"Οι χίμαιρες έρχονται μόνες και φεύγουν συντροφευμένες."
Αντόνιο Πόρτσια
Η βιβλιογραφία για τη ζωή και το έργο του Μικελάντζελο Μερίζι, με καταγωγή από το Καραβάτζο της επαρχίας Μπέργκαμο, είναι πλούσια κι ελάχιστα θα είχε να προσθέσει στον όγκο της ένας μη ειδικός. Αφορμή για τη δική μου μικρή αναφορά στάθηκε το φιλμ «Στη Σκιά του Καραβάτζο» που προβλήθηκε στους αθηναϊκούς κινηματογράφους πριν από μερικές εβδομάδες, σε σκηνοθεσία του Μικέλε Πλάσιντο, με τον Ρικάρντο Σκαμάρτσο στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η ταινία, σε όλη της τη διάρκεια, διαπερνάται από την παρουσία μιας «σκιάς», ενός ιεροεξεταστή ο οποίος με πρόσχημα την αίτηση χάριτος που ο καταδικασμένος σε θάνατο Καραβάτζο έχει υποβάλει στον Πάπα, παρεισφρέει στο πολύμορφα αντιφατικό περιβάλλον του ζωγράφου κι αναψηλαφεί τις ιδιαίτερες προσωπικές του σχέσεις ανακρίνοντας οικείους κι εχθρούς αδιακρίτως. Επίμονα, σαν ζωύφιο κάτω από το δέρμα, με τον φανατισμό που διακρίνει τους ιεροκρίτες, επιδιώκει να ανακαλύψει κι εν τέλει να αποφανθεί, αν τα έργα του «καταραμένου» ζωγράφου ακολουθούν τους περί την τέχνη κανόνες της Εκκλησίας, αν δηλαδή προπαγανδίζουν τη χριστιανική πίστη όπως επιθυμεί το ιερατείο ή αν την αλλοιώνουν παρερμηνεύοντας το Καθολικό Δόγμα. Στη δεύτερη περίπτωση, προς δόξα της παπικής εξουσίας, οι βλάσφημες εικόνες θα πρέπει να εξαφανιστούν από προσώπου γης ή να καούν στην πυρά ως αιρετικές, πλάι στον σύγχρονό τους Τζορντάνο Μπρούνο.
Τι τρομερό έχουν αυτοί οι πίνακες και γιατί οι συγκεκριμένες εικόνες ανησυχούσαν την πανίσχυρη Καθολική Εκκλησία;
Πριν επιχειρήσουμε μια απάντηση, είναι χρήσιμο να προσεγγίσουμε τον καθημερινό άνθρωπο Καραβάτζο, κι αντλώντας από τις σχετικές με τον χαρακτήρα του αφηγήσεις, να φτιάξουμε το πορτρέτο του καλλιτέχνη μέσα στον κοινωνικό περίγυρο της εποχής του. Ο Καραβάτζο δεν είναι ένας «καθώς πρέπει» πολίτης. Είναι πεισματάρης, οξύθυμος, εριστικός, βίαιος, πανηδονιστής (όπως και πολλοί θρησκευτικοί λειτουργοί άλλωστε), περιφέρεται οπλοφορώντας κι αντιπαθεί την κοσμική όσο και την εκκλησιαστική αριστοκρατία. Αν και κατά καιρούς χρησιμοποιεί τη δύναμη των ισχυρών προς ίδιον όφελος, δεν κάνει την παραμικρή παραχώρηση στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει εικαστικά τις ιστορίες της Βίβλου, δεν προσαρμόζει την άποψή του ακόμα κι όταν τα έργα του απορρίπτονται ως άσεμνα από τον κλήρο. Ο Καραβάτζο δεν αναζητεί την αλήθεια της Τέχνης στο «ουράνιο φως» της μεταφυσικής αισθητικής όπως οι μανιεριστές συνάδελφοί του, την κατέχει στη γήινη πραγματικότητα, στο ψυχοφθόρο ψέμα της καθημερινότητας, στο σανιδένιο κρεβάτι της πόρνης ζωής, στον πόνο, στις αρρώστιες, στον άδικο πρόωρο θάνατο.
