Γράφει ο Δήμητρης Χατζηχαμπής*
Ο Απολλώνιος, ο οποίος έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ., γεννήθηκε στα Τύανα της Καππαδοκίας, εξ ου και Τυανέας, βιογραφήθηκε δε από τον Φιλόστρατο στο έργο του «Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον». Είναι ο τελευταίος θεόπνευστα φωτισμένος σοφός μύστης της αρχαιότητας, ο οποίος με τον λόγο και τη ζωή του δίδαξε την αρετή ως το ύψιστο αγαθό που οδηγεί τον άνθρωπο στα θεία. Οι ενάρετοι άνθρωποι, όπως έλεγε, είναι ένθεοι. Ακολουθώντας την Πυθαγόρεια φιλοσοφία, επιδιώκοντας να κάνει τους ανθρώπους καλύτερους και διδάσκοντας την κοινότητα των ανθρώπων και την αλληλοβοήθεια, ζούσε λιτά και καταδίκαζε τις θυσίες και τα αφιερώματα στους θεούς λέγοντας ότι η μόνη αρμόζουσα ευχή για τους ενάρετους ήταν «θεοί, δώστε μου ό,τι μου αξίζει να πάρω», ενώ οι μη ενάρετοι όποιες θυσίες και αφιερώματα και αν κάνουν δεν θα εξαγοράσουν τη σωτηρία τους. «Οι θεοί, έλεγε, δεν χρειάζονται θυσίες. Για να έχει κανείς τη χάρη τους αρκεί να κάνει το καλό». Έλεγε επίσης χαρακτηριστικά σε εκείνους που του ζητούσαν να προσευχηθεί, ως θεάρεστος, εκ μέρους τους στους θεούς ότι «τους ενάρετους οι θεοί τους καλοδέχονται και χωρίς μεσολαβητές», που μου θυμίζει αυτό που μου έλεγε ο φίλος μου ο Κώστας ο Μόντης - «να έχεις κατευθείαν λογαριασμούς με τον Θεό».
Αποβλέποντας να ενισχύσει τη σοφία του, επισκέφθηκε τους ξακουστούς Ινδούς σοφούς Βραχμάνες. Στη Βαβυλώνα, καθ’ οδόν, ο βασιλέας, ο οποίος γνώριζε τα ελληνικά, θέλησε να τον εντυπωσιάσει με τα πλούτη του και να του κάνει μεγάλες δωρεές. Ο Απολλώνιος, αγνοώντας τα πλούτη και απορρίπτοντας τις δωρεές, είπε στον συνοδό του Δάμι, ο οποίος τον προέτρεπε να τις δεχθεί αφού δεν βρίσκονταν στην Ελλάδα αλλά στη Βαβυλώνα, ότι «το να αμαρτάνει κάποιος στη Βαβυλώνα δεν είναι λιγότερο κακό από όσο στην Ελλάδα» διότι «σοφώ ανδρί Ελλάς πάντα» («για τον σοφό η Ελλάδα είναι παντού»). Περνώντας δε τον Ινδό, ο Απολλώνιος συνάντησε τον βασιλέα της χώρας, ο οποίος επίσης γνώριζε τα ελληνικά και είχε μαθητεύσει στους σοφούς Βραχμάνες που, όπως του είπε, αγαπούν πολύ όσους γνωρίζουν τα ελληνικά διότι θεωρούν ότι είναι συγγενείς τους στο ήθος. Ο βασιλέας εκτίμησε πολύ τον Απολλώνιο και του έδωσε ένα συστατικό γράμμα για τον πρεσβύτερο σοφό τους, τον Ιάρχα.
