Φιλουμένα Μαρτουράνο

Μαρία Χαμάλη Δημοσιεύθηκε 28.2.2022

Κεντρική Σκηνή ΘΟΚ


Σκηνοθεσία: Μαγδαλένα Ζήρα

Βρισκόμαστε στη Νάπολη, λίγο μετά το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Η Ιταλία μετρά τις πληγές της, οι οποίες εντείνουν τα κοινωνικά προβλήματα που υπήρχαν ήδη πριν την έναρξή του. Στη Νότιο Ιταλία τα προβλήματα αυτά αποτυπώνονται πιο έντονα, σαν να περνούν κάτω από μεγεθυντικό φακό: φτώχεια, κοινωνική ανισότητα, παρανομία, μαφία, πορνεία, κοινωνικός αποκλεισμός, πατριαρχία. Σε αυτόν τον κόσμο μεγαλώνει και η Φιλουμένα Μαρτουράνο, η ηρωίδα του Εντουάρντο Nτε Φιλίππο, η οποία, κουβαλώντας μια τραυματική παιδική ηλικία που την οδηγεί στην πορνεία, αγωνίζεται, μέσα από τον γάμο με τον Ντομένικο Σοριάνο, τον άνδρα ανώτερης κοινωνικής τάξης τον οποίο υπηρετεί τα τελευταία 35 χρόνια, να καταξιωθεί κοινωνικά, εξασφαλίζοντας έτσι και την καταξίωση των τριών νόθων παιδιών της.

Νόθο παιδί και ο ίδιος, χωρίς, ωστόσο, να αναγνωριστεί ποτέ από τον πατέρα του και διάσημο ηθοποιό Εντουάρντο Σκαρπέτα, ο Εντουάρντο Nτε Φιλίππο φαίνεται να εκκινεί από το αυτοβιογραφικό του βίωμα και να επιχειρεί, μέσα από την αποκατάσταση της Φιλουμένα, τη δικαίωση της ίδιας της μητέρας του, έστω και μέσα από την τέχνη. Ωστόσο, ο συγγραφέας, ηθοποιός, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και θιασάρχης Nτε Φιλίππο,  κατορθώνει να πάει πέρα από το αυτοβιογραφικό βίωμα και να θέσει στο μικροσκόπιό του τις προβληματικές οικογενειακές και κοινωνικές δομές. Χωρίς να εγκαταλείπει το κωμικό και φαρσικό στοιχείο που είναι διάχυτο στα προπολεμικά του έργα, ο συγγραφέας, επηρεασμένος βαθύτατα από την εμπειρία του πολέμου, τοποθετεί στα μεταπολεμικά του έργα έντονους κοινωνικούς προβληματισμούς, τολμώντας να ασκήσει κριτική και να απομυθοποιήσει τη ναπολιτάνικη κοινωνία, αποκαλύπτοντας το πραγματικό της πρόσωπο: αυτό της φτώχειας και της κοινωνικής ανισότητας. Εμμένοντας πεισματικά στη χρήση της πηγαίας και ανεπιτήδευτης ναπολιτάνικης διαλέκτου, ο Nτε Φιλίππο κατορθώνει μέσα από έναν δικό του ρεαλισμό να συνδυάσει το κωμικό με το τραγικό στοιχείο και να παρουσιάσει με αληθοφάνεια τους απλούς, καθημερινούς χαρακτήρες και τα προβλήματά τους, έτσι όπως αυτοί καταγράφονταν στο μυαλό του, καθώς τους παρατηρούσε στους δρόμους της Νάπολης.

