Περί έρωτος και άλλων τινών

Μαρία Χαμάλη Δημοσιεύθηκε 29.9.2020

Κείμενα: Μπέρτολτ Μπρεχτ


Ιδέα, σύνθεση κειμένων: Γιώργος Νεοφύτου


Σκηνοθεσία: Νεοκλής Νεοκλέους


Σατιρικό Θέατρο


Με τους ανθρώπους του θεάτρου να έχουν πληγεί σχεδόν ανεπανόρθωτα από τις επιπτώσεις της πανδημίας, και ακόμη περισσότερο οι μικρές ομάδες που στεγάζονταν σε λιλιπούτειους περιφερειακούς χώρους όπου δύσκολα μπορούν να τηρηθούν τα υγειονομικά πρωτόκολλα, το θεατρικό τοπίο της πρωτεύουσας δείχνει εμφανή σημάδια ανασυγκρότησης, αφού παραστάσεις ξεπηδούν και πάλι με γοργούς ρυθμούς, επινοώντας ευρηματικούς τρόπους λειτουργίας σε ποικίλους εξωτερικούς χώρους (αυλές, καφενεία, κήπους, πλατείες), εκμεταλλευόμενοι, ακόμη, τις ευνοϊκές καιρικές συνθήκες. Οι ελάχιστες, δυστυχώς, κλειστές θεατρικές αίθουσες που έχουν τη δυνατότητα τήρησης των πρωτοκόλλων, έχουν ήδη κατακλειστεί από πολυπληθείς προγραμματισμένες πρεμιέρες οι οποίες προτού προλάβουν να ωριμάσουν και να δέσουν σκηνικά, αναγκάζονται να κατεβάσουν αυλαία. Στους λίγους και τυχερούς, ως προς αυτό το θέμα,  ανήκει και το Σατιρικό θέατρο, το οποίο υπόσχεται μια γεμάτη θεατρική σεζον σε όλες του τις σκηνές, αρχής γενομένης από την Πάνω Σκηνή, με την αναβίωση, υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, μιας ιστορικής παράστασης του 1998 που παρουσιάστηκε στην νεοσύστατη και φιλόδοξη, τότε, Νέα Σκηνή του ΘΟΚ. Πρόκειται για το «Περί έρωτος και άλλων τινών», έργο που αποτελεί μια προσεκτική και δουλεμένη με συγγραφική ευφυία, σύνθεση ποιημάτων, κειμένων και τραγουδιών του Μπέρτολτ Μπρεχτ,  του ποιητή και διαμορφωτή του επικού και πολιτικού θεάτρου. Η σπουδή αυτή στον Γερμανό συγγραφέα προέρχεται από τον δικό μας, κατ’ εξοχήν και κατ’ ουσίαν, πολιτικό συγγραφέα, Γιώργο Νεοφύτου. Με σπουδές στη Γερμανία και λάτρης του ευρύτερου μπρεχτικού έργου, ο Γιώργος Νεοφύτου προσφέρει μέσα από αυτό το έργο μια άλλη όψη του Γερμανού συγγραφέα, λιγότερο γνωστή στο ευρύ κοινό: αυτήν που υμνεί την αγάπη και τον έρωτα μέσα από τη μουσική και την ποίηση, χωρίς ποτέ να παύει να είναι βαθιά πολιτική. Η συρραφή και σύνθεση του ετερόκλητου αυτού υλικού το οποίο ακολουθεί μια διαρκή εναλλαγή πρόζας, στίχου και μουσικής, κατορθώνει να δημιουργήσει ένα ενιαίο, με αρχή, μέση και τέλος, έργο, το οποίο κινείται σε ένα ευρύ θεματικό πεδίο με βασικό άξονα κάθε μορφή του ερωτικού αισθήματος και της ερωτικής πράξης: από τον ρομαντικό νεανικό έρωτα με το απόλυτο δόσιμό του, μέχρι τον αγοραίο σαρκικό έρωτα και την πίκρα της εγκατάλειψης και του αποχωρισμού. Ποιήματα που περιγράφουν με αριστοφανική, σχεδόν, βωμολοχία, την ερωτική πράξη, όπως το περιβόητο σονέτο «Η αποπλάνηση των αγγέλων», εναλλάσσονται με ποιήματα, στίχους ή κείμενα για το πώς μπορεί ο έρωτας να επιβιώσει σε εποχές ταξικής ή άλλης καταπίεσης, πολέμου, φτώχιας ή προσφυγιάς. Επιπλέον, το ενδιαφέρον που κατορθώνει με αυτά τα, άλλοτε λιτά, τρυφερά και εντυπωσιακά σύγχρονα και άλλοτε πομπώδη ή ίσως, και κάπως παρωχημένα γραπτά, ο Γιώργος Νεοφύτου, είναι να δημιουργήσει, παράλληλα με την ιστορία, και ένα είδος βιογραφίας του Μπρεχτ, αφού ο ίδιος ο ποιητής είναι συχνά παρών στους στίχους του, αποτυπώνοντας «προσωπικές στιγμές της πολυτάραχης ζωής του». 


