

Γράφει ο Παύλος Κ. Παύλου*
«Οι ποιητές κρατάνε τη μνήμη,
όταν οι άλλοι ξεχνούν.
Οι ποιητές μιλάνε,
όταν οι άλλοι σιωπούν.
Οι ποιητές κοιτάν τις ρίζες,
όταν οι άλλοι κόβουν κλαδιά και χαιρετούν.
Οι ποιητές συλλογιούνται,
όταν οι άλλοι αρνιούνται να σκεφτούν.
Οι ποιητές, πρωτίστως, πάντα αγρυπνούν.»
Ο πολυγραφότατος συγγραφέας, ακούραστος ερευνητής και επιμελητής σημαντικών εκδόσεων, παντοτινός δημοσιογράφος, δρ Χρύσανθος Χρυσάνθου, αποτελεί πλέον ένα πολύτιμο κεφάλαιο πνευματικής παραγωγής της Κύπρου. Είναι ο άνθρωπος που όσο κανείς άλλος συμβάλλει στην καταγραφή, διατήρηση και προβολή της εντοπιότητας, της καλύτερης και πιο αυθεντικής πηγής για τη συγγραφή της Ιστορίας και των πολιτιστικών πεπραγμένων ενός τόπου.
Τελευταία συγγραφική του κατάθεση, ένα εξαιρετικό, καλαίσθητο βιβλίο, «ωδή ταπεινή στην εμβριθή σκέψη» ενός ταπεινού αλλά μεγάλου Κύπριου πνευματικού δημιουργού, του Μιχάλη Πασιαρδή, ποιητή των στοχασμών. Του Μιχάλη που το Τσέρι, του συνάδελφου στο ΡΙΚ που μας συναντούσε στην καντίνα για καφέ με ένα λυρικό τετράστιχο και ρωτούσε αδημονών, «άρεσέ σου, κουμπάρε μου;» Απαραίτητο το συμπλήρωμα, καθώς μπήκα κουμπάρος στον γάμο του και, για τον Μιχάλη, αυτό δεν ήταν μια τυπική υποχρέωση, μα κάτι που ενώνει εσαεί τους ανθρώπους, βγαλμένο από την αγαπημένη του κυπριακή παράδοση, σαν ιερό. Του Μιχάλη, με μια πίπα στο χέρι, στις κάτω γειτονιές της Λευκωσίας, στον Ορφέα, στο Εναλλάξ, στον Αιγαίον. Όπως εύστοχα σημειώνει ο Χρύσανθος, «δεν είναι τυχαίο που όλοι έχουν κάτι να πουν για τον δικό τους Μιχάλη Πασιαρδή. Όσοι διάβασαν έστω ένα ποίημά του ή ένα σχόλιό του, όσοι άκουσαν ένα τραγούδι σε δικούς τους τοίχους ή ένα 'καλημέρα σας' από το ραδιόφωνο του ΡΙΚ, όσοι είδαν μια παράσταση δικού του θεατρικού έργου… Ο δικός μου ο Μιχάλης Πασιαρδής ήταν η φωνή που μου κρατούσε συντροφιά στη σκοπιά σε ακριτικά φυλάκια στην Καυκάλλα της Κοκκινοτριμιθιάς, εκεί που σταμάτησε ο χρόνος. Το απαγορευμένο τρανζιστοράκι ήταν πολύτιμο απόκτημα στο στράτευμα της εποχής. Έστηνα το αφτί μου να ακούσω τον Μιχάλη Πασιαρδή που μιλούσε κοφτά, όχι με τόσο ξεκάθαρη εκφορά… Ήταν η όαση στην ξεραΐλα του στρατοπέδου».
Ένα βιβλίο στα μέτρα του Μιχάλη
Δεν είναι ποτέ εύκολο εγχείρημα η πλήρης και αντικειμενική σκιαγράφηση της προσωπικότητας και του έργου ενός ανθρώπου απλού, ταπεινού, μοναχικού, ταυτόχρονα στοχαστή, με απόθεμα πνευματικής δημιουργίας ευρύ και πολυποίκιλο, σημαντικό, καταξιωμένο. Χρειάζεται μέτρο. Και ο Χρύσανθος Χρυσάνθου βρήκε και τήρησε αυτό το μέτρο.
