Παράθυρο logo
Φιλιώ Χαϊδεμένου
Δημοσιεύθηκε 13.03.2017
Φιλιώ Χαϊδεμένου

Συγγραφέας: Φιλιώ Χαϊδεμένου
Διασκευή: Άνδρη Θεοδότου
Σκηνοθεσία: Βασίλης Ευταξόπουλος

Είμαι ένας από τους τυχερούς ανθρώπους που ευτύχησαν να γνωρίσουν και να ακούσουν από κοντά τη Φιλιώ Χαϊδεμένου. Τότε έκλεινε τα 100 της χρόνια. Γνώριζα κάποια πράγματα για το προσωπικό οδοιπορικό της, για μένα όμως ήταν “απλά” άλλη μια μαρτυρία για τα όσα φρικαλέα έζησαν όσοι κατόρθωσαν να μπουν σε μια βάρκα και να αφήσουν πίσω τους τη Σμύρνη στις φλόγες. Η αιωνόβια, όμως, αυτή γιαγιά είχε κάτι διαφορετικό. Αεικίνητη μεν, αλλά το αστραφτερό βλέμμα της, η φωνή της, απέπνεαν μιαν ηρεμία, μια παιδικότητα, μια καλοσύνη. Μου θύμιζε όλες τις καλές γιαγιάδες των λαϊκών παραμυθιών και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτός ο άνθρωπος βίωσε τόσα οδυνηρά γεγονότα: Μικρασιατική Καταστροφή, δικτατορία, κατοχή, εμφύλιο, χούντα. Και, βέβαια, τη διάψευση κάθε ελπίδας για επιστροφή στην ολοκληρωτικά χαμένη πατρίδα. Ο αγώνας της, λοιπόν, ήταν η χαμένη αυτή πατρίδα να παραμείνει ζωντανή στις μνήμες των επόμενων γενιών: να κλείσει σε ένα μουσείο όλες τις μαρτυρίες, τα μαρτύρια, τις παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα, τα κειμήλια των Μικρασιατών. Παρά την ηλικία της ο άσβεστος πόθος για να διασώσει οτιδήποτε είχε να κάνει με τον μικρασιατικό ελληνισμό την οδήγησε σε ταξίδια σε ολόκληρη την Ελλάδα, ακόμη και στα Βουρλά της Σμύρνης, τη γενέτειρά της, για να φέρει πίσω λίγο χώμα. Το όνειρό της έγινε πραγματικότητα και η γιαγιά Φιλιώ έκλεισε τα μάτια της πλήρης ημερών και εμπειριών, λίγο πριν ολοκληρώσει 108 χρόνια ζωής.

Δεν είναι εύκολο να κρίνει κανείς δραματουργικά ένα έργο που αποτελεί ζωντανή μνήμη των βιωμάτων μιας γυναίκας που έχει πια καταστεί σύμβολο για τον ελληνισμό. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, θα ήταν άνευ ουσίας ή σημασίας. Το κείμενο της παράστασης βασίζεται στο βιβλίο της Φιλιώς Χαϊδεμένου “Τρεις αιώνες, μια ζωή” (2005), όπου περιγράφει το οδοιπορικό της 23χρονης τότε Φιλιώς, από την έξοδό της από τη Σμύρνη μέχρι την εγκατάστασή της στην Ελλάδα. Η εύστοχη διασκευή της Άνδρης Θεοδότου για την παράσταση επιλέγει να συμπεριλάβει, στην ύφανση αυτής της ιστορίας, όχι μόνο τα σημαντικότερα και πιο συγκινητικά περιστατικά της ζωής της Φιλιώς, αλλά και κάποιες ευχάριστες καθημερινές νότες, διανθισμένες με έντονα ηθογραφικά στοιχεία της ζωής στα Βουρλά της Σμύρνης. Η συγκεκριμένη ιστορία από μόνη της, λόγω του έντονου συγκινησιακού της φορτίου, μπορεί να εξασφαλίσει ως ένα βαθμό την επιτυχία της παράστασης. Ταυτόχρονα, όμως, επειδή πρόκειται για μιαν αφήγηση, έναν διανθισμένο μονόλογο με τις αποσπασματικές μνήμες μιας γυναίκας που μεταβαίνει άτακτα από το παρελθόν στο παρόν, το σκηνικό εγχείρημα ενέχει κινδύνους και παγίδες για τον σκηνοθέτη. Ο Βασίλης Ευταξόπουλος κατορθώνει με ισορροπία και μέτρο να αποφύγει, από τη μια, τον συναισθηματικό φόρτο της παράστασης και, από την άλλη, την κούραση των θεατών από τις διαρκείς αφηγήσεις των γεγονότων. Χωρίς υπερβολές και κατάχρηση των τεχνικών μέσων δίνει εικόνα και ήχο στον λόγο της Φιλιώς, παρασύροντας τον θεατή σε ένα ταξίδι στον χρόνο. Η εικονοποίηση του λόγου επιτυγχάνεται με ποικίλους τρόπους. Καταρχάς, με το πολύ έξυπνο εύρημα της παρουσίας του “άλλου εαυτού”, του “νεανικού εγώ” της Φιλιώς, το οποίο υποδύεται ο εξαίρετος Ζαχαρίας Καρούνης. Ο άλλος εαυτός συνδιαλέγεται με τη Φιλιώ στο παρόν, ερεθίζει διαρκώς τη μνήμη της, τη διορθώνει, υποβοηθά τη συνειρμική ακολουθία, την προκαλεί να θυμηθεί γεγονότα ευχάριστα αλλά και επώδυνα τα οποία η ίδια προσπαθεί να απωθήσει. Ο ουσιαστικός, ωστόσο, συμπρωταγωνιστής της Φιλιώς είναι η μουσική, η οποία αποτελεί τον καμβά στον οποίο ζωγραφίζεται ολόκληρη η αφήγηση. Ο Ζαχαρίας Καρούνης “υποδύεται” όχι μόνο το άλλο “εγώ” της Φιλιώς, αλλά και την ίδια τη μουσική, αφού ένας βασικός τρόπος για να παρακινήσει την ηρωίδα να θυμηθεί είναι μέσα από οικείους μουσικούς ήχους. Με τη συνοδεία ζωντανής μουσικής από σαντούρι και κρουστά, ο Ζαχαρίας Καρούνης καθηλώνει με την αισθαντική φωνή του σε τραγούδια πρωτότυπα (σε δική του σύνθεση), παραδοσιακά και αμανέδες, τα οποία συχνά εκτελεί ακόμη και a capella.