Δουλεύοντας ξανά, μετά από 22 περίπου χρόνια, το έργο αυτό, ο Γιώργος Νεοφύτου το αναθεωρεί με νέες μεταφράσεις δικές του, της Νίτσας Νεοφύτου και της Δέσποινας Μπεμπεδέλη και το εμπιστεύεται στην σκηνοθετική καθοδήγηση του Νεοκλή Νεοκλέους ο οποίος κρατά και τον μοναδικό ανδρικό ρόλο που, συχνά, είναι ο ίδιος ο ποιητής. Μετά από μια ξαφνική καταιγίδα, ο άνδρας καταλήγει με άλλες τρεις γυναίκες (Αννίτα Σαντοριναίου, Μάρα Κωνσταντίνου, Χριστιάνα Λάρκου) σε ένα υπόγειο μπαρ. Μέσα σε ένα σκηνικό ενός παρακμιακού μεσοπολεμικού μπαρ/καμπαρέ (Μαρίζα Παρτζίλη) με λιγοστά τραπέζια, ένα μπαρ και ένα πιάνο, οι ιστορίες των τεσσάρων ηρώων αρχίζουν να ξεδιπλώνονται και να αλληλοσυμπληρώνονται, ενώ η μουσική του πιανίστα (Σάββας Σάββα) τους οδηγεί σε εξομολογήσεις και διαπιστώσεις για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους. Ο Νεοκλής Νεοκλέους δίνει, παρά τον μουσικό χαρακτήρα της παράστασης, μια σφιχτοδεμένη σκηνοθεσία με γρήγορες εναλλαγές ανάμεσα στην πρόζα και τα τραγούδια. Η ταχύτητα αυτή, ο σωστός ρυθμός, ο συντονισμός και η σκηνική χημεία των ηθοποιών αποτρέπουν την αμήχανη μετάβαση από την μουσική στον λόγο και τον λόγο στη μουσική, αφού δεν επιτρέπουν άσκοπα κενά και παύσεις. Σύμμαχοι στις μεταβάσεις αυτές και οι καίριοι φωτισμοί του Σταύρου Τάρταρη οι οποίοι, όχι μόνο ακολουθούν τις διαθέσεις των ηρώων και της μουσικής, αλλά εστιάζουν και την προσοχή του θεατή στα εκάστοτε δρώντα πρόσωπα, αφήνοντας τα υπόλοιπα να παραμένουν «δημιουργικά αμέτοχα» στην ημιφωτισμένη σκηνή.


