Παράθυρο logo
O Φάρος, του Κόνορ Μακφέρσον
Δημοσιεύθηκε 20.05.2019 10:49
O Φάρος, του Κόνορ Μακφέρσον

Γράφει η Μαρία Χαμάλη

O «Φάρος» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη έχει αδυναμίες, οι οποίες όμως επισκιάζονται από τις εξαιρετικές ερμηνείες των πέντε ηθοποιών 

Μετά από δύο γεμάτες θεατρικές σεζόν (2017-2019) στην αδιάλειπτα, ασφυκτικά γεμάτη πλατεία του Θεάτρου Αθηνών, ο πολυαναμενόμενος «Φάρος» του Κόνορ Μακφέρσον σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη και «σταρική» διανομή, έκλεισε τον επιτυχημένο του κύκλο στην Κεντρική Σκηνή του ΘΟΚ. Με διπλές, sold out, παραστάσεις, για δύο συνεχόμενες μέρες, το κυπριακό θεατρικό κοινό μεταφέρθηκε για δύο ώρες στον αλληγορικό, ρεαλιστικό και μεταφυσικό ταυτόχρονα, κόσμο, του Ιρλανδού συγγραφέα και χειροκρότησε, υπό τους ευφρόσυνους ήχους των Beatles, με πολλά καλέσματα στη σκηνή και «standing ovation», τους πέντε πρωταγωνιστές.

Ο «Φάρος» δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο από ένα καθαρό ιρλανδικό έργο. Τα πάντα σε αυτό σηματοδοτούνται και νοηματοδοτούνται από τα εθνικά χαρακτηριστικά του τόπου και των ανθρώπων του: συνήθειες, παθογένειες, θρύλοι και μύθοι, παραδόσεις, δεισιδαιμονίες, θρησκοληψίες. Γραμμένο το 2006 και σκηνοθετημένο από τον ίδιο τον συγγραφέα, την ίδια χρονιά, στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, το έργο εμπνέεται τον πρωτότυπό του τίτλο, «The Seafarer» (δηλαδή ο ναυτικός), από ένα ανώνυμο ποίημα του 8ου μ.Χ. αιώνα, όπου ένας ναυτικός προσεύχεται στον Θεό και εξιστορεί τα πάθη και τις οδύνες της ζωής στη θάλασσα. Το έργο του Μακφέρσον δεν αφορά ναυτικούς, ούτε τη ζωή στη θάλασσα. Αφορά, ωστόσο, τέσσερις ναυαγούς. Οι τέσσερις περιπλανώμενοι «αντιήρωές» του, τύποι περιθωριακοί, παραδομένοι, αυτοκαταστροφικοί και αποπροσανατολισμένοι, δείχνουν να βρίσκονται σε διαρκή αναζήτηση του δικού τους φάρου. Η αναζήτηση αυτή προσκρούει μονίμως στο αλκοόλ, ένα σχεδόν εθνικό χαρακτηριστικό και πρόβλημα των Ιρλανδών και πρωταγωνιστικό στοιχείο στο έργο του Μακφέρσον. Οι τέσσερις φίλοι πίνουν ασταμάτητα και με κάθε ευκαιρία, υπόσχονται, φλυαρούν, συγκρούονται, συμφιλιώνονται. Ο Μακφέρσον επιλέγει να τοποθετήσει το έργο του στη διάρκεια μίας και μόνο ημέρας. Από το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων, μέχρι το επόμενο πρωί, ξημερώματα Χριστουγέννων. Και η επιλογή του αυτή φαίνεται να μην είναι τυχαία. Γιατί εκτός από το αλκοόλ, η ζωή των Ιρλανδών καθορίζεται και από μια αξιοπρόσεκτα βαθιά θρησκευτική πίστη και προσήλωση στον καθολικισμό – στοιχείο που συχνά εγκλωβίζει σε έναν φαύλο κύκλο αμαρτίας, ενοχής και αυτοτιμωρίας. Αυτή η πορεία προς το ξημέρωμα της μέρας της γέννησης του Θείου Βρέφους θα καθοριστεί από την παρουσία ενός απρόσκλητου επισκέπτη που έρχεται να συλλέξει απλήρωτες «οφειλές», τις οποίες θα διεκδικήσει μέσα από μία παρτίδα πόκερ. Ο μυστηριώδης και απόκοσμος επισκέπτης, που φαίνεται να ξέρει πολλά για το παρελθόν των τεσσάρων φίλων, αποδεικνύεται ότι δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Διάβολο, τον έκπτωτο εωσφόρο. Και η οφειλή, η ψυχή του ενός εκ των τεσσάρων.