Όλοι ανεξαιρέτως οι ηθοποιοί υποστηρίζουν τους ρόλους τους με πάθος και με όλα τα υποκριτικά τους εφόδια: φωνή, έκφραση, κίνηση. Ό,τι και να προσπαθήσω, όμως, να γράψω για την ερμηνεία της Δέσποινας Μπεμπεδέλη μου φαίνεται πενιχρό

Έτσι, αυτό το “μη πρόσωπο” αιτιολογεί την παρουσία του επί σκηνής δημιουργώντας νοσταλγικές μουσικές γέφυρες στην αποσπασματική της μνήμη, υποβοηθώντας ταυτόχρονα στο “γέμισμα” των αφηγηματικών κενών, αλλά και στην αποφόρτιση του θεατή από την ένταση των περιγραφών των βιωμάτων της ηρωίδας. Και ενώ ο διάλογος ανάμεσα στη Φιλιώ και το άλλο της “εγώ” βρίσκεται εν εξελίξει, στο πίσω μέρος της σκηνής οι υπόλοιποι ηθοποιοί της παράστασης δραματοποιούν σκηνές από τις αφηγήσεις της ηρωίδας. Πρόσωπα προσφιλή -ο πατέρας, η μητέρα, τα αδέρφια- “παίζουν” τα λόγια της Φιλιώς ζωντανεύοντας στιγμές του επώδυνου αυτού οδοιπορικού. Η ίδια έχει οπτική και λεκτική επαφή με τα πρόσωπα του παρελθόντος αλλά αυτά όχι. Είναι απλά θραύσματα της αποσπασματικής της μνήμης, μέσα από εναλλαγές άλλοτε ευχάριστων ή ακόμη και κωμικών συμβάντων και άλλοτε βίαιων και τραγικών. Το ψηφιδωτό της εικόνας της παράστασης συμπληρώνουν οι λιτές αλλά ουσιαστικές προβολές στο πίσω μέρος της σκηνής, το απλό και λειτουργικό σκηνικό και οι εύστοχοι φωτισμοί που σηματοδοτούν τη μετατόπιση της δράσης στα διάφορα σημεία του σκηνικού χώρου.

Όλοι ανεξαιρέτως οι ηθοποιοί υποστηρίζουν τους ρόλους τους με πάθος και με όλα τα υποκριτικά τους εφόδια: φωνή, έκφραση, κίνηση. Ό,τι και να προσπαθήσω, όμως, να γράψω για την ερμηνεία της Δέσποινας Μπεμπεδέλη μου φαίνεται πενιχρό. Μετά από δεκάχρονη αποχή από τη θεατρική σκηνή, η μεγάλη αυτή ηθοποιός ήξερε γιατί αποδέχθηκε αυτόν τον ρόλο. Η υποκριτική της ωριμότητα και εμπειρία, η σκηνική της τόλμη και η παιδεία της την οδηγούν σε μια πολυεπίπεδη ερμηνεία με απόλυτη αξιοπρέπεια απέναντι στο μέγεθος της ηρωίδας που ενσαρκώνει. Η αυθεντικότητα και η φυσικότητα με την οποία μεταβαίνει από το ένα επίπεδο στο άλλο, από το νοσταλγικό στο μαρτυρικό, από το τραγικό στο κωμικό, από το συγκινησιακό στο απόλυτα καθημερινό, είναι αξιοθαύμαστη. Το ύφος της, οι κινήσεις των χεριών, το ηχόχρωμα της φωνής της, ακόμη και οι παύσεις και οι σιωπές της είναι όλα μελετημένα με απίστευτη λεπτομέρεια. Όταν τραγουδάει το “φως και σκοτάδι φίλιωσα, Φιλιώ Φιλιώ με λένε”, σε πείθει ότι το εννοεί, ότι η ηρωίδα αυτή έχει γίνει κτήμα της και κτήμα του ετερόκλητου κοινού που τη χειροκροτεί όρθιο και συγκινημένο. Ίσως γιατί -ιδιαίτερα αυτό το ετερόκλητο κυπριακό κοινό- νοσταλγεί μέσα από αυτή την παράσταση “εκείνη τη θάλασσα με το πολύ γαλάζιο”. Και όχι μόνο της Μικράς Ασίας.

* Διδάκτωρ θεατρολογίας, φιλόλογος