Μια ζωή γερμανική

Μαρία Χαμάλη Δημοσιεύθηκε 16.3.2020

Σκηνοθεσία: Ανδρέας Αραούζος

Επί σκηνής: Δέσποινα Μπεμπεδέλη
Παραγωγή: Σατιρικό Θέατρο/Alpha Square

Τον Οκτώβριο του 2016 προβλήθηκε στο Filmfest του Μονάχου το ντοκιμαντέρ με τίτλο «A German Life», σκηνοθετημένο από τους Αυστριακούς Christian Krones, Olaf Muller, Roland Schrotthofer και Florian Weigensamer. Βασισμένο στην τριαντάωρη συνέντευξη που τους παραχώρησε στην ηλικία των 105 ετών η Γερμανίδα Brunhilde Pomsel, το ντοκιμαντέρ υπήρξε η αφορμή για να σπάσει την πολυετή σιωπή της η στενογράφος και γραμματέας ενός εκ των πλέον σκληροπυρηνικών ναζί, του Joseph Goebbels. Την ίδια χρονιά και λίγο πριν η Pomsel φύγει από τη ζωή, ο συγγραφέας Christopher Hampton –ιδιαίτερα γνωστός για τα κινηματογραφικά σενάρια, τις μεταφράσεις και διασκευές του– βασισμένος στο υλικό του ντοκιμαντέρ μεταμορφώνει τη συνέντευξη σε έναν δίωρο, σχεδόν, θεατρικό μονόλογο, όπου η Pomsel αφηγείται τα γεγονότα μιας συνηθισμένης, φυσιολογικής θα έλεγε κανείς, γερμανικής ζωής λίγο πριν, κατά τη διάρκεια και λίγο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ιδιαιτερότητα με την αφήγηση της Pomsel είναι ακριβώς αυτή η κανονικότητα της ζωής της, την πορεία της οποίας καθόρισαν δύο πράγματα: η εργασιακή εμμονή και ευσυνειδησία, και ο τυχαίος παράγοντας. Εκκινώντας από τα παιδικά χρόνια τα οποία βίωσε σε μια φυσιολογική οικογένεια, η Pomsel ζωντανεύει μέσα από τις, πότε αποσπασματικές και θολές και πότε διαυγείς και λεπτομερείς, αναμνήσεις της τη ζωή του απλού γερμανικού λαού υπό το ναζιστικό καθεστώς. Η αυθεντικότητα και η ειλικρίνεια της εκδοχής της δεν διστάζει να πει ότι το Βερολίνο λίγο πριν τον πόλεμο ήταν μια πόλη οργανωμένη που έσφυζε από ζωή και πολιτισμό, μια πόλη με υπέροχα ακριβά εστιατόρια τα οποία, βέβαια, μόνο οι πλούσιοι Εβραίοι μπορούσαν να επισκέπτονται. Χωρίς επιτήδευση, χωρίς προσπάθεια ωραιοποίησης, χωρίς ενοχή ή μεταμέλεια, η Pomsel δείχνει να θυμάται όσα έκαναν εντύπωση σε ένα νέο κορίτσι το οποίο νοιαζόταν πιο πολύ για την επαγγελματική του ανέλιξη και τον έρωτα, παρά για την πολιτική και τον πόλεμο. Η «αφέλεια» με την οποία για πρώτη φορά ψήφισε το Ναζιστικό Κόμμα επειδή είχε τις πιο εντυπωσιακές αφίσες, ο τρόπος με τον οποίο εν τέλει εντάχθηκε σε αυτό, η εντύπωση που της έκαναν οι καλογυαλισμένες ναζιστικές στολές των αδερφών της, η σταδιακή εξαφάνιση των Εβραίων φίλων και συναδέλφων της, ο τυχαίος τρόπος που βρέθηκε δίπλα στον Goebbels ο οποίος την εντυπωσίασε με τους τρόπους, την εμφάνιση και τη ρητορική του δεινότητα, η περηφάνια που ένιωθε για τη δουλειά της αλλά και την αύξηση του μισθού της, το πανηγυρικό κλίμα που επικρατούσε σε κάθε ναζιστική εκδήλωση και σύναξη η οποία δημιουργούσε λαϊκό παραλήρημα, το σθένος με το οποίο υποστηρίζει την άγνοιά της για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα εγκλήματα των ναζί, είναι στοιχεία που όσες αντιφάσεις κι αν εμπεριέχουν, όσα ηθικά ερωτήματα κι αν εγείρουν, δεν παύουν να αποτελούν μια υπαρκτή εκδοχή του τρόπου σκέψης και πράξης μιας μερίδας του γερμανικού λαού κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '30 και, ίσως, μια εξήγηση για το πώς τελικά επέτρεψαν να συμβεί όλο αυτό. Και ίσως, αυτό είναι που καθιστά την αφήγησή της μοναδική.
Η ουσία στην ερμηνεία: Η ευστοχία της σκηνοθεσίας του Ανδρέα Αραούζου επικεντρώνεται στην επιλογή της Δέσποινας Μπεμπεδέλη στον ρόλο της Μπρουνχίλντε Πόμσελ που δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία διάρκειας σχεδόν δύο ωρών επί σκηνής