Το έργο Φιλουμένα Μαρτουράνο αποτελεί ίσως το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα της μεταπολεμικής γραφής του συγγραφέα, αποτελώντας, πια, ένα έργο κλασικού ρεπερτορίου.  Αναθέτοντας τη σκηνοθεσία στην έμπειρη και πάντα ανήσυχη σε κοινωνικά ζητήματα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη θέση της γυναίκας, Μαγδαλένα Ζήρα, ο ΘΟΚ επιλέγει για την Κεντρική του Σκηνή το έργο του Ντε Φιλίππο, στοχεύοντας στο ευρύ κοινό τόσο μέσα από την επιλογή του έργου, όσο και μέσα από την επιλογή ενός δυνατού πρωταγωνιστικού ζεύγους, της Αννίτας Σαντοριναίου και του Γιώργου Μουαΐμη. Η Μαγδαλένα Ζήρα χωρίς να επιχειρεί ευφάνταστα άλματα στο σήμερα και προφανείς συσχετισμούς με τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, επιλέγει μια κλασικότροπη και ασφαλή σκηνοθετική ανάγνωση, τόσο αισθητικά, όσο και ερμηνευτικά. Πιστή στο ύφος του συγγραφέα, η σκηνοθεσία ισορροπεί διαρκώς ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό στοιχείο, ισορροπία η οποία από τη μια δεν αφήνει το χιούμορ να επισκιάσει τους κοινωνικούς προβληματισμούς του έργου, ενώ από την άλλη οι δόσεις τραγικότητας δεν γίνονται μελοδραματικές. Αν και πατά πάνω στις στιβαρές δομές του ρεαλισμού, η παράσταση ξεφεύγει από την αυστηρότητά του, μέσα από ποικίλες επιλογές που οδηγούν σε ένα πιο ποιητικό και λυρικό αποτέλεσμα. Το σκηνικό της Έλενας Κατσούρη αποτυπώνει κάποια στοιχεία του χώρου και του χρόνου του έργου, αφού δεν περιορίζεται στον εσωτερικό χώρο του αρχοντικού σπιτιού, αλλά παραμένει ανοιχτό για να χωρέσει στοιχεία και τον ρυθμό της ζωής ολόκληρης της πόλης: τους ανθρώπους, τις φτωχογειτονιές, τα σχοινιά με τα απλωμένα ρούχα αλλά και τα δύο χαρακτηριστικά γκράφιτι της σύγχρονης Νάπολης που απεικονίζουν από τη μια τη Μαντόνα ως σύμβολο του καθολικισμού και από την άλλη τη Σοφία Λόρεν, την ηθοποιό που συνέδεσε, κινηματογραφικά τουλάχιστον, τη μορφή της με τον ρόλο της Φιλουμένα. Ο χώρος της τραπεζαρίας μεταμορφώνεται σε «αρένα» που θα καθορίσει τη διαμάχη των φύλων, των κοινωνικών τάξεων, της πατρότητας και της μητρότητας, στην οποία, εν τέλει, θα κυριαρχήσει η Φιλουμένα. Οι φωτισμοί του Γεώργιου Κουκουμά, μέσα από τα ζεστά χρώματα της Μεσογείου κινούνται και αυτοί σε δύο επίπεδα: πότε αφήνουν ολόφωτη τη σκηνή αναδεικνύοντας τον πρόσχαρο ναπολιτάνικο χαρακτήρα και πότε υποχωρούν απομονώνοντας τη δράση και τονίζοντας τα σκοτεινά στοιχεία του έργου. Αντίστοιχα και η μουσική του Αντώνη Αντωνίου, βασισμένη στο ηχόχρωμα και τις μελωδίες της Νάπολης, αναδεικνύει τον έντονα τοπικό χαρακτήρα του έργου, αλλά η κατά διαστήματα «πειραγμένη» τονικότητά της υπονοεί τα βαθύτερα νοήματα που κρύβονται κάτω από το χιούμορ και την εύθυμη διάθεση.

Το κυρίαρχο στοιχείο μέσα από το οποίο επιτυγχάνεται η ρευστότητα της ρεαλιστικής φόρμας είναι η επιλογή της Μαγδαλένας Ζήρα να προσθέσει τον, άρρηκτα δεμένο με την commedia dell’ arte, Pulcinella (Διομήδη Κοφτερό), έναν χαρακτήρα τον οποίο ο Εντουάρντο Ντε Φιλίππο υποδύθηκε πολλές φορές ως ηθοποιός. Ο βουβός (στην παράσταση) αυτός χαρακτήρας, εισβάλλει πρώτος στη σκηνή και μέσα από τις παντομιμικές του κινήσεις ενορχηστρώνει τον υπόλοιπο θίασο. Φόρος τιμής στον συγγραφέα ή υπονοημένη παρουσία του ίδιου του συγγραφέα στη σκηνή, ο Pulcinella καθορίζει τις κινήσεις του πλήθους, τους κινεί και τους μετακινεί, προοικονομεί μέσα από το κουκλοθέατρο τη διαμάχη που πρόκειται να ακολουθήσει, επιτυγχάνοντας έτσι και ένα αυτοαναφορικό σχόλιο μέσα στην ίδια την παράσταση.