Μου φαίνεται, μάλιστα, σε βαθμό που, τρία χρόνια μετά το συμβολικό φευγιό του, Μεγάλο Σάββατο και Πρωτομαγιά, θα ενέκρινε και ο ίδιος ο ντροπαλός Μιχάλης. Και σίγουρα θα αισθανόταν περήφανος, σαν μάθαινε πως συμπαραστάτης σ’ αυτήν την προσπάθεια, όπως ομολογεί ο συγγραφέας, στάθηκε και ο γιος του, ο Κωνσταντίνος, σεμνός όπως ο πατέρας του, «και με το αίσθημα ευθύνης, επειδή φέρει το επίθετο αυτού του σημαντικού πνευματικού ανθρώπου της Κύπρου». Στις 145 τόσες μεγάλου σχήματος σελίδες του ποιοτικού του βιβλίου, με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, ο Χρυσάνθου δεν αφήνει τίποτα που δεν αγγίζει: Την εργοβιογραφία του, το πλούσιο ποιητικό του κληροδότημα, στίχους του που έγιναν τραγούδια, τα θεατρικά του, τα πεζογραφήματά του, τα μοναδικά ραδιοφωνικά του προγράμματα, τις δημοσιογραφικές του καταθέσεις σε πολύ προσωπικό ύφος. Κι ακόμη, μη φανεί παράξενο, την ιδιότητα τού γνήσιου, παθιασμένου και… καλά διαβασμένου φίλου του ποδοσφαίρου, «πιστού στην ιδέα της φανέλας». Για να καταλήξει τεκμηριωμένα στο απόσταγμα του επιλόγου του, πως: «Το φως της υστεροφημίας του Μιχάλη Πασιαρδή θα μείνει για πάντα».
Έμπρακτη στήριξη στην έκδοση του βιβλίου έδωσε και ο εκδότης του Φιλελευθέρου, Νίκος Παττίχης, ο οποίος στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου ανακοίνωσε ότι θα τιμηθεί ο Μιχάλης Πασιαρδής, για δεκαετίες συνεργάτης της εφημερίδας, με ειδική έκδοση ανθολογίας κειμένων του από τη δημοφιλή στήλη του «Στον παλμό». «Ο Μιχάλης μας είχε τη δική του γωνιά στην εφημερίδα και τους δικούς του πιστούς αναγνώστες, με τους οποίους επικοινωνούσε με μεστά και περιεκτικά σχόλια. Όπως ακριβώς συνήθιζε και στα ποιήματά του», τόνισε.
Σ’ ένα μικρό γραφείο καθόταν ο Μιχάλης για να γράψει το κείμενο για τη στήλη του στην εφημερίδα. Με το χέρι, πάντα, ποτέ στη γραφομηχανή ή αργότερα στο κομπιούτερ.
Στη Μαρίνα Σχίζα που τον ρώτησε γιατί, απάντησε: «Είναι ερωτική η σχέση πάνω στο χαρτί, το ακουμπάς και σε ακουμπάει».
Σταχυολογήματα από το βιβλίο
Το περιβάλλον του χωριού του με τους απλούς ανθρώπους, τα χωράφια του γεωργού πατέρα του, το πολλά λιόδεντρα, οι καθημερινές, απλές συνήθειες των συγχωριανών του έχτισαν τον μικρόκοσμο του νεαρού Μιχάλη, που πολύ νωρίς αισθάνθηκε την ανάγκη να τον εκφράσει λογοτεχνικά. Και καθώς τον γοήτευε η φύση, η παράδοση και η γλώσσα που μιλούσαν όλοι γύρω του, φυσιολογικά σ’ αυτήν εκφράστηκε ποιητικά, με θεατρικούς διαλόγους και ποικίλους άλλους τρόπους, όπως και στην πανελλήνια δημοτική, με την ίδια μαστοριά που αιχμαλωτίζει και γοητεύει. Από το δημοτικό στο χωριό του έγραφε σκετσάκια σε ένα τετράδιο. Μετά, στη «Μαθητική Εστία» του Παγκυπρίου Γυμνασίου, όταν ήρθε και η πρώτη αναγνώριση: Τιμήθηκε σε παγκύπριο διαγωνισμό ποίησης. Και το 1962, εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή, κατάθεση διαπιστευτηρίων ενός πολλά υποσχόμενου λογοτέχνη. Το 1964, θα προσληφθεί στο ΡΙΚ και θα αράξει εκεί, στο δεύτερο σπίτι του, όπως έλεγε, απ’ όπου δεν έφυγε ποτέ, ούτε κι όταν αφυπηρέτησε. Συνέχισε να φτιάχνει αφιλοκερδώς προγράμματα και να πίνει τον καφέ του στην καντίνα.