Σε αυτή την απλότητα και ειλικρίνεια εστιάζει και το έργο του Hampton το οποίο, χωρίς να ασκεί κριτική και χωρίς να επιβάλλει ερμηνείες, κτίζει σταδιακά και με μικρές δραματικές εντάσεις τη «γερμανική ζωή» μιας ολόκληρης γενιάς, αφήνοντας το κοινό να αποφασίσει για την ενοχή ή την αθωότητά της. Ο συγγραφέας, διατηρώντας την αισθητική του μαυρόασπρου ντοκιμαντέρ το οποίο εστιάζει στο πρόσωπο, τις εκφράσεις, τα χέρια και τον λόγο της Pomsel, κρατά την ηρωίδα καθηλωμένη καθ' όλη τη διάρκεια του έργου σε μια καρέκλα ενώ αφηγείται την ιστορία της απευθυνόμενη στο κοινό, δίνοντας την εντύπωση ότι «κοιτάει» σε μια κάμερα που καταγράφει. Η σκηνοθεσία του Ανδρέα Αραούζου –ο οποίος παρουσιάζει σε πανελλήνια πρώτη το έργο του Hampton λίγους μόλις μήνες μετά τη sold out παραγωγή του στο Λονδίνο με την 84χρονη Maggie Smith στον ρόλο της Brunhilde Pomsel– βασισμένη στην εύληπτη, λιτή και ανεπιτήδευτη μετάφραση της Ανθής Ζαχαριάδου, ακολουθεί αυτή την αισθητική του ντοκιμαντέρ, τοποθετώντας την ηρωίδα σε μια καρέκλα στο κέντρο της σκηνής. Η αισθητική αυτή ενισχύεται από τους επιδαπέδιους προβολείς που τοποθετούνται απέναντι και γύρω από την ηρωίδα δίνοντας την εντύπωση της κάμερας, από την παρουσία του τεχνικού ο οποίος συνοδεύει την ηρωίδα στη θέση της και επιβεβαιώνει στο μέσο της παράστασης αν μπορεί να συνεχίσει την αφήγησή της, αλλά και από τη γενικότερη απουσία ήχου και μουσικής. Αυτά τα στοιχεία εξασφαλίζουν στη σκηνοθεσία του Ανδρέα Αραούζου αυτό στο οποίο στοχεύει και το έργο: την αληθοφάνεια και πειστικότητα της ζωντανής αφήγησης ενός πραγματικού προσώπου σε ένα φυσικό, «αποθεατροποιημένο» περιβάλλον. Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει κάποιες εστίες δράσης και να διαχειριστεί τη μονοτονία του, ομολογουμένως μεγάλου σε διάρκεια, μονολόγου, ο Ανδρέας Αραούζος τοποθετεί στο βάθος της σκηνής ένα συμβολικό, υπό κατάρρευση τείχος (Λάκης Γενεθλής) στο οποίο κάθε τόσο προβάλλονται άηχες εικόνες από τη ζωή στο Βερολίνο ή από άλλες κομβικές στιγμές της ιστορίας. Το σκηνικό αυτό, ωστόσο, εντάσσει την αφήγηση μέσα σε ένα προκαθορισμένο και συμβολικό θεατρικό περιβάλλον, λειτουργώντας, έτσι, προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που απαιτεί η αισθητική του ντοκιμαντέρ. Αντιφατικά αισθάνθηκα ότι λειτούργησε και η υπερβολική χρήση του φωτισμού (Βικέντιος Χριστιανίδης, Ανδρέας Αραούζος), αφού από τη μια οι επιδαπέδιοι λευκοί προβολείς και η ολόφωτη σκηνή συμβάλλουν στην αισθητική του στούντιο και του ντοκιμαντέρ, ενώ οι πολύχρωμοι, συμβολικοί, θεατρικοί φωτισμοί σε συνδυασμό με τις κόκκινες ναζιστικές σημαίες έρχονται σε αντίθεση με το άχρωμο, σχεδόν μαυρόασπρο τοπίο που δημιουργείται στη σκηνή.

