Το «Μη γράφετε Αρθούρος» είναι η τρίτη συγγραφική δουλειά της Νάσιας Διονυσίου, μετά τη συλλογή διηγημάτων «Περιττή ομορφιά» (Το Ροδακιό, 2017), που απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας Κύπρου, και τη νουβέλα «Τι είναι ένας κάμπος» (εκδόσεις Πόλις, 2021) η οποία έλαβε το ελληνικό Κρατικό Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας. Για διάφορους λόγους και όχι μόνο λόγω το ενδιάμεσου μεγέθους του (152 σελίδες), πιο πολύ θα χαρακτήριζα το «Μη γράφετε Αρθούρος» ως νουβέλα αφού εστιάζει περισσότερο στην ψυχογραφία και στην εικονοπλασία παρά στη δομή, την πλοκή και το πλάνο, μια ηθογραφική αξιοποίηση ιστορικού υλικού για να σκιαγραφήσει μια στιγμή από τις μέρες στην Κύπρο του μεγάλου ποιητή Αρθούρου Ρεμπώ, πανταχού παρόντος και οιονεί απόντος, του ιδιοφυούς αιωνίου εφήβου, του καταραμένου ποιητή όπως έγραψε ο πρώην σύντροφός του Paul Verlaine, του διαρκώς εξεγερμένου όπως θα έγραφε πολύ αργότερα ο Albert Camus και με την καλή και με την κακή έννοια, ενός είδους επαναστάτη χωρίς αιτία, για να δανειστώ τον τίτλο της γνωστής ταινίας με τον James Dean.
Βρισκόμαστε σε εκείνη τη μεταβατική χρονική στιγμή, που η Κύπρος, μετά από τη σκοτεινή περίοδο τριών αιώνων οθωμανικής κατοχής, περνά υπό τον έλεγχο της Κραταιάς Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Το 1832 και το 1833 ο Αλφόνσος Λαμαρτίνος επισκέπτεται την Κύπρο και καταγράφει: «Η Κύπρος από μόνη της είναι ατόφιο βασίλειο, είναι ο ουρανός της Ασίας και το χώμα των τροπικών. Είναι μία από τις μαγεμένες εκείνες νήσους, όπου η αρχαιότητα είχε θέσει το σκηνικό μιας λατρείας από τις πλέον ποιητικές». Προσθέτει όμως για την οικτρή πραγματικότητα της εποχής «η Κύπρος δεν είναι πια παρά το σφάγιο εκείνης της μαγικής νήσου». Αυτό είναι λίγο πολύ το νησί που κληρονομούν οι Άγγλοι από τους Οθωμανούς το 1878.
Σαν σε βίο παράλληλο, την ίδια περίοδο, ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο θεόρατος διαβάτης με τις σόλες του ανέμου, σε φυγή από όλους και όλα και από τον εαυτό του, μετά από τα δημιουργικά και παραγωγικά του χρόνια, έχει πλέον ξεκινήσει την πορεία του από την απόλυτη λάμψη στην αμείλικτη πραγματικότητα και την παρακμή, που καταλήγει στην απόλυτη σιωπή. Κάνει τότε δύο περάσματα από την Κύπρο την περίοδο 1878-1880: Την πρώτη φορά εργάζεται σε λατομεία στον Ποταμό Λιοπετρίου και αλλού και τη δεύτερη στο Τρόοδος για την οικοδόμηση της θερινής κατοικίας του Άγγλου μεγάλου αρμοστή. Είναι το ξεκίνημα της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο, με το νησί να γίνεται αγγλικό προτεκτοράτο, αλλά να παραμένει φόρου υποτελές στην Υψηλή Πύλη.
Το βιβλίο της Νάσιας Διονυσίου βασίζεται σε εκτεταμένη ιστορική, αρχειακή και άλλη έρευνα και σε επισταμένη μελέτη πηγών, διατριβών και κειμένων αλλά δεν είναι βιβλίο για τον Ρεμπώ. Οικοδομεί τη μυθιστορία της αξιοποιώντας όλο αυτό το υλικό, και τις λίγες αράδες λέξεων των επιστολών του από την Κύπρο που ούτε σαν σημείωμα σε λογιστικό κατάστιχο δεν λογίζονται, αλλά με τη δημιουργική ματιά του καλλιτέχνη που εμπνέεται από ένα περιθωριακό συμβάν για να μοιραστεί μαζί μας, το προϊόν της πηγαίας, της έμπνευσης και της αστείρευτης φαντασίας της σε μια φανταστική εμπειρία. Με μια ασίγαστη ενέργεια και απίστευτη δεξιοτεχνία, έτσι ακριβώς όπως την είχε καταγράψει προ διετίας η Επιτροπή Βράβευσής της με το Κρατικό Βραβείου Διηγήματος-Νουβέλας της Ελλάδος για το προηγούμενο βιβλίο της «Τι είναι ένας κάμπος»: «Η Νάσια Διονυσίου, επιχειρεί μέσω της λογοτεχνίας να θέσει μεγάλα και οικουμενικά ζητήματα γύρω από τις μεγάλες κινήσεις στην ιστορία και την επίδρασή τους στη μοίρα και την τύχη των ανθρώπων αλλά και του ενός εκάστου».
