Συγγραφέας: Doug Wright
Μετάφραση/Σκηνοθεσία: Ανδρέας Αραούζος
Σκηνικά/κοστούμια: Έλενα Κατσούρη
Μουσική/ήχος: Γιώργος Κολιάς
Σχεδιασμός φωτισμού: Βασίλης Πετεινάρης
Ερμηνεύουν: Φώτης Αποστολίδης, Βαρνάβας Κυριαζής, Βασίλης Χαραλάμπους, Άννα Γιαγκιώζη, Στυλιάνα Ιωάννου, Φώτης Καραλής
Επιλέγοντας έργα τα οποία, είτε έχουν θεατρικές καταβολές είτε όχι, ευτύχησαν στη μεγάλη οθόνη από μεγάλους σκηνοθέτες και ένα εξαίρετο επιτελείο ηθοποιών, ο Ανδρέας Αραούζος δείχνει να τολμά, να επιμένει στις επιλογές του με πάθος, και να θέτει, στον εαυτό του αλλά και στους συνεργάτες του, τον πήχη και τις προσδοκίες ψηλά. Ενώ όμως η δημοτικότητα των έργων κινεί την περιέργεια του κοινού φέρνοντάς το στη θεατρική αίθουσα, η σύγκριση, όσο καλή πρόθεση και αντικειμενικότητα κι αν διαθέτει, είναι αναπόφευκτη. Και, συνήθως, αποβαίνει υπέρ της έβδομης τέχνης.
Αν και πρόκειται για ένα εξαιρετικό θεατρικό έργο, το "Quills" του Αμερικανού Doug Wright έγινε γνωστό κυρίως μέσα από την κινηματογραφική εκδοχή του το 2000 -με τις καθηλωτικές ερμηνείες των Geoffrey Rush, Michael Caine, Kate Winslet, Joaquin Phoenix- προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις κυρίως για την "άφεση" που έδινε στον μαρκήσιο ντε Σαντ, αλλά και κερδίζοντας υποψηφιότητες για πολλά κινηματογραφικά βραβεία. Το έργο αναφέρεται στην τελευταία περίοδο της ζωής του "πατέρα" του σαδισμού, μαρκήσιου ντε Σαντ, κατά την οποία ήταν έγκλειστος στο Άσυλο Σαρεντόν στο Παρίσι (1807 περίπου), το οποίο πρωτοπόρησε, εισάγοντας ως θεραπεία για τους κλινικά παράφρονες την επαφή τους με ποικίλες μορφές τέχνης. Υπό αυτές τις συνθήκες ο πολυγράφος ντε Σαντ βρήκε πρόσφορο έδαφος για να χρησιμοποιήσει όσο ποτέ τους κονδυλοφόρους του, προκαλώντας τα ήθη ολόκληρης της Γαλλίας, ακόμα και σε κατάσταση εγκλεισμού. Αν και στην πραγματικότητα πέθανε στον ύπνο του μέσα στο άσυλο (1814), η θεατρική εκδοχή, επιθυμώντας να εστιάσει στη λογοκρισία και τη φίμωση της ελευθερίας της έκφρασης στις τέχνες, χρησιμοποιεί το εύρημα του σταδιακού διαμελισμού του ντε Σαντ, ως μοναδική λύση της άρχουσας τάξης στην επιμονή του να γράφει ακόμη και με τους πιο ευφάνταστους τρόπους, όταν πια του είχαν στερήσει τους κονδυλοφόρους και το μελάνι. Η πολυσχιδής προσωπικότητα του ντε Σαντ διαγράφεται μέσα από τη σχέση του με τον κληρικό Αβά ντε Κουλμιέ και τη σχέση (έρωτά;) του με την ανήλικη ράφτρα του ασύλου η οποία γοητεύεται από τη διαστροφή των ιστοριών του. Η διαβρωμένη άρχουσα αστική τάξη εκπροσωπείται μέσα από τον διοικητή του ασύλου και αντίθετο με τις φιλελεύθερες μεθόδους του κληρικού, δόκτορα Ρουαγέ-Κολάρ, αλλά και μέσα από την κοινωνικά εξοστρακισμένη σύζυγο του μαρκήσιου.