 

Σε άναρχο σκηνικό: Οι πέντε φιγούρες αρχίζουν την πορεία τους από το σκοτάδι του υποφωτισμένου δωματίου και καταλήγουν να δεχτούν το φως μιας νέας μέρας

 

Το έργο του Μακφέρσον αποτελεί ένα ιδιαίτερο κράμα αισθητικών ειδών και τάσεων. Ένα κοινωνικό δράμα με στοιχεία θρίλερ, μυστηρίου και μαύρου χιούμορ, του οποίου η φυσικότητα του απόλυτα ρεαλιστικού, σχεδόν νατουραλιστικού διαλόγου (πολύ εύστοχα προσαρμοσμένου στην ελληνική και τα καθ’ ημάς από τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη και τη σκηνογράφο της παράστασης Αθανασία Σμαραγδή) έρχεται να ανατραπεί από το μεταφυσικό και συμβολικό στοιχείο της παρουσίας ενός «μη υπαρκτού» προσώπου. Παρ’ όλη την ποικιλία των ετερόκλητων στοιχείων που συνδυάζει, ο «Φάρος» δραματουργικά δείχνει να έχει αδυναμίες, αφού δεν είναι λίγες οι στιγμές, ιδιαίτερα κατά το πρώτο μέρος, που το έργο είναι αργό, επαναληπτικό, με σχηματικές συγκρούσεις και φλύαρες στιχομυθίες. Η είσοδος, όμως, του καλοντυμένου επισκέπτη, που όσο αποκαλύπτει την επιθετικότητά του, τόσο συσπειρώνει την αρσενική τετράδα εναντίον του (το θηλυκό στοιχείο απουσιάζει εντελώς και η όποια αναφορά σε αυτό σηματοδοτείται μάλλον αρνητικά), αλλάζει εντελώς τον ρυθμό και τις εντάσεις της δράσης, δίνει βάθος και νόημα στους χαρακτήρες και τις μεταξύ τους σχέσεις και οδηγεί στο, αφελές μεν, λυτρωτικό δε, τέλος, της «δεύτερης ευκαιρίας».

Το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να παρουσιάσει προσεκτικά επιλεγμένα και δύσκολα –δραματουργικά, σκηνοθετικά, υποκριτικά– έργα, σε ένα ιστορικά εμπορικό θέατρο του κέντρου, και να γεμίζει την πλατεία του με ένα ετερόκλητο –ως προς τον ορίζοντα προσδοκιών– κοινό, είναι από μόνο του ένα κατόρθωμα. Ο «Φάρος» (που φέτος έπαιζε παράλληλα με τον εξαίρετα σκηνοθετημένο «Βυσσινόκηπό» του), παρόλο που αποτελεί το πιο αδύναμο, δραματουργικά, έργο, σε σχέση με τις υπόλοιπες επιλογές του, σφραγίζει τη δίχρονη επιτυχία του μέσα από πέντε πρωταγωνιστικούς ρόλους και μια εύστοχα επιλεγμένη διανομή.