Mutatis mutandis και εδώ η συγγραφέας παραμένει πιστή στην ίδια μεθοδολογία και μας καθιστά κοινωνούς σε ένα ονειρικό ταξίδι δίχως τέλος, με συναρπαστικές σκηνές, με την ίδια να κλυδωνίζεται ανάμεσα στον νατουραλισμό και στον συμβολισμό της εποχής και να φτάνει στον μοντερνισμό και στην απόλυτα σύγχρονη θεώρηση μιας αποδομημένης λογοτεχνικής ματιάς και της αναδρομικής αξιολόγησης των γεγονότων μιας άλλης εποχής της ιστορίας του τόπου, που με όλη την αφαιρετικότητά της, κρατά πάντα γερά τα νήματα των κρυφών νοημάτων. Ο πρόδρομος του σουρεαλιστικού μηδενισμού συναντάται στο βιβλίο της Νάσιας με την προσδοκία και τη λαχτάρα για την ανθρώπινη λύτρωση του μικρού μας τόπου και των ανθρώπων του. Σίγουρα αλληλοαγνοούνται και μόνο η απελπισία τους ενώνει, αλλά στο βιβλίο γίνονται οι δύο βασικές διαστάσεις που στην αντιδιαστολή τους κρατούν το ίσο της ιστορίας και την πανδαισία των χρωμάτων και των αισθήσεων της αφηγήματος.
Σε πείσμα της πενίας και της εξαθλίωσης η συγγραφέας καταφέρνει να βλέπει και την ομορφιά της φύσης, τα αρώματα, τους χυμούς, τους ήχους και τις φωνές, τα χρώματα, τα ψήγματα της αρχαίας σκουριάς και της σύγχρονης τραγωδίας. Μας πιάνει από το χέρι και μας περιφέρει σε μονοπάτια που κανένας δεν μπορεί να συνθλίψει και να εκτροχιάσει και που συνιστούν την ελκυστική και αξιόλογη εκδοχή της ζωής και του κόσμου. Μας προσφέρει μια υδατογραφική εμφάνιση του αθέατου Αρθούρου, όπως τον αποκαλεί η Άννα Μαραγκού, στις πλαγιές του Τροόδους στις αρχές της Αγγλοκρατίας, ως το ιστορικό υπόστρωμα/πρόσχημα/αφορμή για ένα αέναο πεζό ποίημα. Ένα ποίημα πολυφωνικό που ταλαντεύεται ανάμεσα στον μύθο και στο ιστορικό αφήγημα, ανάμεσα στη φαντασία και την ευλογοφάνεια, ένα ασυμβίβαστο πραγματιστικό ξεγύμνωμα της κρατούσας ιδεολογίας της αποικιοκρατίας, της αλαζονικής περιφρόνησης του γηγενούς στοιχείου και της βίαιης καταστολής κάθε κριτικής. Η ένδεια των ανθρώπων που σαν φαντάσματα υπηρετούν μια ξένη άρχουσα τάξη, αδιάφορη, εχθρική, απρόθυμη σε κάθε σκέψη, τυφλή, ανούσια, υπεροπτική και υπερφίαλη. Ο ίδιος ο ωραίος Αρθούρος όπως τον αποκαλούσε η αείμνηστη Πίτσα Γαλάζη, στο βιβλίο της, προσωποποιεί όλα αυτά και πολύ περισσότερα.
Οι λέξεις στη γραφή της Νάσιας, πλούτος αστείρευτος, που συνιστούν εν τέλει το οριστικό εργαλείο για τη μόχλευση του μυστηρίου και για την ερμηνεία της επίδρασής του και των ανυπότακτων σκέψεων και συναισθημάτων που μας διαπερνούν. Όλα αυτά συνυπάρχουν με την ασυμβίβαστη, μέχρι και ωμή καταγραφή φαινομένων, συμπεριφορών, γεγονότων, ερεθισμάτων και πραγματικοτήτων και τη διαρκή της εξέγερση απέναντι στο κακό και στο άδικο. Η πολλαπλότητα των αφηγημάτων και των προοπτικών δεν είναι άλλοθι, αλλά η άρνηση του μανιχαϊσμού, με τρόπο που ο αναγνώστης να σημαδέψει και να οροθετήσει την κατεύθυνσή του προς το ορθότερο με το ήθος και τις αξίες, δίχως να πρέπει να προκαταλαμβάνει την έννοια του ορθού ιδιαίτερα όταν είναι αποτέλεσμα της κληρονομημένης σκέψης, και όταν ορίζεται με πολιτικά ή ιδεολογικά κριτήρια. Η αμφισβήτηση γίνεται πηγή δημιουργίας και ο ανθρώπινος πολιτισμός κρίνεται όχι πια από τα εξωτερικά του γνωρίσματα, αλλά από την ουσία της ύπαρξης και την ποιότητα του ίχνους.
Στο «Μη γράφετε Αρθούρος» αυτό που συναντούμε είναι με λίγα λόγια μια λογοτεχνική γραφή που μπορεί να μετουσιώνει το χάος και τις αντιφάσεις, σε προσπελάσιμες διαστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης και που ταυτόχρονα μετατρέπει τις μαρτυρίες και τα ίχνη σε γάργαρο λόγο που σαν μουσική και σαν ποίημα μας συνεπαίρνει και μας ταξιδεύει σε απέραντους ορίζοντες, ακόμα και μέσα στις λάσπες και τα δράματα.