Λίγες σκέψεις για το θέατρο ενώ «Οι γυναίκες επιστρέφουν»

ΜΑΡΙΑ ΧΑΜΑΛΗ Δημοσιεύθηκε 14.11.2022

Η θεατρική ζωή στην πρωτεύουσα φαίνεται να είναι πιο δραστήρια από ποτέ. Όλα έχουν επανέλθει σε ρυθμούς κανονικότητας και το θέατρο δείχνει να βιάζεται να ανακάμψει και να κάνει όσα δεν πρόλαβε την τελευταία διετία. Οι πρεμιέρες ανακοινώνονται η μία μετά την άλλη, ενώ η υπερπληθώρα του θεάματος (εγχώριου και εισαγόμενου) με τα διάφορα φεστιβάλ να τρέχουν παράλληλα ή να διαδέχονται το ένα το άλλο, οδηγεί σε μια πραγματική φρενίτιδα πολιτιστικού «προϊόντος». Ωστόσο, η ποσοτική αύξηση του θεάματος δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη και την ποιοτική αναβάθμισή του. Πού οδήγησε το θέατρο αυτή η επώδυνη περίοδος περισυλλογής και απομόνωσης; Τι άφησε στους δημιουργούς και τους καλλιτέχνες αυτή η πρωτόγνωρη συνθήκη για την ανθρωπότητα και πώς αυτή η εμπειρία αποτυπώθηκε στις αναζητήσεις τους για να οδηγήσουν την τέχνη τους ένα βήμα παρακάτω; Ενώ κατά την περίοδο της πανδημίας υπήρχαν φωτεινά σημάδια ελπίδας ότι κάτι πάει να αλλάξει, η έναρξη της φετινής θεατρικής σεζόν άφησε μια απογοητευτική πρόγευση για το τι θα ακολουθήσει τον χειμώνα. Η ατυχής επιλογή των έργων, οι ταχύρρυθμες πρόβες, οι ελάχιστες μέρες διάρκειας των παραστάσεων προτού καν προλάβουν να δέσουν οι συντελεστές, η επαναληπτικότητα, οι σκηνοθετικές και υποκριτικές μανιέρες, μας έδωσαν, σε ουκ ολίγες περιπτώσεις, παραστάσεις αμήχανες, πρόχειρες, παρωχημένες σκηνοθετικά και άγουρες υποκριτικά, χωρίς άποψη και πρωτοτυπία. Και ενώ το φθινόπωρο οδεύει προς ολοκλήρωση για να δώσει τη θέση του στον θεατρικό χειμώνα, λίγες είναι οι περιπτώσεις παραστάσεων που ξεχώρισαν, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο, και κατάφεραν να αποτυπωθούν στο μυαλό μας. Αναφέρω κάποιες από αυτές, χωρίς να θέλω να αδικήσω άλλες που είτε δεν πρόλαβα να παρακολουθήσω, είτε δεν χωρούσαν στα στενά πλαίσια ενός σύντομου απολογισμού.

Το όχι χωρίς ατοπήματα Διεθνές Φεστιβάλ Κύπρια μάς χάρισε μια μοναδική εμπειρία χορού με την παράσταση του Netherlands Dans Theater, ενώ το κύκνειο άσμα του Peter Brook μύησε το κοινό σε μια συγκινητική, ποιητική και βαθιά θεατρική, μέσα στην απλότητά της, εκδοχή της Τρικυμίας του Σαίξπηρ με την παράσταση The Tempest. Ο Κώστας Συλβέστρος χάρισε σε μικρούς και μεγάλους μια μελετημένη εκδοχή του Ονείρου καλοκαιρινής νύχτας με επαναλήψεις, μεν, στα σκηνοθετικά του ευρήματα, ωστόσο με χιούμορ, ρυθμό, εξαιρετική μουσική, και φωτισμούς και σκηνικά που δημιουργούσαν υπέροχες εικόνες, οι οποίες συχνά θύμιζαν το σύμπαν του Bob Wilson. Το Διεθνές Φεστιβάλ Λευκωσίας με πλούσιο μουσικά και χορευτικά, και λιγότερο θεατρικά, πρόγραμμα, δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς (θεατρικά μιλώντας πάντα), αφού η πολλά υποσχόμενη παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου του Ισραήλ (Habima) με την παράσταση «Αυτόν αγαπά η ψυχή μου», μας παρουσίασε, μέσα από μια παρωχημένη, σε ευρήματα και αισθητική, σκηνοθεσία (Moshe Kepten), ένα έργο ρηχό (Itai Segal), με σποραδικά έξυπνο χιούμορ, υπερβολικό μελοδραματισμό και εύκολες λύσεις. Ωστόσο, το φεστιβάλ αποζημίωσε γονείς και παιδιά με την άρτια, σε όλα τα επίπεδα, μουσική παράσταση του πολυαναμενόμενου «Τεμπέλη Δράκου», που μετά από 18 χρόνια αποφάσισε να παρουσιαστεί στο κοινό, με πρώτη στάση τη Λευκωσία. Το δε φιλόδοξο, για τη φετινή χρόνιά, ρεπερτόριο του ΘΟΚ ξεκίνησε με το δυστοπικό «1984» του Όργουελ σε μια ευρηματική και τολμηρή σκηνοθεσία από τον Λέανδρο Ταλιώτη, η οποία έδωσε μια παράσταση που, παρά την κατάχρηση των προβολών και του χαμηλού φωτισμού στο αργό και επαναληπτικό πρώτο μέρος, στο δεύτερο αποκτά ρυθμό, δίνει ποιητικές εικόνες (τι υπέροχη η σκηνή του σόλο της Ελένης Σιδερά) και απογειώνεται κυρίως μέσα από τις ερμηνείες του Ανδρέα Τσέλεπου και του Αλέξανδρου Παρίση.