Φθάνοντας στη χώρα των σοφών, ο Απολλώνιος διαπίστωσε ότι όλοι γνώριζαν τα ελληνικά και μάλιστα διατηρούσαν αρχαιότατα ελληνικά αγάλματα, της Αθηνάς, του Απόλλωνα και άλλων, θαύμαζαν δε ιδιαίτερα τον Παλαμήδη, μένοντας έκθαμβος από τη σοφία και τις υπερφυσικές ικανότητες των σοφών, οι οποίοι, όπως και ο Απολλώνιος, κατείχαν και την ενορατική και τη θεραπευτική ικανότητα. Ο Ιάρχας αποκάλυψε στον Απολλώνιο ότι οι Βραχμάνες, όπως και ο Απολλώνιος, πίστευαν στην αθανασία της ψυχής και τη μετενσάρκωση που είχε διδάξει ο Πυθαγόρας και την οποία ασπάζετο και ο Απολλώνιος εξ ου και έλεγε ότι οι άνθρωποι γεννιούνται όχι από τους γονείς τους αλλά μέσω των γονέων τους. Ο Ιάρχας γνώριζε ως εκ της ενορατικότητάς του όλη τη ζωή του Απολλωνίου όπως και τις προηγούμενες του ζωές και του παρέθεσε όλη τη διαδρομή του προς την Ινδία όπως και το ακριβές περιεχόμενο ενός συστατικού γράμματος που είχε δώσει στον Απολλώνιο ο βασιλέας της Ινδίας. Οι Βραχμάνες, είπε, πίστευαν στον έναν Θεό ως γεννήτορα των πάντων, το σύμπαν όμως κυβερνούν πολλοί επί μέρους θεοί ως μυστήριες δυνάμεις - όπως ακριβώς πρεσβεύει και η Ορφική διδασκαλία, η πανάρχαια ελληνική θρησκεία των μυημένων στην οποία μυήθηκε και ο Απολλώνιος. Ο Απολλώνιος έμεινε με τους σοφούς τέσσερις μήνες πολλά διδασκόμενος.
Επιστρέφοντας, περιηγήθηκε όλη την Ελλάδα και όλες τις χώρες της Μεσογείου δίδοντας διαλέξεις και εντυπωσιάζοντας με τη διδασκαλία του, τις προβλέψεις του όντας ενορατικός, και τις θεραπευτικές του ικανότητες. Στη Ρώμη, όπου ο Νέρων απαγόρευε τη φιλοσοφία, ο Απολλώνιος δεν πτοήθηκε, λέγοντας ότι «κανένας άνθρωπος δεν είναι τόσο φοβερός ώστε να τρομοκρατήσει έναν σοφό». Στην Αλεξάνδρεια συνάντησε τον Βεσπασιανό ο οποίος τον εκτιμούσε πολύ και τον οποίο, προβλέποντας ότι θα εγίνετο αυτοκράτορας, συμβούλευσε όταν θα είχε την εξουσία «ο νόμος να σε κυβερνά και σένα». Εν τούτοις, όταν στη συνέχεια ο Βεσπασιανός διοικούσε την Ελλάδα πολύ ανελεύθερα, ο Απολλώνιος δεν δίστασε να τον επικρίνει με σφοδρότητα. Τον Απολλώνιο εκτιμούσε πολύ και ο υιός και διάδοχος του Βεσπασιανού Τίτος, τον οποίο ο Απολλώνιος συμβούλευε όπως και τον πατέρα του. Τον Τίτο δολοφόνησε και διαδέχθηκε ο αδελφός του Δομιτιανός, τυραννικός αυτοκράτορας και εχθρικός προς τη φιλοσοφία. Αυτό όμως δεν απέτρεπε τον Απολλώνιο, ο οποίος ευρίσκετο στην Ιωνία, να διδάσκει όπως και να επικρίνει την τυραννία του Δομιτιανού ως αντίθετη με τη δημοκρατική παράδοση της Ρώμης, υποσκάπτοντάς τον και ενθαρρύνοντας την ανατροπή του και προκαλώντας έτσι την έχθρα του.