Μια παράσταση καλοστημένη, μελετημένη της οποίας όμως το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα κρατήθηκε μέσα σε μια πολυτελή γυάλινη προθήκη, όπως συχνά συμβαίνει στα έργα τέχνης που εκτίθενται στον τοίχο μιας πινακοθήκης
Ο Ανδρέας Αραούζος ξεκινά έχοντας ως άσο στο μανίκι του το τόλμημα μιας γενναίας και καλογραμμένης μετάφρασης ενός δύσβατου, γλωσσικά, και (υπερβολικά) μεγάλου, σε έκταση, έργου. Η σκηνοθεσία του καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τον χώρο που -ίσως πολύ- συχνά επιλέγει. Η Λεβέντειος Πινακοθήκη δεν είναι ένας κενός χώρος που εύκολα μπορεί να μεταμορφωθεί και να προσαρμοστεί στις ανάγκες ενός θεατρικού έργου. Φέρει από μόνη της ένα κοινωνικό και καλλιτεχνικό στίγμα. Η ένστασή μου για την επιλογή του χώρου πηγάζει από την πεποίθηση ότι στην υπέροχη, κατά τα άλλα, Πινακοθήκη, τα έργα είναι αυτά που αναγκάζονται να προσαρμοστούν στον χώρο και όχι ο χώρος στα έργα. Στην περίπτωση του "Bacon/Freud" η θεματολογία και ο χώρος της Πινακοθήκης εναρμονίστηκαν απόλυτα. Εδώ όμως, τα πράγματα είναι αλλιώς. Μπαίνοντας στην προσεγμένη αίθουσα προσωρινών εκθέσεων της Πινακοθήκης, δεσπόζει ένας επίπεδος τετράγωνος χώρος στην περίμετρο του οποίου τοποθετούνται οι θεατές, πλαισιώνοντας έτσι τον κυρίως σκηνικό χώρο, με τους ηθοποιούς να κινούνται ανάμεσα και γύρω τους, ενώ οι προβολείς που επιστρατεύονται περιμετρικά της αίθουσας δίνουν έντονα την αίσθηση του κινηματογραφικού πλατό. Παρά τα αφαιρετικά, καλαίσθητα και συμβολικά σκηνικά της Έλενας Κατσούρη, την ευρηματική κίνηση των ηθοποιών σε όλο τον χώρο, τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Βασίλη Πετεινάρη -ιδιαίτερα τη στιγμή των προβολών σε όλη την έκταση των τοίχων- και την εμπνευσμένη μουσική του Γιώργου Κολιά, το "αποστειρωμένο" θεατρικά και "ελιτίστικο" καλλιτεχνικά περιβάλλον της Πινακοθήκης δεν άφησε την αποπνικτική ατμόσφαιρα, την κλειστοφοβία, τη δυσωδία του ψυχιατρικού ασύλου να αναδυθεί. Όλα έδιναν την αίσθηση του αταίριαστα, για το έργο αυτό, ωραίου.
Επιπλέον, υπήρξαν αντιφάσεις ως προς τη γενικότερη αισθητική της παράστασης. Αφαιρετικά σκηνικά, με ρεαλιστικά κοστούμια εποχής. Αφαιρετική χρήση του χώρου και της κίνησης των ηθοποιών μέσα σε αυτόν, με ακραία ρεαλιστική υποκριτική φόρμα. Έχω την αίσθηση ότι η υπερβολική ένταση της φωνής και της κίνησης όλων των ηθοποιών οδήγησαν σε μονοδιάστατες ερμηνείες, οι οποίες στέρησαν στον θεατή τη δυνατότητα να κατανοήσει ένα δύσκολο και βαθιά φιλοσοφικό κείμενο (ιδιαίτερα στην περίπτωση των εξαίρετων διαλόγων ανάμεσα στον μαρκήσιο και τον κληρικό, οι οποίοι φωτίζουν τις απόψεις του ντε Σαντ σε θέματα πολιτικής, θρησκείας και φιλοσοφίας, αφήνοντας έτσι να διαφανεί η πολυδιάστατη προσωπικότητά του). Παρά το γεγονός ότι ο Φώτης Αποστολίδης δίνεται ολοκληρωτικά σε αυτόν τον ρόλο -εκτεθειμένος σε μια αχρείαστη, αλλά απόλυτα διαχειρίσιμη από μέρους του, γύμνια- η ένταση που επιστρατεύει στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης τον οδηγεί σε μια, σχεδόν, υστερική ερμηνεία του μαρκήσιου. Οι καλύτερές του στιγμές ήταν αυτές στις οποίες ήταν ήρεμος και σαρκαστικός, αφήνοντας να διαφανεί και το καυστικό χιούμορ του έργου.
Ο Βασίλης Χαραλάμπους είναι, μεν, πιστός και πειστικός στην υποκριτική γραμμή που ακολουθεί, ωστόσο αισθάνθηκα ότι δεν έδωσε τον δυναμισμό του Αβά ντε Κουλμιέ, την αυστηρή αυτοπειθαρχία του, τις δυνατές του αντιστάσεις, τον αυτοτιμωρούμενο εσωτερικό διχασμό του και εν τέλει την κλονισμένη του πίστη. Ο Βαρνάβας Κυριαζής έδωσε την αυστηρότητα και σκληρότητα του διοικητή του ασύλου με υπερβολική και αδιαφοροποίητη ένταση, με μοναδική εξαίρεση τη στιγμή που συνειδητοποιεί την εγκατάλειψη από τη σύζυγό του. Με πολύ υψηλούς τόνους και επιτήδευση αποδόθηκε η φαυλότητα και η υποκρισία της συζύγου του μαρκήσιου από την Άννα Γιαγκιώζη, ενώ κωμική επιτήδευση έδωσε και ο Φώτης Καραλής στον αρχιτέκτονα Προυί (ευτύχησε πολύ περισσότερο ως οικότροφος του ασύλου). Η Μαντλέν της Στυλιάνας Ιωάννου, ενίοτε με υπερβάλλουσα παιδικότητα και αφέλεια, υπήρξε η πιο συνεπής στην ερμηνεία του ρόλου της.
Μια παράσταση καλοστημένη, μελετημένη σε κάθε λεπτομέρεια, της οποίας όμως το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα κρατήθηκε σε απόσταση ασφαλείας από το κοινό, μέσα σε μια πολυτελή γυάλινη προθήκη, όπως συχνά συμβαίνει στα έργα τέχνης που εκτίθενται στον τοίχο μιας πινακοθήκης.