’ ανεμίσει το χέρι και της το ’κοψαν;»

[Τουρκική εισβολή II]