Όπου κι αν βρεθεί, άλλοτε από επιλογή κι άλλοτε κυνηγημένος, βυθίζεται στις βρόμικες συνοικίες κάθε πόλης, εκεί όπου, ανάμεσα σε χαρτοκλέφτες, μαστροπούς, μαχαιροβγάλτες, ισορροπεί τις παράλληλες ανάγκες της ιδιοσυγκρασίας και της ζωγραφικής του, αδιάφορος στον υποκριτικό καθωσπρεπισμό των υπολοίπων. Στην ψυχή του Καραβάτζιο δεν ζουν άγιοι, το φως στα έργα του είναι νυχτερινό αντιφέγγισμα σε ζοφερό σοκάκι, είναι ύλη που, τονίζοντας ισότιμα τις υπάρξεις, καταργεί τους κανόνες της αναγεννησιακής προοπτικής και της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. «Ζωγραφίζοντας, δίνω την ίδια σημασία σ’ έναν πρίγκιπα και σ’ έναν γάιδαρο», δηλώνει προκλητικά, και χειρίζεται το πινέλο σαν σπαθί ενάντια στην άτολμη φόρμα· όμοια με το σπαθί που γυμνώνει για να μονομαχήσει μ’ έναν αντίζηλο ή για να υπερασπιστεί την τιμή μιας πόρνης. Πλανάται από τη δημιουργία στον φόνο και στο λυκόφως των λασπωμένων δρόμων, ψηλαφίζει το σώμα της Τέχνης όπως ο Θωμάς τον τύπο των ήλων, επιμένοντας στην αλήθεια. Ποια αλήθεια; Τη μία και αιρετική, αυτή που ισχυρίζεται ότι θεοί και άνθρωποι, αμαρτωλοί και άγιοι, είναι ένα και το αυτό. Για τον ζωγράφο Καραβάτζιο, αν η συγχώρεση ανοίγει την πόρτα του Παραδείσου σε όλα τα παραστρατημένα όντα, τότε η Παναγία μπορεί κάλλιστα να έχει τη μορφή μιας νεκρής ιερόδουλης. Έτσι, από τον πίνακα «Η κοίμηση της Θεοτόκου» απουσιάζει οποιοδήποτε κοινότοπο θρησκευτικό στοιχείο κι ο πανταχού παρών θάνατος αφορά τον άνθρωπο και τη φθορά της ύλης. Γύρω από το άψυχο σώμα της Μαρίας δεν ίπτανται άγγελοι, δεν την υποδέχεται ο Ιησούς καθισμένος ένδοξα στον θρόνο του, στη θέση ενός μεταφυσικά πλασμένου ουρανού πλανάται κατακόκκινο το άχθος της άφατης θλίψης· πτυχές-ρωγμές πόνου, σταλάζουν δάκρυα πένθους στη λεκάνη που μόλις πριν λίγο χρησιμοποίησαν για να πλύνουν το λείψανο. Όλα γέρνουν προς τα κάτω δείχνοντας το χώμα, την αναπόφευκτη κατάληξη των θνητών: η διαγώνια σκιά στον τοίχο, οι άκρες του αιωρούμενου εφιάλτη, το άψυχο χέρι της γυναίκας-πόρνης-Παναγίας, τα κεφάλια των γερόντων, το κορμί της κόρης Μαγδαληνής, το μουσκεμένο απ’ το κλάμα μαντήλι της. Στον πίνακα ο Καραβάτζο δεν αναπαριστά μια σκηνή θανάτου, ζωγραφίζει τον ίδιο τον ανθρώπινο θάνατο. Κι όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο, το έργο κρίθηκε άσεμνο από τους Καρμηλίτες μοναχούς και σύμφωνα με το σενάριο της ταινίας, θα το είχαν στείλει στην πυρά αν δεν το αγόραζε (πράγματι) ο δούκας της Μάντουα Βιτσέντσο Γκοντζάγκα μετά από μεσολάβηση του νεαρού Ρούμπενς.
