Είδος αλληγορίας, με φόντο το πολύ κοντινό μέλλον, πάνω σ’ έναν τρίτο (;) καταστροφικό πόλεμο και ενός χειρότερου είδους μετανάστευσης, παρουσιάζει στο συναρπαστικό, εφιαλτικό ρόουντ-μούβι του, «Σιράτ», ο Γάλλος σκηνοθέτης Όλιβερ Λαξ («Θα έρθει η φωτιά»), που είδαμε στο διαγωνιστικό πρόγραμμα των Καννών.
Η ταινία αρχίζει με μια πενταμελή ομάδα ρέιβερ που στήνουν τα μεγάφωνά τους στο Νότιο Μαρόκο, σε ένα απομονωμένο χώρο. Στον ξέτρελο χορό που ακολουθεί, καταφθάνει κι ένας μεσήλικας άντρας, ο Λουίς με τον έφηβο γιο του, Εστεμπάν, που αρχίζει να ψάχνει για τη μεγαλύτερη κόρη του, που έχει εξαφανιστεί εδώ και μήνες.
Με τη διάλυση των ρέιβερ από τον στρατό, που επιβάλλει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εξαιτίας ενός απροσδιόριστου πολέμου που έχει κιόλας αρχίσει, ο Λουίς (ο πολύ καλός Σερζί Λοπέζ) και ο Εστεμπάν ακολουθούν την ομάδα των πέντε ρέιβερ (ανάμεσά του ένα κουλοχέρη κι έναν άλλο με ένα πόδι) με στόχο να φτάσουν στον επόμενο χώρο, τη φορά αυτή στην έρημο, όπου πρόκειται να στήσουν το επόμενο ρέιβ. Έτσι αρχίζει το επικίνδυνο, εφιαλτικό οδοιπορικό τους, οι πέντε ρέιβερ στα δύο καμιόνια τους και ο Λουίς με το γιο του στο μικρό, σαράβαλο αυτοκίνητό τους, διασχίζοντας βουνά και έρημο, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τον στρατό και να φτάσουν στον καθορισμένο για το επόμενο ρέιβ χώρο.
Ύστερα από ένα απροσδόκητο τραγικό γεγονός, οι ταξιδιώτες θα καταλήξουν τελικά στην προκαθορισμένη τοποθεσία, όπου τους αναμένουν άλλα τραγικά επεισόδια εξαιτίας των ναρκών που έχει τοποθετήσει ο στρατός, με έναν έναν από τους ρέιβερ να βρίσκουν τραγικό θάνατο περνώντας πάνω από τις νάρκες, αν και κάποιοι θα σωθούν.
Με φωτογραφία που συλλαμβάνει με εξαιρετικά χρώματα την άγρια ομορφιά των τοπίων και με ρέιβ μουσική που δίνει τον ρυθμό σε όλη την ταινία, ο Όλιβερ Λαξ στήνει ωραίες σκηνές που τονίζουν το δεσμό που αρχίζει να δημιουργείται ανάμεσα στις δύο ομάδες, όπως εκείνη με τους ρέιβερ στη σκηνή που διασχίζουν το ποτάμι και τελικά επιστρέφουν για να βοηθήσουν τον Λουίς και τον γιο του να το διασχίσουν με το σαράβαλο τους. Επίσης, εκείνη, όπου, έχοντας στήσει και πάλι τα μεγάφωνα στο νέο τους χώρο στην έρημο, σε ναρκοπέδιο χωρίς να το γνωρίζουν, αρχίζουν να χορεύουν στο ρυθμό του ρέιβ - μια από τις λιγοστές χαρούμενες σκηνές τους που θα καταλήξει στο θάνατο των περισσότερων από αυτούς με τις εκρήξεις των ναρκών. Για να μετατραπούν οι επιζήσαντες, στο επόμενα πλάνα του φινάλε, σε μετανάστες κι αυτοί, μαζί με τις χιλιάδες μεταναστών στο ξέχειλο από εκτοπισμένους αυτόχθονες Μαροκινούς και, τη φορά αυτή και Ευρωπαίους, σε αναζήτηση μιας άλλης πατρίδας, αν τελικά υπάρξουν άλλες πατρίδες.
Τα απαράδεκτα βίαια μέσα της αστυνομίας, ιδιαίτερα των ειδικών ομάδων, στις ειρηνικές διαδηλώσεις, και τα μέσα που χρησιμοποιεί το κράτος να τα συγκαλύψει καταγγέλλει με το δοσμένο με εξαιρετικό ρυθμό και ωραίες ερμηνείες, πολιτικό θρίλερ του, «Φάκελος 137», ο Ντομινίκ Μολ («Η νύχτα της 12ης», «Μόνο αυτοί είδαν τον δολοφόνο»).
