Μουσική: Michael Jarrell
Σκηνοθεσία: Herve Loichemol
Μουσική διεύθυνση: Jean Deroyer
Στον ρόλο της Κασσάνδρας η Fanny Ardant
Συμμετοχή: Ορχήστρα Κουμανδαρία υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Francis Guy
Με το Μεσαιωνικό Κάστρο της Πάφου να αποτελεί φυσικό σκηνικό και να παραπέμπει στο παλάτι των Μυκηνών, μια κεκλιμένη εξέδρα και μια εντυπωσιακά μεγάλη, κατακόκκινη βελούδινη κουρτίνα να δεσπόζει στην είσοδο του κάστρου, η εξαίσια και ανεπανάληπτη Fanny Ardant έδωσε στο κοινό του περασμένου Σαββάτου μια διαφορετική εκδοχή της τρωικής εκστρατείας και ένα ρεσιτάλ υψηλής υποκριτικής τέχνης.
Πρόκειται για μια διασκευή του διηγήματος με τίτλο Cassandre της Γερμανίδας συγγραφέως Christa Wolf, η οποία, ακολουθώντας κυρίως τις ερμηνείες ή εικασίες ιστορικών και αρχαιολόγων, αλλά και τη δική της οπτική για τον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο, αποδομεί τον παραδεδομένο μύθο του τρωικού πολέμου, της αφορμής και της αιτίας που τον προκάλεσαν, των ανθρώπων που ενεπλάκησαν και των γεγονότων που εκτυλίχθηκαν, και δίνει μια δική της μυθοπλαστική εκδοχή την οποία τοποθετεί στο μυαλό και τα λόγια της μελλοθάνατης Κασσάνδρας μία ώρα πριν από τον θάνατό της, ενώ βρίσκεται σε κατάσταση αιχμαλωσίας στις Μυκήνες από τον αρχηγό της ελληνικής εκστρατείας, βασιλιά Αγαμέμνονα.
Με αυτό τον τρόπο δίνει φωνή, έστω και την υστάτη, σε μια γυναίκα τα λόγια της οποίας δεν εισακούστηκαν ποτέ και αποσιωπούνταν ή ερμηνεύονταν ως λόγια παραφροσύνης. Η Κασσάνδρα της Wolf χάνει τη μυθική της υπόσταση, τοποθετείται σχεδόν εκτός χώρου και χρόνου και μεταμορφώνεται σε μια γυναίκα που αφηγείται τη δική της εκδοχή του πολέμου μέσα από τους πολλαπλούς της ρόλους: της Τρωάδας πριγκίπισσας, της κόρης, της αδερφής, της ερωμένης, της ιέρειας, της μάντισσας.




Ο λόγος της Κασσάνδρας στο έργο της Κρίστα Γουόλφ, ενδεδυμένος το άλλοθι της μυθοπλασίας, είναι τόσο ποιητικός και καλογραμμένος, που σε παρασύρει, σχεδόν σε πείθει ότι πρόκειται για την πραγματική εκδοχή του μύθου



Πρόσωπα ιστορικά και μυθικά [Πρίαμος, Εκάβη, Ελένη, Αινείας, Τρωίλος, Βρισηίδα, Κάλχας, Αχιλλέας, Αγαμέμνονας, Μενέλαος, Πάρις] γίνονται κομμάτι μιας άλλης, διαφορετικής αφήγησης η οποία τους κατεβάζει από το ιστορικό ή ηρωικό βάθρο και τους τοποθετεί σε μια ιστορία που θυμίζει το σήμερα.
Πρόκειται για μια εκδοχή καθαρά φεμινιστική, σε μια ιστορία πολέμου καθαρά ανδρική, όπου τα πάντα παίζονται σε ένα παράλογο παιχνίδι εξουσίας, δύναμης, επιβολής, βίας, εξαπάτησης και διαφθοράς. Η γυναίκα γίνεται πιόνι αυτού του παιχνιδιού και η Κασσάνδρα μεταμορφώνεται σε σύμβολο των γυναικών των οποίων η φωνή φιμώνεται, η ευφυΐα και η ικανότητα υπονομεύονται, υποτιμώνται και τάσσονται στην υπηρεσία ενός ανδρικού κόσμου. Αν και πρόκειται για ένα κείμενο που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1983, οι συσχετισμοί με τα σημερινά δεδομένα στη Μέση Ανατολή είναι δελεαστικοί.
Παρόλο που θα μπορούσε κανείς να δει την ανάγνωση της Wolf ως μονοδιάστατη ή ακόμη και αυθαίρετη [άλλωστε η Κασσάνδρα, όπως και όλοι οι ήρωες της αρχαίας τραγωδίας, είχε το δικαίωμα της επιλογής και αυτή η επιλογή ήταν που επέφερε την τιμωρία της], ο λόγος της, ενδεδυμένος το άλλοθι της μυθοπλασίας, είναι τόσο ποιητικός και καλογραμμένος, που σε παρασύρει, σχεδόν σε πείθει ότι πρόκειται για την πραγματική εκδοχή του μύθου. Και αυτό το αποτέλεσμα δεν οφείλεται μόνο στη συγγραφική δεινότητα της Wolf, αλλά σε όλους τους συντελεστές αυτής της παράστασης που έδωσαν σκηνική οντότητα σε ένα τόσο ιδιαίτερο κείμενο.


Η καλλιτεχνική συνύπαρξη του σκηνοθέτη Herve Loichemol με τον μουσικό Michael Jarrell μετέτρεψαν το έργο σε «μονόδραμα για ηθοποιό και ορχήστρα», βρίσκοντας ιδανικούς ερμηνευτές στην πολυεπίπεδη, υποκριτικά, Fanny Ardant και στον έμπειρο, στη μουσική διεύθυνση, Jean Deroyer. Η Ardant, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Loichemol, με υποκριτική λιτότητα, χωρίς ίχνος επίδειξης ή θεατρινισμού, με σταθερότητα αλλά και πολλαπλές κορυφώσεις στις οποίες συμπαρασύρει συναισθηματικά το κοινό, κατορθώνει να μετουσιώσει τον λόγο της σε εικόνα και να προσπελάσει την αφηγηματικότητα του κειμένου.
Με μοναδικά όπλα τη φωνή και το σώμα της, αλλά και τη συμβολή των ευρηματικών φωτισμών του Seth Tillett οι οποίοι κατέστησαν περιττή την ύπαρξη οποιουδήποτε σκηνικού αντικειμένου, και της υποβλητικής μουσικής –άρτια εκτελεσμένης από την Ορχήστρα Κουμανδαρία– η οποία προοικονομεί τις μεταπτώσεις και κορυφώσεις της αφήγησης, η Fanny Ardant ανάγκασε το κοινό να ακούσει τα λόγια της Κασσάνδρας και σχεδόν να το πείσει, λίγο πριν τον θάνατο, ότι η δική της εκδοχή είναι η αληθινή.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ©ΦΩΤΟ ΛΑΡΚΟ | ΠΑΦΟΣ