«Οι γυναίκες επιστρέφουν»

Αναμφίβολα, οι θεατρικές συζητήσεις των τελευταίων ημερών κινούνται γύρω από την επιστροφή του, εν εξελίξει εδώ και τρία χρόνια, project ΣΕΖΟΝ Γυναίκες και μάλλον όχι άδικα. Οι τρεις δημιουργοί του βραβευμένου project, Νέδη Αντωνιάδη, Μαγδαλένα Ζήρα και Αθηνά Κάσιου, μετά από δύο χρόνια (περι)συλλογής υλικού, συνεντεύξεων, έρευνας και μελέτης, επιστρέφουν με ένα καθαρά γυναικείο ζήτημα και αναδεικνύουν ένα ξεχασμένο ή παραγκωνισμένο κομμάτι της πρόσφατης ιστορίας μας. Το «Οι γυναίκες επιστρέφουν», αφορά μια ανεξάρτητη πολιτική πρωτοβουλία Κύπριων αλλά και ξένων γυναικών που διέμεναν στην Κύπρο, η οποία εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο αντικατοχικό κίνημα που υπήρξε στο νησί μετά το 1974. Με αφετηρία το 1975 στη Δερύνεια και αποκορύφωμα τις ιστορικές πορείες της δεκαετίας του 1980 στον Άρωνα, τον Άγιο Παύλο, τα Λύμπια και την Άχνα, οι γυναίκες της Κύπρου θέλησαν, άοπλες και με ειρηνικά μέσα, να περάσουν τη γραμμή του Αττίλα, να επανενώσουν το διαιρεμένο νησί και να ζήσουν χωρίς διαχωριστικές γραμμές και εξωτερικές παρεμβάσεις. Και ενώ το κίνημα ξεκίνησε σαν μια αυθόρμητη και παρορμητική κίνηση από κάποιες γυναίκες που θέλησαν να δουν τι θα γίνει αν απλά οι πρόσφυγες προσπαθήσουν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, εξελίχθηκε σε μαζική συστράτευση γυναικών οι οποίες βρήκαν, σε αντίθεση με την απαξίωση που συνάντησαν στο εσωτερικό, αναπάντεχη υποστήριξη τόσο από μεγάλες προσωπικότητες του εξωτερικού, όσο και από απλές γυναίκες που τάχθηκαν στο πλάι τους.

Μελετώντας αρχειακό υλικό και ιστορικά ντοκουμέντα, αλλά κυρίως βασιζόμενες σε συνεντεύξεις των γυναικών που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία και οργάνωση του κινήματος, η Μαγδαλένα Ζήρα και η Νέδη Αντωνιάδη δημιουργούν ένα κείμενο που ενστερνίζεται το είδος του θεάτρου ντοκουμέντο, χρησιμοποιώντας περισσότερο τις τεχνικές του verbatim theatre, μεταφέροντας αυτολεξεί τις μαρτυρίες των γυναικών, όπως ακριβώς δηλαδή ειπώθηκαν στις συνεντεύξεις τους. Δραματουργικά, το κείμενο ελάχιστα φιλτράρεται μέσα από τις θεατρικές συμβάσεις, ενώ ακολουθεί τη φαινομενική προχειρότητα και τον αυθορμητισμό του λόγου όπως αυτός διαμορφώνεται σε μια προφορική συνέντευξη. Έτσι, στη σκηνοθεσία της, η Μαγδαλένα Ζήρα επιλέγει να αναπαραστήσει τη σκηνή των συνεντεύξεων εντελώς ρεαλιστικά: μια συνάντηση παλιών φίλων (εκ των οποίων κάποιες έχουν ήδη φύγει) που ανακαλούν εικόνες, λόγια και γεγονότα γύρω από ένα τραπέζι πίνοντας καφέ και τρώγοντας τυρόπιτα. Τα γεγονότα έρχονται στην επιφάνεια άτακτα, χωρίς σύνδεση και χρονική σειρά, έτσι όπως ακριβώς λειτουργεί η ανθρώπινη μνήμη, με επαναληπτικότητα και πισωγυρίσματα στον χρόνο, ανακαλώντας γεγονότα, ανθρώπους, ήχους, χρώματα, μυρωδιές και συναισθήματα.