«Στον πίνακα του Καραβάτζο, «Ο Άγιος Ιερώνυμος γράφων», ένα ημίγυμνο αδύνατο γεροντάκι, προαναγγέλλει την κατάργηση των τάξεων, την ισότητα που θα ευαγγελιστεί η Γαλλική Επανάσταση εκατόν εξήντα ένα χρόνια αργότερα. Θυμάσαι; Ο Άγιος Ιερώνυμος καθιστός, μισόγυμνος, απαλλαγμένος από τον κόκκινο χιτώνα των καρδιναλίων της Εκκλησίας, χρησιμοποιεί το θρησκευτικό αξίωμα για να καλύψει τα αχαμνά του. Με το δεξί χέρι γράφει γράμμα, ο άξονας του μπράτσου οδηγεί το βλέμμα στον θάνατο, μια νεκροκεφαλή μας θυμίζει τη ματαιότητα των εγκοσμίων. Μέχρις εδώ όλα είναι συνηθισμένα, μια εικόνα προσαρμοσμένη στη ζωγραφική της εποχής της, το ανατρεπτικό βρίσκεται στο ότι το κεφάλι, απ’ τον λαιμό και πάνω, οι παλάμες απ’ τον καρπό κι έξω, είναι ηλιοκαμένα όπως δεν θα μπορούσε να είναι τα άκρα ενός καρδινάλιου. Ο ηλιοκαμένος λαιμός, τα ροζιασμένα χέρια, ανήκουν σε αγρότη που όλη τη μέρα σκάβει στα χωράφια. Στον πίνακα ο άγιος είναι θνητός, ο χωριάτης άγιος. Γι‘ αυτή την επαναστατική δήλωση ο Καραβάτζιο χρειάστηκε όλα κι όλα μερικά γραμμάρια όμπρα» (3) .
Η δύναμη της Τέχνης και των έργων της είναι απεριόριστη, το γνώριζε το Παπάτο τότε, το ξέρει η κάθε «σκιά» εξουσίας σήμερα, γι’ αυτό κι επινοεί τρόπους περιορισμού, περιθωριοποίησης ή και εξαφάνισης των «καταραμένων».
Επιστρέφοντας στην ταινία και πέρα από τις αντιρρήσεις που κάποιος μπορεί να έχει για τον συχνά φλύαρο διάλογο (κάτι που δύσκολα αποφεύγεται στις ιστορικές μυθοπλασίες), ή για την επιμονή του φωτογράφου Μικέλε ντ’ Αναστάζιο να αναπαράγει κατά κόρον το κιαροσκούρο των πινάκων του Καραβάτζο, θα έλεγα ότι αξίζει να τη δει όποιος ενδιαφέρεται για τη ζωή του σπουδαίου ζωγράφου.
Και όπως έγραψε ο Αντόνιο Πόρτσια (και πάλι), «όταν δεν περπατώ στα σύννεφα, πηγαίνω σαν χαμένος».
1. Η σωστή προφορά του ονόματος είναι Καραβάτζο και όχι «Καραβάτζιο» όπως γράφεται παντού. Το i στο ιταλικό Caravaggio δεν προφέρεται. Αν δεν υπήρχε, θα προφέρονταν ως Καραβάγκο.
2. Οι κύριες ταινίες σχετικές με τη ζωή του Καραβάτζιο είναι οι εξής:
1941: Καραβάτζιο, ο καταραμένος ζωγράφος, σκηνοθεσία Γκοφρέντο Αλεσαντρίνι, με τον Αμεντέο Νατσάρι.
1967: Καραβάτζο, σκηνοθεσία Σιλβέριο Μπλάζι, με τον Τζαν Μαρία Βολοντέ.
1986: Καραβάτζο, σκηνοθεσία Ντέρεκ Τζάρμαν, με τον Νάιγκελ Τέρι.
2004: Καραβάτζο, σκηνοθεσία Μάριο Μαντόνε, με τον Αλεσσάντρο Αμπάτε.
2008: Καραβάτζο, σκηνοθεσία Άντζελο Λονγκόνι, με τον Αλέσιο Μπόνι.
2022: Στη σκιά του Καραβάτζο, σκηνοθεσία Μικέλε Πλάσιντο με τον Ρικάρντο Σκαμάρτσο.
3. Δημήτρης Αληθεινός «Αν δεις το χρόνο πες του ότι πέρασα», εκδόσεις, βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2008.