Η βία της αστυνομίας και η συγκάλυψη της είναι θέμα με το οποίο οι Αμερικανοί είχαν αρχίζει να καταπιάνονται από τη δεκαετία του ‘70 (βλέπε το εξαιρετικό «Σέρπικο» του Λουμέτ), χρειάστηκαν όμως αρκετά χρόνια πριν αυτή τραβήξει το ενδιαφέρον του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, ιδιαίτερα του γαλλικού (βλέπε «Ανάμεσα στους τοίχους» του Λοράν Καντε, 2008, «Οι άθλιοι» τηςΛέντι Λι, 2019).
Ο Ντομινίκ Μολ ακολουθεί πιστά και με λεπτομέρεια ολόκληρη τη διαδικασία που χρειάζεται η ηρωίδα του, η ανεξάρτητη ερευνήτρια της αστυνομίας Στεφανί (μια εξαιρετική Λέα Ντρικέρ, που δίνει μια συγκρατημένη και με ευαισθησία ερμηνεία), για να ανακαλύψει αν ένας νέος άντρας πυροβολήθηκε στο κρανίο, χωρίς καμιά αιτία από την πενταμελή ομάδα ειδικών αστυνομικών, όπως υποστηρίζουν οι γονείς και ο φίλος του.
Έρευνα με τις καταθέσεις των συμμετεχόντων, εχθρικών προς οποιαδήποτε έρευνα, αστυνομικών του ειδικού σώματος, με τον καθένα αρχικά να αρνείται πως γνωρίζει καν το θύμα και οποιαδήποτε σχέση στον τραυματισμό του, επιμένοντας πως αυτός ήταν τρομοκράτης που τους είχε επιτεθεί. Καταθέσεις, οι οποίες παραλληλίζονται με σκηνές από τις συγκρούσεις των αστυνομικών στη δολοφονική διαδήλωση, άλλοτε από επίκαιρα και άλλοτε από βίντεο γυρισμένα σε τηλέφωνα από παρόντες σ’ αυτές, και που κάποτε θα οδηγήσουν σε μια απρόσμενη αποκάλυψη. Πρόκειται για βίντεο που γύρισε εργαζόμενη σε ξενοδοχείο απέναντι ακριβώς από το σημείο της δολοφονίας του νεαρού διαδηλωτή και που αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας την ενοχή τόσο του δολοφόνου αστυνομικού, που όχι μόνο πυροβόλησε χωρίς καμιά πρόκληση το θύμα αλλά και μετά τον πλησίασε και τον κλώτσησε, όσο και των τεσσάρων συναδέλφων του που συμμετείχαν και που εξακολουθούν να προσπαθούν, με διάφορες γελοίες απαντήσεις στην ερευνήτρια, να παρουσιάσουν τον διαδηλωτή ως υπεύθυνο.
Παρά τα συνεχή εμπόδια και τις παρεμβάσεις ανωτέρων της, ακόμη και την κάθε άλλο παρά φιλική στάση τόσο της μητέρας της όσο και του αστυνομικού, πρώην συζύγου της («τα σώματα πρέπει να υποστηρίζονται για να μπορούν να επιβάλλουν την τάξη και να υπηρετούν τη…δημοκρατία»), η Στέφανί συνεχίζει πεισματικά την έρευνα της για να φτάσει στην αλήθεια και να στείλει τους υπεύθυνους στο δικαστήριο και τη φυλακή. Και, πιστέψτε το ή όχι, με ανώτερη κρατική παρέμβαση, παρουσιάζονται απίθανες δικαιολογίες που αθωώνουν τους δράστες και περιορίζονται μόνο στην κλωτσιά που έδωσε στον σοβαρά τραυματισμένο ο κατηγορούμενος αστυνομικός και που θα κατηγορηθει απλά για μια βίαιη, χωρίς κανένα ιδιαίτερα επικίνδυνοαποτέλεσμα, επίθεση - αντίθετα με ότι βλέπουμε και ακούμε στον επίλογο, με τον τραυματισμένο νέο να βρίσκεται ημι-ανάπηρος, να υποφέρει από αμνησία, να έχει χάσει τη δουλειά του και να είναι βάρος στη μητέρα του η οποία, εκτός από την καθημερινή δουλειά της, είναι αναγκασμένη να τον φροντίζει.
(ΚΥΠΕ/ΝΦΜ/ΗΦ)