Ενώ το υλικό των συνεντεύξεων μεταφέρεται αυτούσιο στη σκηνή, η Ζήρα, για να αποφύγει τη μονοτονία της αφήγησης και να δημιουργήσει κάποιες εστίες δράσεις και συναισθηματικές κορυφώσεις, αποφασίζει να δραματοποιήσει ορισμένα κομβικά σημεία από τη δράση των γυναικών στις πορείες. Η μετάβαση από την αφήγηση στη δράση σηματοδοτείται από τη μια μέσα από την υποβλητική μουσική (Αντώνης Αντωνίου) και την αλλαγή στους φωτισμούς (Βασίλης Πετεινάρης), και από την άλλη μέσα από τον διαχωρισμό του σκηνικού χώρου σε δύο μέρη (Έλενα Κατσούρη): από τη μια είναι ο χώρος με όλα τα σκηνικά αντικείμενα που χρησιμεύουν στη ρεαλιστική απεικόνιση των συνεντεύξεων και των συναντήσεων των γυναικών στο παρελθόν, και από την άλλη ο συμβολικός, αφαιρετικός χώρος όπου δραματοποιούνται κάποια γεγονότα και αναπαριστώνται οι αναμνήσεις, με τη χωμάτινη λωρίδα γης να συμβολίζει τον δύσβατο δρόμο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, που είχαν να αντιμετωπίσουν οι γυναίκες στις πορείες αυτές. Επιπλέον, σποραδικά οι αφηγήσεις συντονίζονται με προβολές από τις πραγματικές πορείες, όπως επίσης και με τον ήχο της φωνής των γυναικών που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις. Αυτά τα στοιχεία ενισχύουν ακόμη περισσότερο την απόφαση της Ζήρα να κινηθεί στην αισθητική του ντοκιμαντέρ και να αφήσει τις αφηγήσεις να δημιουργήσουν το ίδιο το κείμενο, χωρίς να φαίνεται η κοπιώδης επεξεργασία του υλικού που έγινε από τις τρεις δημιουργούς του ΣΕΖΟΝ γυναίκες και που δημιούργησε, εν τέλει, ένα αξιόλογο κείμενο με αρχή, μέση και (ένα αχρείαστα διδακτικό) τέλος, σε μια ρέουσα κυπριακή διάλεκτο η οποία αποφεύγει έντεχνα τις παγίδες της ηθογραφίας.

Η Μαγδαλένα Ζήρα είχε να διαχειριστεί σκηνοθετικά ένα πολύτιμο και τολμηρό υλικό το οποίο της έδωσε τη δυνατότητα να δοκιμαστεί σε ένα εντελώς διαφορετικό είδος θεάτρου. Στο πρώτο της αυτό εγχείρημα υπάρχουν και οι στιγμές που φαίνεται κάποια αστάθεια, γεγονός που ίσως να της στοίχισε μια πιο τολμηρή σκηνοθετική προσέγγιση και διαχείριση του υλικού της επί σκηνής. Έχω την αίσθηση ότι οι διαρκείς εναλλαγές ανάμεσα στις τεχνικές του verbatim theatre και του θεάτρου της δραματοποιημένης αναπαράστασης δεν δίνουν ένα σκηνικό αποτέλεσμα με αισθητική ομοιογένεια και συνέπεια. Η Ζήρα, ηθελημένα ή μη, φαίνεται να κινείται πότε προς το ένα είδος και πότε προς το άλλο με κάποια αβεβαιότητα, η οποία είναι εμφανής στις ενίοτε αμήχανες μεταβάσεις που γίνονται επί σκηνής από τη αφήγηση στη δραματοποίηση και το ανάποδο. Η αμηχανία αυτή εκδηλώνεται και μέσα από την ασυνεπή, κάποιες φορές, χρήση του σκηνικού χώρου. Η εξαιρετική ιδέα της χωμάτινης λωρίδας γης (η οποία από μόνη της γεμίζει ολόκληρη τη σκηνή καθιστώντας όλα τα υπόλοιπα ρεαλιστικά αντικείμενα, εντελώς περιττά), ενώ θα έπρεπε να χρησιμοποιείται αυστηρά κατά τη διάρκεια της δραματοποίησης για να αναδεικνύεται και ο συμβολικός της ρόλος, εντούτοις συχνά οι ηθοποιοί την παραβιάζουν κατά τη διάρκεια των αφηγήσεων (όπως συμβαίνει π.χ. στην αχρείαστη σκηνή στην παραλία), αποδυναμώνοντας έτσι την αφαιρετική αισθητική της και καταργώντας τον συμβολικό της ρόλο.