Οι ήρωες που δημιουργεί ο συγγραφέας στο έργο αυτό δεν είναι όλοι ίσης σημασίας. Ενώ κατορθώνει να ψυχογραφήσει εις βάθος, πρωτίστως τη Φιλουμένα και δευτερευόντως τον Ντομένικο, οι υπόλοιποι χαρακτήρες αποδίδονται πιο πολύ ως αναγνωρίσιμοι τύποι της κωμωδίας, οι οποίοι κάνουν απλά «περάσματα» στη σκηνή. Αυτό είναι και το σχήμα που ακολουθεί η ερμηνευτική γραμμή της παράστασης. Οι έμπειροι Ιωάννα Σιαφκάλη και Κώστας Καζάκας στους ρόλους των πιστών «υπηρετών» της Φιλουμένα και του Ντομένικο, ενώ ακολουθούν πιστά το σχήμα των λαϊκών τύπων που καλούνται να ερμηνεύσουν, κατορθώνουν με τις ερμηνείες τους να κινηθούν κάτω από την επιφάνεια και να μας δώσουν ουσιαστικά στοιχεία των χαρακτήρων της Ροζαλίας και του Αλφρέντο. Οι τρεις, μάλλον αμήχανοι, χαρακτήρες των γιων της Φιλουμένα, αποδίδονται με την ίδια αμηχανία από τους Διομήδη Κοφτερό, Ανδρέα Κούτσουμπα και Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, καθώς ο συγγραφέας τους εκθέτει αρκετή ώρα στη σκηνή χωρίς λόγο και δράση. Η Έλενα Δημητρίου και ο Βαλεντίνος Κόκκινος δημιουργούν εύστοχα, αλλά σε ένα προκαθορισμένο και άρα στενό ερμηνευτικό πλαίσιο, τους τύπους της νεαρής ερωμένης και του δικηγόρου. Εύστοχοι στα περάσματά τους και οι Θανάσης Δρακόπουλος ως σερβιτόρος και η Αυγουστίνα Στυλιανού ως Τερεζίνα. Ξεχωρίζει η Ιωάννα Παπαμιχαλοπούλου στον ρόλο της υπηρέτριας Λουτσία, αφού η ερμηνεία της έχει μπρίο, ζωντάνια, σπιρτάδα, πηγαίο χιούμορ και αυθορμητισμό. Ολόκληρος ο θίασος στις σκηνές του πλήθους αποτυπώνει με συνέπεια και εξαιρετικό συντονισμό τους καθημερινούς ανθρώπους της πόλης.

Αναμφισβήτητα οι χαρακτήρες οι οποίοι προσφέρουν την έκταση και το βάθος για πιο δουλεμένες ερμηνείες είναι αυτοί της Φιλουμένα και του Ντομένικο. Η Αννίτα Σαντοριναίου κατορθώνει να δώσει μια πολυδιάστατη Φιλουμένα, αποτυπώνοντας το χιούμορ, τον σαρκασμό, τον αυτοσαρκασμό, τη σπιρτάδα, τον αυθορμητισμό, την πονηράδα, τον δυναμισμό, την εξυπνάδα, αλλά και τον πόνο και τα ανεπούλωτα τραύματα του παρελθόντος. Η λαϊκή γυναίκα-μάνα που κτίζει κερδίζει αμέσως τη συμπάθεια του κοινού. Ο Ντομένικο ταιριάζει εξαιρετικά στο ερμηνευτικό ταμπεραμέντο του Γιώργου Μουαΐμη, ιδιαίτερα κατά το πρώτο μέρος κατά το οποίο βρίσκεται σε συνεχή διαμάχη με τη Φιλουμένα, καθώς προσπαθεί να απαλλαγεί από τον γάμο στον οποίο με δόλο τον ενέπλεξε. Στην ερμηνεία του καταγράφεται η αφέλεια του ήρωα, η υπεροψία και υποτίμηση της ανώτερης τάξης προς τα χαμηλότερα στρώματα αλλά και του άνδρα προς τη γυναίκα και δη την πόρνη, ενώ στο δεύτερο μέρος αφήνει να διαφανεί η ήττα του ήρωα καθώς υπερισχύει η ανάγκη της πατρότητας και της συνέχισης του ονόματός του. Η εξαιρετική σκηνική χημεία της Αννίτας Σαντοριναίου και του Γιώργου Μουαΐμη ιδιαίτερα κατά το πρώτο μέρος όπου καταγράφεται και κορυφώνεται με γρήγορους ρυθμούς η διαμάχη τους ζεύγους, αν και επισκιάζει σε σημαντικό βαθμό τις υπόλοιπες ερμηνείες, δικαιώνει τις επιλογές της παραγωγής στη διανομή των πρωταγωνιστικών ρόλων.

Πέρα από την αδιαμφισβήτητη συγγραφική και θεατρολογική του αξία που το καθιστούν ένα έργο κλασικού ρεπερτορίου, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς με ποιο τρόπο μπορεί το έργο αυτό να «μιλήσει» στο σύγχρονο κοινό. Η ανάγνωση της Μαγδαλένας Ζήρα, αν και δεν φέρνει κάτι νέο στη σκηνική πορεία της Φιλουμένα Μαρτουράνο, ωστόσο προσεγγίζει το έργο με ευαισθησία για τα αδύναμα μέλη της κοινωνίας και δείχνει την ανάγκη για πίστη στο καλό της ανθρωπότητας έστω και μέσα από την ουτοπική γεφύρωση του χάσματος που χωρίζει τους δύο ήρωες, σε μια κοινωνία που σήμερα, μόνο σκληρότητα και απαξίωση δείχνει στα ευπαθή της μέλη. Και από αυτή την άποψη, η ιστορία που λέει η παράσταση, όπως τη λέει, μπορεί να λειτουργήσει «ιαματικά στην κοινότητα».

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Ο νόμος περί υποδομών Gigabit

Ο νόμος περί υποδομών Gigabit

Ο νόμος περί υποδομών Gigabit