Σε ηλικία 85 ετών απεβίωσε το πρωί της 1ης Απριλίου ο Ρώσος ποιητής Γεβγκένι Γεφτουσένκο, εμβληματική φυσιογνωμία της μετασταλινικής λογοτεχνικής άνθησης.
Ο ποιητής πέθανε στην Αμερική όπου μετανάστευσε τη δεκαετία του ’90, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, στην οποία υπήρξε πιστός έως την τελευταία στιγμή. Από το 1992, δίδασκε ποίηση στο Πανεπιστήμιο της Τούλσα.
Ο Γεφτουσένκο υπήρξε σύμβολο του αντισυμβατικού τρόπου ζωής στην ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια της σύντομης περιόδου της «απόψυξης» που ακολούθησε μετά την απόφαση του τότε ηγέτη Νικήτα Χρουτσόφ να προάγει την «αποσταλινοποίηση» του καθεστώτος, στις αρχές του 1960.
Ο ίδιος ο Γεφτουσένκο κατόπιν μετετράπη σε έναν διαπρύσιο υμνητή του καθεστώτος και προνομιούχο καλλιτέχνη της ΕΣΣΔ, έως τα χρόνια της πτώσης της.
Γνωστός παγκοσμίως για το έργο του «Μπάμπι Γιαρ» 1961, (που κυριολεκτικά σημαίνει «φαράγγι της γιαγιάς»), ο Γεφτουσένκο σε αυτό το επικό κείμενο ανακαλεί μια από τις αγριότερες θηριωδίες των ναζί κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία έλαβε χώρα στο Κίεβο, με αποτέλεσμα χιλιάδες Εβραίοι κάτοικοι της πόλης να χάσουν τη ζωή τους. Αργότερα το ίδιο έργο μελοποιήθηκε από τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς στη Συμφωνία αρ. 13.
Το 2007, σε συνέντευξή του στο Associated Press, είχε πει για την ποίησή του: «Την αποκαλώ ποίηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ποίηση που υπερασπίζεται την ανθρώπινη συνείδηση ως τη μεγαλύτερη πνευματική αξία».
Μπάμπι Γιαρ [Μετάφραση Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης]
Στο Μπάμπι Γιαρ μνημεία δεν υπάρχουν.
Απότομη πλαγιά, σαν μια ταφόπλακα χοντροκομμένη.
Φοβάμαι.
Είμαι τόσων ετών,
όσο και ο εβραϊκός λαός.
Τώρα νομίζω πως –
Ιουδαίος είμαι.
Να, περιφέρομαι στην αρχαία Αίγυπτο.
Να, σταυρωμένος στο σταυρό, αργοπεθαίνω,
και μέχρι σήμερα έχω τα σημάδια των καρφιών.
Τώρα νομίζω πως –
Ο Ντρέιφους είμαι.
Ο μικροαστισμός είναι για ’με
ο καταδότης και ο δικαστής μου.
Βρίσκομαι πίσω από τα κάγκελα.
Έπεσα στην παγίδα.
Κυνηγημένος,
χλευασμένος
συκοφαντημένος.
Και κυριούλες με φραμπαλάδες Βρυξελλών,
τσιρίζοντας, με χτυπούν με τα ομπρελίνα τους στο πρόσωπο.
Τώρα νομίζω πως –
ένα αγοράκι στο Μπελοστόκ είμαι.
Το αίμα χύνεται, απλώνεται στο χώμα.
Φωνάζουν οι ταγοί του πιώματος του καπηλειού
βρωμοκοπούν βότκα και κρεμμύδι κομμένο στα δυο.
Είμαι αδύναμος, μ’ έχουν κλωτσήσει με την μπότα.
Άδικα τους φονιάδες παρακαλώ.
Λένε γελώντας δυνατά:
“Βάρα τους οβριούς, σώσε τη Ρωσία!” -
[…]
Τώρα νομίζω πως –
η Άννα Φρανκ είμαι,
διάφανη,
σαν του Απρίλη το κλαράκι.
Αγαπώ.
Τις φράσεις δεν χρειάζομαι.
Εκείνο που θέλω
είναι να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον.
Πόσα λίγα μπορεί να δει κανείς,
μυρίζοντας!
Μας απαγορεύουν τα φύλλα,
μας απαγορεύουν τον ουρανό.
Μπορείς όμως πάρα πολλά να κάνεις –
είναι τόσο τρυφερό
να αγκαλιάζεις τον άλλον σε ένα σκοτεινό δωμάτιο.
Έρχονται ’δώ;
Μη φοβάσαι – είν’ η βοή
της άνοιξης –
αυτή μας πλησιάζει.
Έλα κοντά μου.
Τα χείλη δώσ’ μου γρήγορα.
Σπάνουν την πόρτα;
Όχι – είναι το λιώσιμο των πάγων ...
το θρόισμα των αγριόχορτων πάνω στο Μπάμπι Γιαρ.
Τα δέντρα κοιτάζουν σκυθρωπά,
σαν δικαστές.
Όλα σιωπηλά εδώ κραυγάζουν,
και, βγάζοντας το γούνινο καπέλο,
νιώθω
πως αργά γκριζάρουν τα μαλλιά μου.
Και είμαι εγώ,
σαν πνιχτή, δίχως ήχο, κραυγή,
πάνω από τους χιλιάδες θαμμένους.
Εγώ είμαι –
καθένας από τους εκτελεσμένους γέροντες.
Εγώ είμαι –
καθένα από τα εκτελεσμένα παιδιά.
Τίποτα μέσα μου
δεν πρόκειται να το ξεχάσει αυτό!
Και ας ηχεί η “Διεθνής”,
όταν για πάντα θα θαφτεί
ο τελευταίος πάνω στη γη αντισημίτης.
Στο αίμα μου δεν υπάρχει ούτε μια στάλα αίμα εβραϊκό.
Με μίσος άγριο εμένα με μισούν
οι αντισημίτες όλοι,
αφού εβραίο με θεωρούν,
γι’ αυτό και είμαι
Ρώσος αληθινός
Κρέμασα το ποίημά μου [Μετάφραση Ανδρέας Καραντώνης]

Κρέμασα το ποίημά μου σ’ ένα ψηλό κλαδί.
Κοίτα το που χτυπιέται με τον άνεμο.
Ξεκρέμασέ το, μου είπες, σταμάτα το μαρτύριό του.
Ξαφνιασμένοι οι διαβάτες, το βλέπουν τόση ώρα!
Το δέντρο χαιρετά, κινώντας το ποίημά του.
Δεν υπάρχει τίποτα για απάντηση. Πρέπει να φύγουμε.
– Θα το απαρνηθείς;
Μάλλον.
Μα μη φοβάσαι, αύριο ένα άλλο θα ‘χει την ίδια τύχη.
Θα ‘πρεπε να ξοδεύομαι σε τέτοια παιχνίδια;
Ένα ποίημα δεν βαραίνει πολύ το κλαδί ενός δέντρου.
Θα γράψω για σένανε όσα θελήσεις,
τόσους στίχους όσα και δέντρα υπάρχουν.
Κι ύστερα τι θ’ απογίνει με μας τους δυο;
Ίσως όλα αυτά να τα ξεχάσουμε πολύ γρήγορα;
Όχι!
Λίγο να μας πιάσει η κούραση στο δρόμο
και θα μπορέσουμε να ξαναδούμε το μέρος.
Το δέντρο χαιρετά, κινώντας το ποίημά του.
Τότε θα ξανά ‘ρθει το χαμόγελό μας.
– Πάμε!