Γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης και καταγόταν από πολύ φτωχή οικογένεια. Ορφάνεψε από πατέρα στην ηλικία των 5 ετών και έχασε 2 αδελφούς. Όταν ήταν 10 χρονών, στάλθηκε από τους παππούδες του στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρισκόταν ένας θείος του. Μέχρι τα 18 του χρόνια παρέμενε εκεί, προστατευόμενος του Γεωργίου Ζαρίφη, ενός Κύπριου εμπόρου. Για ένα διάστημα έζησε στην Κύπρο, προστατευόμενος του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Β΄. Σπούδασε Θεολογία και έπειτα Φιλολογία, Φιλοσοφία και Ψυχολογία στη Γερμανία. Επέστρεψε στην Αθήνα, όπου αρχικά εργάστηκε σε γυμνάσιο ως καθηγητής. Στη συνέχεια, εκλέχθηκε υφηγητής στην έδρα της Ιστορίας της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με την επί υφηγεσία διατριβή "Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω". Ασχολήθηκε με την ποίηση και την πεζογραφία και διακρίθηκε σε πολλούς διαγωνισμούς για το συγγραφικό του ταλέντο. Τα ποιήματα και τα διηγήματά του φιλοξενήθηκαν σε μεγάλες εφημερίδες και περιοδικά της εποχής.
Ο ευφυής και ταλαντούχος αυτός άνθρωπος προσβλήθηκε το 1892 από μια φρενική νόσο και στις 14 Απριλίου 1892 κατέλεξε έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο. Εκεί έζησε για τέσσερα χρόνια βυθισμένος στις εμμονές του για την εκμετάλλευση του μεταλλείου στην πατρίδα του και στο παραληρηματικό πάθος του για την πολύ νεότερή του Μπετίνα Φραβασίλη, την οποία επιθυμούσε να παντρευτεί. Σαν σήμερα, στις 15 Απριλίου 1896, πέθανε έγκλειστος σε ηλικία 47 ετών.
Αυτό το μικρό, αλλά συγκινητικό στο τέλος του, βιογραφικό σημείωμα ανήκει σε έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τον Γεώργιο Βιζυηνό. Το έργο του Βιζυηνού, εκτός από όλες τις άλλες αρετές του, μπορεί να χαρακτηριστεί στο σύνολό του αυτοβιογραφικό, καθώς η εικόνα της μητέρας του και το περιστατικό που τάραξε τη ζωή της περιγράφεται στο διήγημα "Το αμάρτημα της μητρός μου", το μεταλλείο στην πατρίδα του, το φρενοκομείο στη Γοτίγγη και πρόσωπα που συνάντησε εκεί περιγράφονται στο διήγημα "Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας" και στο διήγημα "Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου" παρουσιάζεται ο αδικοσκοτωμένος αδελφός του Χρηστάκης, που ήταν ταχυδρόμος.
"Το μόνον της ζωής του ταξείδιον" είναι το τελευταίο από τα πέντε διηγήματα που δημοσιεύτηκε στην "Εστία", ενώ ο Βιζυηνός -όπως σημειώνει ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος στο βιβλίο του "Γεώργιος Βιζυηνός. Μεταξύ φαντασίας και μνήμης"- εθεωρείτο ακόμα ενεργό μέλος της κοινωνίας. Είναι το μόνο από τα διηγήματά του που δημοσιεύτηκε ενώ ζούσε και εργαζόταν στην Αθήνα (τα προηγούμενα τέσσερα δημοσιεύτηκαν όταν βρισκόταν στο Λονδίνο και το τελευταίο όταν ήταν έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο). Το θέμα της αφήγησης είναι η εσπευσμένη επιστροφή του εγγονού για να προλάβει τον παππού του πριν πεθάνει. Η αυτοαναφορικότητα του κειμένου έγκειται στη συσχέτιση με την εσπευσμένη επιστροφή του Βιζυηνού στην Ελλάδα, λόγω του θανάτου του Ζαρίφη.
Το διήγημα αρχίζει με το ταξίδι του Βιζυηνού στην Κωνσταντινούπολη, για να εργαστεί ως μαθητευόμενος σε ένα ραφτάδικο. Μια από τις ιστορίες, που είχε ακούσει από τον παππού του, αναφερόταν στο ότι οι βασιλοπούλες ερωτεύονται μικρά ραφτόπουλα. Ο βασιλιάς πέφτει στα πόδια του εκλεκτού ραφτόπουλου και το παρακαλεί να γίνει γαμπρός του. Έτσι, όταν έφτασε το μικρό ραφτόπουλο στην Πόλη, φανταζόταν πως σε λίγες μέρες θα αποχωρούσε "εν θριάμβω συνοδεύων την ωραιοτέραν βασιλοπούλαν εις το χωρίον" του. Δυστυχώς, τίποτα από όσα του είχε διηγηθεί ο παππούς του δεν συνέβη. Το γεγονός αυτό τον αναστατώνει, αλλά δεν χάνει την πίστη του στο αγαπημένο του πρόσωπο. Στη συνέχεια, ο Γεωργάκης αναγκάζεται να επιστρέψει στο χωριό, όπου συναντά τον παππού του στο ύψωμα που συνήθιζε να κάθεται. Τη στιγμή που ο εγγονός μιλά για τις πραγματικές εμπειρίες του στην Πόλη, ο παππούς του τον μεταφέρει στον κόσμο της φαντασίας. Όταν ο εγγονός διαπιστώνει με θαυμασμό ότι ο παππούς του έκανε πολλά ταξίδια στη ζωή του, ο παππούς αποκαλύπτει πως δεν έκανε κανένα: "Εγώ; είπεν, εγώ ταξείδια; Η γιαγιά σου, η Χατζίδενα...". Έτσι, ο παππούς αρχίζει να διηγείται την ιστορία των ανεκπλήρωτων ταξιδιών του. Το διήγημα κλείνει με το μοναδικό ταξίδι του παππού: "Διότι ο καϋμένος ο παππούς συνεπλήρωνε αληθώς τώρα 'το μόνον της ζωής του ταξείδιον'!".
Ακούγεται λυπηρό, αλλά κάποιοι άνθρωποι δεν κατάφεραν ποτέ να πραγματοποιήσουν κανένα πραγματικό ταξίδι. Το μόνο πραγματικό ταξίδι που τους επιφύλαξε η μοίρα ήταν το ταξίδι για τον ουρανό. Όμως, κατάφεραν μέσα από τη φαντασία τους να πλάσουν όμορφες εικόνες και να ταξιδέψουν σε μακρινούς κόσμους.
* Φιλόλογος