Η σκηνοθεσία του Κ. Μαρκουλάκη έχει καλό ρυθμό, εστιάζει στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ήρωα και τις δυναμικές των μεταξύ τους σχέσεων και επενδύει, ίσως σε υπερβολικό βαθμό, στο κωμικό στοιχείο, γεγονός, όμως, που τονώνει τον αργό ρυθμό του έργου. Οι όποιες αδυναμίες του «Φάρου» και η αχρείαστα, κατά τη γνώμη μου, μεγάλη διάρκειά του, επισκιάζονται από τις εξαιρετικές ερμηνείες των πέντε ηθοποιών. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης στον ρόλο του Ρίτσαρντ, η κυριολεκτική τυφλότητα του οποίου προεκτείνεται συμβολικά στην εθελούσια «τυφλότητα» των υπολοίπων, δίνει με ισορροπημένες δόσεις τις διακυμάνσεις και αντιφάσεις του ήρωα: την εκμετάλλευση της κατάστασής του, την ηττοπάθεια, την αφέλεια, τον αυτοσαρκασμό, την ευαισθησία, τον ρομαντισμό, την ανασφάλεια. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στον ρόλο του Σάρκυ, του λιγομίλητου, εσωστρεφή ήρωα που έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τον Διάβολο, δίνει μια νευρώδη, εσωτερική ερμηνεία, η οποία κινείται διαρκώς και με επιτυχία ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό στοιχείο. Ο Νίκος Ψαρράς, η έκπληξη της παράστασης στον πιο «κόντρα» ρόλο στον οποίο τον έχουμε δει, κατορθώνει να δει πέρα από την επιφανειακή και αφελή κωμικότητα του Ιβάν, του ήρωα που μονίμως ψάχνει τα γυαλιά και τον προσανατολισμό του, ενώ η έξοδος από την πρόσκαιρη θολότητα θα καταστεί καταλυτική για την ανατρεπτική έκβαση του έργου. Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος, αποφεύγοντας τις υπερβολές, δίνει με ευστοχία και ένταση τη νευρικότητα του παρακμιακού Νίκυ, που ακόμη και μέσα από τη γραφικότητά του γίνεται συμπαθής. Ο «μεφιστοφελικός» Αιμίλιος Χειλάκης, σε έναν ρόλο που συνδυάζει τη ρεαλιστική ομιλία και συμπεριφορά, με την εξωκοσμική υπόσταση, δείχνει να ταιριάζει γάντι στον ρόλο του κ. Λόκχαρτ (το ενδιαφέρον βεβαίως θα ήταν να τον δούμε και σε ρόλους που δεν ταιριάζουν τόσο στο επιβλητικό παρουσιαστικό και την απόκοσμη φωνή του). Αν και υπερβολικά καλοντυμένος για μια τόσο παρακμιακή εκδοχή ενός απομυθοποιημένου Διαβόλου που πίνει και παίζει χαρτιά, εντούτοις κατορθώνει με ακρίβεια να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανθρώπινη και τη μεταφυσική του υπόσταση.

Εκείνο που εντυπωσιάζει στην παράσταση του «Φάρου» είναι ότι οι πέντε ηθοποιοί, παρά τη διαφορετικότητα των ρόλων που καλούνται να υποδυθούν, παρουσιάζουν μια αξιοθαύμαστη υποκριτική σύμπνοια και σκηνική χημεία, γεγονός που σίγουρα δεν οφείλεται μόνο στο ότι συνυπάρχουν σκηνικά τα τελευταία δύο χρόνια. Τοποθετημένοι μέσα σε ένα «άναρχο» σκηνικό (εξαιρετική η δουλειά της Αθανασίας Σμαραγδή στο σκηνικό και του Αλέκου Γιάνναρου στους φωτισμούς) που αντανακλά την παραίτησή τους, που διαρκώς τακτοποιείται αλλά πότε δεν είναι «εν τάξει», οι πέντε φιγούρες αρχίζουν την πορεία τους από το σκοτάδι του υποφωτισμένου δωματίου και καταλήγουν να δεχτούν, σχεδόν μεταφυσικά, το φως μιας καινούργιας μέρας. Με το “Here comes the sun” να ακούγεται εκκωφαντικά στο ολόφωτο δωμάτιο, η κούραση του θεατή από «το μακρύ ταξίδι της νύχτας μέσα στη μέρα», ως διά μαγείας, εξαφανίζεται. Και δεν μπορεί παρά να χαμογελάσει.