Η σκηνοθετική γραμμή της παράστασης δημιουργεί ένα ιδιαίτερα απαιτητικό έργο για τις έξι ηθοποιούς (Νέδη Αντωνιάδη, Σοφία Καλλή, Γιόλα Κλείτου, Ζωή Κυπριανού, Ιωάννα Παπαμιχαλοπούλου, Μαρία Χατζηχριστοδούλου). Από τη μια πρέπει να πείσουν με απόλυτη φυσικότητα ότι είναι αυτές οι έξι γυναίκες που δίνουν συνέντευξη για γεγονότα που έζησαν και να απευθύνονται μετωπικά στο κοινό σε β' ενικό πρόσωπο, και από την άλλη να τις υποδυθούν σε μια άλλη ηλικία στις δραματοποιημένες σκηνές. Παρά τις στιγμές αμηχανίας που προκύπτουν κατά τη διάρκεια των μεταβάσεων από δραματοποίηση στην αφήγηση, στιγμές που μόνο η Σοφία Καλλή κατορθώνει να προσπελάσει με φυσικό χειρισμό τέτοιο που να πείθει τον θεατή ότι θα μπορούσε στην πραγματικότητα να είναι μια από αυτές τις γυναίκες, οι έξι ηθοποιοί, με εξαιρετικό συντονισμό μεταξύ τους και έκδηλη σκηνική χημεία η οποία τονίζει και την πραγματική σύνδεση αυτών των γυναικών, δίνουν με φυσικότητα, ισορροπία και άνεση ένα άρτιο, στο σύνολό του, ερμηνευτικό αποτέλεσμα.

Όποιες απόψεις ή ενστάσεις μπορεί να εκφράσει μια υποκειμενική κριτική ανάλυση, η ουσία, ιδιαίτερα στην περίπτωση της συγκεκριμένης παραγωγής, βρίσκεται στην ανταπόκριση και τις αντιδράσεις του κοινού. Η συγκίνηση, ο αυθόρμητος σχολιασμός από γυναίκες που έζησαν τις πορείες και βρίσκονται ανάμεσα στο κοινό, το επίμονο χειροκρότημα στο τέλος, δικαιώνει πέραν πάσης αμφιβολίας αυτό το εγχείρημα της Μαγδαλένας Ζήρα το οποίο δημιουργεί μία από τις σημαντικότερες παραστάσεις που έχει δώσει στο κοινό, ενώ το ΣΕΖΟΝ Γυναίκες, πιστό στους στόχους του, αναδεικνύει ένα μείζον κομμάτι της ιστορίας της γυναίκας και του τόπου, γράφοντας και αυτό, χρόνο με τον χρόνο, τη δική του ιστορία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
"The Unfriend" του Steven Moffat

"The Unfriend" του Steven Moffat

"The Unfriend" του Steven Moffat

Πρεμιέρα για την παράσταση "ΔΙΔΩ/ΕΛΙΣΣΑ ή μια περιπλανώμενη ιστορία" της Μαγδαλένας Ζήρα

Πρεμιέρα για την παράσταση "ΔΙΔΩ/ΕΛΙΣΣΑ ή μια περιπλανώμενη ιστορία" της Μαγδαλένας Ζήρα

Πρεμιέρα για την παράσταση "ΔΙΔΩ/ΕΛΙΣΣΑ ή μια περιπλανώμενη ιστορία" της Μαγδαλένας Ζήρα

«O Φάρος» του Conor McPherson

«O Φάρος» του Conor McPherson

«O Φάρος» του Conor McPherson

«Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» στην Κεντρική Σκηνή ΘΟΚ

«Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» στην Κεντρική Σκηνή ΘΟΚ

«Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» στην Κεντρική Σκηνή ΘΟΚ