Η ουσία και ευστοχία της σκηνοθεσίας του Ανδρέα Αραούζου επικεντρώνεται στην επιλογή της Δέσποινας Μπεμπεδέλη στον ρόλο της Brunhilde Pomsel. Η εξωτερική ομοιότητα από τη μια και η πολυετής υποκριτική και σκηνική εμπειρία της ηθοποιού από την άλλη, συμπυκνώνονται σε μια εξαιρετική ερμηνεία η οποία διασώζει την παράσταση από την αναπόφευκτη κούραση και μονοτονία λόγω της μεγάλης διάρκειας και της αφηγηματικής της δομής. Επί δύο σχεδόν ώρες ακινητοποιημένη σε μια καρέκλα και με μόνα σκηνικά βοηθήματα τα γυαλιά και το φουλάρι της, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη επενδύει σε μια καθαρά ρεαλιστική υποκριτική φόρμα ακολουθώντας τις τεχνικές του ντοκιμαντέρ και της ζωντανής καταγραφής σε κάμερα. Χρησιμοποιώντας αποκλειστικά τις εκφράσεις του προσώπου και τα χέρια της, η ηθοποιός ακολουθεί μια μετριασμένη συναισθηματικά ερμηνεία, με ηρεμία, φυσική αμηχανία, χωρίς υπερβολική θεατρικότητα, μελοδραματισμό και δραματικές εξάρσεις. Οι παύσεις, οι δισταγμοί, οι σιωπές, η διακεκομμένη ροή του λόγου, οι ανάσες, δίνουν απολύτως πειστικά τις ποιότητες μιας αφήγησης που ρέει αυθόρμητα και βασίζεται στους φυσικούς μηχανισμούς της ανάμνησης και της αναπόλησης. Από την άλλη, οι σωστές αποστάσεις που κρατάει από τον ρόλο τής δίνουν τη δυνατότητα να αποδώσει την ιστορία της Pomsel χωρίς να την κρίνει, χωρίς να την δικαιολογήσει, χωρίς να της προσδώσει απολογητικό ή ενοχικό ύφος. Με αυτή την ερμηνεία, ακόμη κι αν το επιχείρημα της ηρωίδας για «ηλιθιότητα» ή άγνοια του γερμανικού λαού δεν φαίνεται αρκετό για να τη δικαιολογήσουμε, η αφοπλιστική ειλικρίνεια με την οποία δηλώνει ότι «δεν θέλαμε να ξέρουμε», μας επιτρέπει, τουλάχιστον, να την κατανοήσουμε.



Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;