Χωρίς να έχω παρακολουθήσει την παράσταση του 1998 για να μπορώ να εντοπίσω τις αλλαγές στο κείμενο του Γιώργου Νεοφύτου, στην παραγωγή του Σατιρικού Θεάτρου είχα την αίσθηση ότι, αν και η πρόθεση του συγγραφέα είναι να αναδείξει τον άγνωστο, ερωτικό Μπρεχτ, το βάρος πέφτει και πάλι στην καθαρά πολιτική διάσταση του συγγραφέα, μέσα από μια περιττά, πιστεύω, μεγάλη σε έκταση αναφορά στον πόλεμο, την φτώχια και την ταξική καταπίεση. Οι αναφορές αυτές υπερισχύουν του υπέροχου και πολυεπίπεδου ερωτικού λόγου του Μπρεχτ, αποδυναμώνοντας το ουσιαστικότερο μέρος της παράστασης. Ενώ το πρώτο, ερωτικό μέρος, κερδίζει από την πρώτη στιγμή τον θεατή και κατορθώνει να τον μυήσει στον ιδιαίτερο, πότε με χιούμορ και πότε με συγκίνηση, ερωτικό λόγο του Μπρεχτ, το «πολιτικό» μέρος δεν αποφεύγει την κούρασή του, αφήνοντάς τον με την αίσθηση ότι τα δύο μέρη παραμένουν ασύνδετα. Η ολοκλήρωση του κυκλικού σχήματος με την επιστροφή στο ερωτικό κομμάτι φτάνει, στο τέλος, μάλλον αποδυναμωμένη. Επιπλέον, η προσπάθεια του συγγραφέα να βρει γέφυρες επικοινωνίας με τη σύγχρονη εποχή εντάσσοντας στο κείμενο αποσπάσματα του γνωστού ποιήματος της Κενυάτισσας Ουαρσάν Σάιρ με τίτλο «Home», εμπνευσμένου από τις τραγικές ιστορίες μεταναστών που κατακλύζουν τη Μεσόγειο, δεν κατορθώνουν, κατά τη γνώμη μου, να ενσωματωθούν αρμονικά στα κείμενα του Μπρεχτ, ενώ οδηγούν την παράσταση σε έναν αταίριαστο, με το υπόλοιπο ύφος της, διδακτισμό.


Την «ανισορροπία» αυτή των τριών μερών του κειμένου έρχονται να ισορροπήσουν, από τη μια οι επιβλητικές παρουσίες της Αννίτας Σαντοριναίου και του Νεοκλή Νεοκλέους, οι οποίοι με την εμπειρία τους κρατούν τα περισσότερα στοιχεία της πρόζας που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις μουσικές, αποτελώντας έτσι τον συνδετικό κρίκο που οδηγεί στην ομαλή μετάβαση από τον πεζό λόγο στον έμμετρο στίχο και το τραγούδι, και από την άλλη, η έκπληξη, πιστεύω, της παράστασης, οι έξοχες ερμηνείες της Μάρας Κωνσταντίνου και της Χριστιάνας Λάρκου οι οποίες, με τις υπέροχες φωνές τους αλλά και το υποκριτικό τους ταλέντο, επωμίζονται τους δύο πιο δύσκολους ρόλους του έργου. Βασικός συνοδοιπόρος τους ο μουσικός Σάββα Σάββα ο οποίος διασκευάζει και εκτελεί επί σκηνής πασίγνωστα τραγούδια του Μπρεχτ όπως το «Surabaya Johnny», «Ο Μακ με το μαχαίρι», «Άννα μην κλαις» κ.α., στις υπέροχες μουσικές των Κουρτ Βάιλ, Χανς Άισλερ, Θάνου Μικρούτσικου, Λάμπρου Κοτσώνη, αλλά και του ιδίου του Σάββα Σάββα. Αν και ο ρόλος του μουσικού και η διάδρασή του με τους ηθοποιούς θα μπορούσε να είχε τονιστεί περισσότερο, ωστόσο, ο Σάββας Σάββα και το πιάνο του κατορθώνουν εν τέλει να αναδειχθούν ως οι βασικοί πρωταγωνιστές μιας παράστασης στην οποία, αναμφίβολα, ο θεατής γελάει, συγκινείται και κουβαλά μέσα του πολύ μετά το τέλος της παράστασης την κριτική και τον προβληματισμό που έθεσε μέσα από το πολυσχιδές έργο του, ένας από τους σημαντικότερους διανοητές του 20ού αιώνα.

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;