Γνωρίστηκε με τους μεγάλους ποιητές που θαύμαζε, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, Βρεττάκο και Λειβαδίτη. Συνδέθηκε με δυνατή φιλία με τον Τίτο Πατρίκιο και τη Λίνα Νικολακοπούλου. Στην εκπομπή του στο ραδιόφωνο, τα απαγορευμένα από τη Χούντα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη βρήκαν φιλόξενη στέγη. Τα θεατρικά του έργα «Η Γιαλλουρού» και «Τον νερόν του Δρόπη» στην κυπριακή διάλεκτο θα αγκαλιαστούν μαζικά από τον κόσμο. Το 1973 θα τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Θα ακολουθήσουν κι άλλες τιμές, με το Μεγάλο Βραβείο Θεάτρου του ΘΟΚ, το Αριστείο Γραμμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, από το ΡΙΚ και τον Φιλελεύθερο. Καθιερωμένος και αναγνωρισμένος σε Κύπρο και Ελλάδα, κράτησε πάντα χαμηλά το κεφάλι, σεμνός και ταπεινός, σχεδόν να ντρέπεται για τα σπουδαία πεπραγμένα του. Ούτε που διανοήθηκε να πουλήσει τα βιβλία του. Δανειζόταν για να τα εκδώσει και τα χάριζε σε λογοτέχνες και φίλους του. Στίχοι του στην κυπριακή διάλεκτο θα γίνουν δημοφιλή τραγούδια από τον Κωστή Κωστέα, τον Αχιλλέα Λυμπουρίδη, τον Μιχάλη Βιολάρη.
Η τραγωδία του 1974 τομή, πληγή αιμάσσουσα και στην ψυχή του Μιχάλη. Του ελληνολάτρη, που πληγωμένος και απευθυνόμενος στο αθηναϊκό κράτος θα γράψει τους βαριούς στίχους «δεν είναι η πρώτη σας φορά που μας πουλήσατε». Άλλοι πονεμένοι στίχοι του Πασιαρδή θα γίνουν τραγούδια από τον Νάσο Παναγιώτου, τον Γιώργο Κοτσώνη, τον Μιχάλη Χριστοδουλίδη, τον Μάριο Τόκα, τον Νίκο Παπάζογλου, τον Νάσο Αργυρίδη και άλλους, και θα ερμηνευθούν από τον Καλογιάννη, τη Μαρινέλα, τον Νταλάρα, τη Μαρίζα Κωχ, τον Κούλη Θεοδώρου. Στίχοι μοναδικής έμπνευσης, ανεπανάληπτοι:
«Φέρτε μου το παλιόν δκιολίν τζαι το παλιόν λαούτο,
με κόρτες πον ανταχτερές για το τραούιν τούτο.
Θωρώ τον Πενταδάχτυλον που στέκει πικραμμένος,
με τους αλύσους τους χοντρούς σαν τον ληστήν δημμένος…
Που την Τζερύνειαν έρκουμουν εψές εις τ’ όρομάν μου
τζι οι πέτρες εφωνάζαν μου, εξέραν τ΄όνομάν μου…»
Μια πρωτότυπη, ωραία εκδήλωση
Το βιβλίο «Μιχάλης Πασιαρδής, ο ποιητής των στοχασμών (1941-2021)», παρουσιάστηκε σε μια εκδήλωση διαφορετική από τα συνήθη, έμπνευση κι αυτή του συγγραφέα Χρύσανθου Χρυσάνθου. Χωρίς τους καθιερωμένους κουραστικούς λόγους, η εκδήλωση εξελίχθηκε σε ένα χάπενινγκ με όμορφες παρεμβάσεις από ανθρώπους που τον γνώρισαν πολύ καλά και παρεμβολές με βίντεο και εικόνες που εμπλούτισαν το όλο σκηνικό, με τη λιτή, όπως έπρεπε, παρουσίαση της συναδέλφου από το ΡΙΚ Λίτσας Μαυρίδου. Σταχυολογώ μόνο λίγα από όσα ακούσαμε, όσοι τυχεροί παρευρεθήκαμε στη Δημοσιογραφική Εστία εκείνο το βράδυ. Είπε ο συγγραφέας Χρύσανθος Χρυσάνθου: «Σκεφτείτε μόνο, πώς θα αντιδρούσε ο Μιχάλης Πασιαρδής, αν του έδινες ένα λουλούδι και του έλεγες, αυτό είναι κυκλάμινο από τον Πενταδάκτυλο, ή λεμονανθός από τη Λάπηθο, τον Καραβά, τη Μόρφου, την Αμμόχωστο, ή ένα στάχυ από τον κάμπο της Μεσαρκάς, ή ένα ματσικόριδο από την αυλή κάποιας γιαγιάς με το τσεμπέρι, που μόλις ξεφούρνισε ένα μοσχομυριστό ψωμί, ή ένα κλωνάρι ελιάς από τα χωράφια του Τσερκού».
