Τη Γιουγκοσλαβία οι νέες γενιές δεν τη γνωρίζουν. Άντε κανένας πιο ψαγμένος να αναρωτήθηκε για το Γ στο ΠΓΔΜ, όταν υπογραφόταν η Συνθήκη των Πρεσπών ή -πιο πιθανό αυτό- να ψάχνει κάνα παλιό παίκτη του μπάσκετ και να φτάσει έτσι στην ομοσπονδία των έξι κρατών που έμειναν ενωμένα μόνο με τη θέληση του στρατάρχη Τίτο.
Παρόλο που η χώρα συμμετείχε στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, το οποίο πρέσβευε ένα είδος τρίτου δρόμου ουδετερότητας στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Γιουγκοσλαβία διατήρησε περισσότερα από τα χαρακτηριστικά της Σοβιετικής Ένωσης παρά των ΗΠΑ. Ένα από αυτά ήταν και η βαριά εκβιομηχάνιση της χώρας. Βιομηχανία όμως σημαίνει και σοβαρή επιμελητεία, έτσι γεννήθηκε η ανάγκη υπολογιστικών μηχανών.
Έτσι λοιπόν, γύρω από το Ινστιτούτο Μιχάγιο Πούπιν (σερβικής καταγωγής Αμερικανός φυσικός, εφευρέτης και ένας από τους πατέρες της NASA, αξίζει κάποια στιγμή να μιλήσουμε και για αυτόν) αναπτύχθηκε ένα ολόκληρο οικοσύστημα επιστημονικών ομάδων οι οποίες ανέπτυξαν τη δική τους κουλτούρα υπολογιστών.
Το πρόβλημα ήταν ότι οι υπολογιστές ήταν πάρα πολύ ακριβοί, τα μοντέλα που κυκλοφορούσαν στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όπως οι Iskradata 1680, Sinclair ZX81 και Commodore 64, κόστιζαν πολλές φορές τον μέσο μισθό του Γιουγκοσλάβου εργαζόμενου, αν και υπήρχαν κάποιοι σε κυβερνητικά γραφεία, λογιστικές εταιρείες και εργαστήρια πανεπιστημίων. Ένας από τους λόγους της υψηλής τους τιμής ήταν και οι αυστηροί περιορισμοί των εισαγωγών που οδηγούσαν σε υπέρογκους φόρους. Έτσι, μόνο οι πλούσιοι και μορφωμένοι νεαροί Γιουγκοσλάβοι είχαν πρόσβαση σε υπολογιστές και προγραμματισμό.
Ένας από αυτούς, ο Βόγια Άντονιτς, μηχανικός και ήδη εφευρέτης διαφόρων συστημάτων, κατάφερε να φτιάξει έναν υπολογιστή από εξαρτήματα που υπήρχαν στην τοπική αγορά. Ο υπολογιστής αυτός δεν ήταν μόνο φθηνότερος αλλά ο καθένας μπορούσε να τον κατασκευάσει μόνος του.
Σε συνεργασία με τον Ντέζαν Ριστάνοβιτς, δημοσιογράφο -αλλά και προγραμματιστή- που εργαζόταν στο περιοδικό επιστήμης «Γκαλάξιγια», ο Άντονιτς έφτιαξε ένα αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού με τίτλο: «Ο υπολογιστής στο σπίτι σας». Το τεύχος περιελάμβανε τα διαγράμματα κατασκευής του νέου υπολογιστή και αναλυτικές οδηγίες, ακόμα και για παραγγελίες εξαρτημάτων από το εξωτερικό. Οι Άντονιτς και Ριστάνοβιτς έδωσαν στον υπολογιστή το όνομα του περιοδικού, το οποίο αντί για τα συνηθισμένα 30.000 αντίτυπα ανατυπώθηκε και πούλησε τέσσερις φορές περισσότερα. Και ενώ περίμεναν περίπου 50 αντίγραφα του υπολογιστή, εμφανίστηκαν 8.000.
Με τα σημερινά δεδομένα η υπολογιστική τους ισχύς ήταν μηδαμινή, μόνο 4 Kbytes, ήταν όμως αρκετή για να δημιουργήσει μια μίνι επανάσταση. Επίσης κανένα μηχάνημα δεν έμοιαζε με το άλλο. Τα κιτ συναρμολόγησης έρχονταν χωρίς κουτιά και ο καθένας έφτιαχνε το δικό του, οι περισσότεροι επηρεασμένοι από την κουλτούρα του Νew Wave και της επιστημονικής φαντασίας. Να μην ξεχνάμε, τέλος, ότι εκείνη την εποχή ο αποθηκευτικός χώρος δεν ήταν καν οι δισκέτες, αλλά οι κασέτες (ναι, ναι του κασετοφώνου).
Χάρη σε αυτές τις κασέτες ο «Γκαλάξιγια» μπόρεσε να κάνει μια νέα συνεργασία με το Ράδιο Βελιγράδι 202 και τον διάσημο παραγωγό Ζόραν Μόντλι. Η ιδέα ήταν ο Μόντλι να μεταδίδει «προγράμματα», τα οποία οι χρήστες θα ηχογραφούσαν στις κασέτες τους και μετά θα τα έτρεχαν στον υπολογιστή τους. Έτσι κι έγινε, όμως η συνεργασία λειτούργησε και διαδραστικά: οι χρήστες έστελναν και αυτοί προγράμματα στον Μόντλι για να τα μεταδώσει. Μια peer-to-peer διαδικασία, όχι μέσω διαδικτύου, το οποίο δεν υπήρχε, αλλά μέσω ταχυδρομείου και… κασέτας.
Όμως οι πολιτικές αλλαγές που οδήγησαν στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας -μαζί με τους πολέμους που ακολούθησαν- άνοιξαν τα σύνορα και οι «κανονικοί» υπολογιστές μπορούσαν πια να κυκλοφορούν ελεύθερα και φθηνά. Ο Άντονιτς πέταξε όλους τους Γκαλάξιγιά του το 1995. Εκτός από έναν που βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο Επιστημών και Τεχνολογίας στο Βελιγράδι.
