Παράθυρο logo
Ελληνικά
Δημοσιεύθηκε 02.09.2013
Ελληνικά

Γράφει ο Σταυρίνος Κυριάκου

Όσσον τζαι έκατσε στην ξύλινη, κουνιστή καρέκλα εθθυμήθηκε ότι εν ελάθκιασε την σαλάτα. Εχάδεψε τες στρογγυλές, σκαλιστές άκρες των σιερκών τζαι εσηκώθηκε αποφασιστικά. Εμέτρησε τρεις κουταλιές της σούππας, λάδι που το καλό τζαι έσφιξε μισό λεμόνι. Η γεναίκα του επερίπαιζε τον άμα τον εθώρε να ετοιμάζει τα σαλατικά. "Η σαλάτα θέλει έναν σπάταλο στο λάδι, Γιώργο. Σε λίγο θα το μετράς με το σταγονόμετρο εσύ". Ο Γιώργος συνήθως εμαείρευκε, τζείνη εν ήταν ποττέ καλή τζαι ούτε της άρεσκε. Μπορεί καμιά φορά να ετοίμαζε κανένα σάντουιτς, αλλά ως τζιαμαί. Ως επί το πλείστον, εσούζετουν πάνω στην καρέκλα, έκαμνεν του παρέα τζαι εκάπνιζε κάτι τσιγάρα λεπτά τζαι μακριά. Τα μαξιλάρκα της καρέκλας μυρίζουν ακόμα τσιγάρο τζαι άρωμα.


Άκουσε τα ξύλινα σκαλιά της πίσω σκάλας να χτυπούν γλήορα. Τα βιαστικά βήματα του γιου του, όπως τες σφαίρες της τουρτούρας. Ψηλός, λιγνός, άχαρος με καστανόξανθα ακούρευτα μαλλιά. Επικίνδυνα κοντά στα 30 του χρόνια, για κάποιον που μεινίσκει με τον παπά του τζαι ππέφτει στο παιδικό του δωμάτιο.
Εφόρεν το φωσφοριζέ κίτρινο γιλέκο του δήμου τζαι που κάτω μια φανέλλα μαύρη με μπλε έντονα γράμματα.
Ο Γιώργος εζάβωσε το δειν του, εβλεφάρισε τζαι ερώτησε απορημένος, με μια δόση ειρωνείας στη φωνή του. "Είνταμ που έν' τζείνη η φανέλλα που φορείς;"
"Εγόρασα την που τον σύλλογο. Είνταμ που έσιει;" απάντησε αδιάφορα ο Αντωνής.
"Εν σου είπαν τίποτε οι συνάδελφοι σου που φορείς έτσι φανέλλα στην δουλειά;"
"Σιγά να μεν κόψει τους συναδέλφους μου τι φορώ την ώρα που κόφκω εισιτήρια του πάρκινγκ."
"Ρε Αντωνή, τι σημαίνει 'Μένω Κύπρο, Μιλάω Ελληνικά'. Γιατί πρέπει να το γράφει η φανέλλα σου;"
Με γεμάτο το στόμα ραφκιόλες, ο Αντωνής είπε. "Εγεμώσαμε που τούντους ξένους. Ούλλες οι ράτσες εσυναχτήκαν δαμέσα. Τωρά το καλοτζαιρί, εν φαντάζεσαι πόσες τιτσιρόκωλες Εγγλέζες τζαι Σουηδέζες έρκουνται στην θάλασσα. Να μεν πω για τους Φιλιππινέζους τζαι τους Αράπηες. Είμαστεν Έλληνες, τούτος ο τόπος έν' ελληνικός. Πρέπει να το δείχνουμε, να είμαστε περήφανοι!"
Ο Γιώργος έκατσε πίσω στην κουνιστή καρέκλα. Σε μια τελευταία προσπάθεια να αναγκάσει τον γιο του να σκεφτεί λογικά, ερώτησε. "Καλά ρε Αντωνή, σε ποιους απευθύνεται το μήνυμα;".
"Σε τούτους ούλλους τους κουβαλητούς, ρε παπά!" επολοήθηκεν ο Αντωνής τζαι εφάτσησεν το πιρούνι πά' στο πιάτο.
"Ε, πώς θα θκιεβάσουν την φανέλλα, άμα εν μιλούν ελληνικά, ρε χρυσέ μου γιε;"
"Να μάθουν να μιλούν, άμα έν' στην Κύπρο. Δαμαί τούτην τη γλώσσα μιλούμε!" απάντησε ο γιος του, τζαι εσυνέχισε να ρουφά βιαστικά το μεσημεριανό του.
Εβούλιαξε στα μαξιλάρκα, επαραδόθηκε στη ζεστή, γνώριμη μυρωθκιά της γεναίκας του. Ένιωσε ξανά ότι έν' μάταιο να συνεχίσει τη συζήτηση.