Η μοναδική Λίνα Νικολακοπούλου, σε βιντεομήνυμα, ομολογεί: «Ο Μιχάλης είναι για μένα η Κύπρος της καρδιάς μου, η φωνή του να με λέει, παιδί μου, αρκούσε να με δυναμώνει για τον δρόμο. Εδώ που ήταν σ’ αυτό τον κόσμο, με τον ουρανό και τα πουλιά συνομιλούσε, με εκείνη την αιώνια γλώσσα καθημερινά. Μιχάλη μου, άνθρωπε άγρυπνε, με το γλυκό χαμόγελο μιλάς και θα μιλάς στην καρδιά μας από κάθε διάσταση πια».
Ο καλός του φίλος και μόνιμος ραδιοφωνικός συνοδοιπόρος του Κώστας Χαραλαμπίδης ξαναζωντάνεψε τις μοναδικές νύχτες του πρωτοποριακού καφεθεάτρου «Εναλλάξ», που έγραψε ιστορία. Είπε: «Ο Μιχάλης ήταν πάντα εκεί. Ήταν και ο ανάδοχος του πολιτιστικού αυτού ναού. Και ποτέ δεν καταδέχτηκε να κεραστεί ένα ποτό. Ήταν μια 'ιδιοτροπία' που την σεβόσουνα χωρίς δεύτερη κουβέντα. Παρών για τη μεγάλη στιγμή της βραδινής κατάθεσης, σ’ ένα κοινό που τον περίμενε, απόλυτα συντεταγμένο κι έτοιμο να ρουφήξει τους στίχους του. Ποιητής και ερμηνευτής ο ίδιος, κι η 'Ρουσομάλλα' του, σαν ετεροθαλής αδελφή της 'Ανεράδας', για πάντα εκεί. Κυκλοφορούσε, μέσα μας και έξω μας».
Μοναδική στην αφήγησή της η Μαρία Ξενοφώντος, για είκοσι χρόνια συγκάτοικος με τον Μιχάλη στο ίδιο γραφείο στο ΡΙΚ. Ζούσε και κατέγραφε στη μνήμη σημαδιακές στιγμές του. «Ο Μιχάλης», είπε, «συνέδεσε το όνομά του με το ραδιόφωνο του ΡΙΚ. Το υπηρετησε για εξήντα συναπτά έτη. Φανταστείτε τι παρακαταθήκη έχει αφήσει αυτός ο άνθρωπος, πόσα προγράμματα, πόσες εκπομπές, πόσες συνεντεύξεις. Κάθε εκπομπή του Μιχάλη ήταν καταθεση ψυχής αλλά και ένα συμπλήρωμα παιδείας. Έγραφε στο πολυτονικό. Ουδέποτε υιοθέτησε το μονοτονικό. Καινούργια συστήματα δεν τα ήθελε, δεν τα αφομοίωνε, δεν του άρεσαν. Μου έλεγε, 'εχάσαμε τα στολίδια των λέξεων, οι τόνοι και τα πνεύματα είναι στολίδια. Μπορώ να γράψω το ρήμα αγαπώ και να μη βάλω περισπωμένη; Τι είναι η περισπωμένη; Είναι τα χείλη που φιλούν».
Ο γνωστός ηθοποιός Νεόφυτος Νεοφύτου, μετέφερε στιγμές του Μιχάλη σε σύντομη παρέμβασή του, ο δημοσιογράφος Νίκος Τόκας αναφέρθηκε στην ωραία συναναστροφή μαζί του στα γραφεία της εφημερίδας και στη σχέση φιλίας, εκτίμησης και αγάπης μεταξύ του Πασιαρδή και του αλησμόνητου αδελφού του, Μάριου Τόκα. Ο πολύπειρος, εκ της παλιάς σχολής των καταξιωμένων αθλητικογράφων, Πέτρος Χατζηχριστοδούλου, θυμήθηκε χαρακτηριστικά περιστατικά για τον «ενθουσιώδη και ένθερμο λάτρη του λαϊκού αθλήματος του ποδοσφαίρου, οπαδό του Ορφέα Λευκωσίας, τον τελευταίο ρομαντικό φίλαθλο, αφού μετά τον Μιχάλη… έσπασε το καλούπι».
Δίκαιος ο έπαινος στον Χρύσανθο Χρυσάνθου για τη νέα αξιόλογη βιβλιογραφική του κατάθεση, για τον αυθεντικό Έλληνα Κύπριο, τον Μιχάλη Πασιαρδή, τον ποιητή των στοχασμών.
*δημοσιογράφος [pcpavlou@gmail.com]
Λεζάντα φωτογραφίας: Σ’ ένα μικρό γραφείο καθόταν ο Μιχάλης Πασιαρδής για να γράψει το κείμενο για τη στήλη του στην εφημερίδα. Με το χέρι, πάντα, ποτέ στη γραφομηχανή ή αργότερα στο κομπιούτερ.