Ο Δομιτιανός διάταξε τη σύλληψη του Απολλωνίου, ο οποίος, προγνωρίζοντάς το χάρη στην ενορατικότητά του, πήγε ο ίδιος στη Ρώμη, λέγοντας στους φίλους του που προσπάθησαν να τον αποτρέψουν, ως άλλος Σωκράτης, ότι «στους σοφούς αρμόζει να πεθαίνουν γι’ αυτά που πιστεύουν», ενώ θα ήταν ανάρμοστο προς την εντιμότητα της συνείδησης του να διαφύγει αφού «η συνείδηση θα με ελέγχει όπου και αν πάω, είτε με ξέρουν είτε όχι». Οδηγούμενος στη φυλακή, είπε ότι οι φυλακές στις οποίες μας κλείνουν οι άνθρωποι δεν πρέπει να μας στενοχωρούν αφού η πραγματική φυλακή είναι το ίδιο μας το φθαρτό σώμα στο οποίο είναι κλεισμένη η άφθαρτη ψυχή για τη διάρκεια της ζωής μας. Ενώ ήταν στη φυλακή, ο Απολλώνιος επιτέλεσε κάτι θαυμαστά υπερφυσικό. Ενώπιον του Δάμι, για να δείξει τον έλεγχο που είχε το πνεύμα πάνω στην ύλη, ελευθέρωσε το πόδι του από τα δεσμά και μετά το έβαλε πίσω. Έπειτα είπε στον Δάμι να πάει στη Δικαιαρχία, που απείχε τρεις μέρες ταξίδι από τη Ρώμη, όπου και θα του παρουσιάζετο. Στη δίκη του ο Απολλώνιος αντιμετώπισε ευθέως τον Δομιτιανό ο οποίος τελικά τον απάλλαξε, οπότε ο Απολλώνιος του είπε «την ψυχή μου είναι αδύνατο να την πάρεις, αλλά αν θέλεις να ξέρεις ούτε και το σώμα μου», επιδεικνύοντας δε τις υπερφυσικές ικανότητές του εξαφανίσθηκε. Σε λίγο εμφανίσθηκε στον Δάμι και στον φίλο του Δημήτριο στη Δικαιαρχία που δεν πίστευαν τα μάτια τους αφού ήταν τόσο μακριά από τη Ρώμη.
Ο Απολλώνιος ήταν στην Έφεσο όταν δολοφονήθηκε ο Δομιτιανός. Ενώ μιλούσε σε ακροατήριο, σιώπησε σαν να έβλεπε κάτι συνταρακτικό και μετά φώναξε «κτύπα τον τύραννο, κτύπα τον», στους έκπληκτους δε ακροατές του είπε σε λίγο «μόλις τώρα σφάχτηκε ο τύραννος». Κανείς δεν τον πίστευε μέχρι που μέρες αργότερα έφθασαν οι αγγελιαφόροι και ανακοίνωσαν τη δολοφονία του Δομιτιανού την ώρα και με τον τρόπο που την είχε ενορατισθεί ο Απολλώνιος.
Λίγο καιρό αργότερα ο Απολλώνιος δεν ξανακούστηκε. Οι τρεις εκδοχές αναφέρονται από τον Καβάφη στο ποίημα «Είγε ετελεύτα» - «Αν πέθανε» (ο Καβάφης, μεταξύ των μόλις 154 ποιημάτων του, έγραψε άλλα δύο ποιήματα με θέμα τον Απολλώνιο, τα «Απολλώνιος ο Τυανεύς εν Ρόδω» και «Σοφοί δε προσιόντων»). Κατά την παράδοση, εμφανίσθηκε αργότερα σε έναν νέο σπουδαστή στα Τύανα λέγοντάς του «Η ψυχή είναι αθάνατη και δεν ανήκει σε σένα αλλά στη θεία πρόνοια, και, όταν το σώμα μαραίνεται, ελευθερώνεται από τα δεσμά της».
Ο Απολλώνιος, όντως θεϊκός, είδε πάνω από τις διαφορές των ανθρώπων την κοινή τους ταυτότητα, εκφράζοντας τούτο λέγοντας «Καλό είναι να θεωρούμε πατρίδα μας όλη τη γη, αδελφούς και φίλους όλους τους ανθρώπους, διότι είναι όλοι παιδιά του Θεού, έχουν την ίδια φύση, μετέχουν όλοι στον λόγο και έχουν όλοι τα ίδια συναισθήματα, είτε είναι βάρβαροι είτε Έλληνες, όντας όλοι άνθρωποι».
*Πρώην πρόεδρος Ανωτάτου Δικαστηρίου
Σημείωση: Το άρθρο κλείνει τον κύκλο μιας σειράς από άρθρα που ξεκίνησαν να δημοσιεύονται στις 4 Αυγούστου 2024 κάτω από τη στήλη «Ιστορία: Φύλακας του χρόνου» που αποσκοπούσε να παρουσιάσει πτυχές της ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας και άλλων χωρών με τις οποίες είχε σχέσεις, που είτε ήταν λιγότερο γνωστές είτε όχι εύκολα προσβάσιμες ως εκ του μεγέθους και του πλήθους των συγγραφικών έργων από τα οποία προέρχονται.