Παράθυρο logo
Από την αρχαία Ελλάδα στη σύγχρονη Ευρώπη : Η ιστορική έρευνα που φωτίζει την ταυτότητά μας
Δημοσιεύθηκε 22.09.2025 12:28
Από την αρχαία Ελλάδα στη σύγχρονη Ευρώπη : Η ιστορική έρευνα που φωτίζει την ταυτότητά μας

Η δρ Νατάσσα Κωνσταντινίδου αναλύει την επίδραση των ελληνικών γραμμάτων στον ευρωπαϊκό πολιτισμό

Συνέντευξη στη Μαρίζα Λαμπίρη*

Η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, Νατάσσα Κωνσταντινίδου, αφιέρωσε την ακαδημαϊκή της πορεία στη μελέτη μιας περιόδου που, όπως λέει η ίδια, «παραμένει σχεδόν αόρατη στα σχολικά βιβλία»: την Ευρώπη από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα. Με εξειδίκευση στην πρόσληψη του ελληνικού πολιτισμού στη Δύση, η δρ Κωνσταντινίδου αναδεικνύει πώς η ελληνική γλώσσα, τα κείμενα και οι ιδέες έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της ευρωπαϊκής πνευματικής κληρονομιάς. Σήμερα, μέσα από το διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα GrECI (Greek heritage in European Culture and Identity), που υλοποιείται σε συνεργασία με πανεπιστήμια της Νορβηγίας και της Γαλλίας, εξετάζει το πώς η αρχαία Ελλάδα αποτέλεσε πυλώνα για τη συγκρότηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Η ίδια τονίζει πως η έρευνα δεν είναι μια «κλειστή υπόθεση» για λίγους ειδικούς, αλλά ένας καθρέφτης που μας βοηθά να δούμε καθαρότερα το παρόν και τις προκλήσεις του.

Κυρία Κωνσταντινίδου, πώς ξεκινήσατε το ερευνητικό σας ταξίδι στην ευρωπαϊκή ιστορία; Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε σε αυτή την περίοδο και θεματολογία; 

Αυτό που με γοήτευσε ιδιαίτερα είναι το ότι η περίοδος μεταξύ του Μεσαίωνα και του Διαφωτισμού (δηλ. 15ος-18ος αιώνας) στη Δυτική Ευρώπη, παρότι συναρπαστική -και καθοριστικής σημασίας για τον σύγχρονο κόσμο- σχεδόν δεν διδάσκεται στο σχολείο. Ήθελα λοιπόν να μάθω περισσότερα για αυτήν την περίοδο.

Τι ενέπνευσε την ίδρυση του έργου GrECI και πώς προέκυψε η συνεργασία μεταξύ του Πανεπιστημίου Κύπρου, του Πανεπιστημίου του Όσλο και του Πανεπιστημίου Marie et Louis Pasteur;

Με τον καθηγητή Han Lamers του Όσλο έχουμε μια μακροχρόνια συνεργασία, έχοντας διοργανώσει μαζί δύο συνέδρια, και έχοντας επιμεληθεί τον τόμο Receptions of Hellenism in Early Modern Europe, 15th-17th centuries(Brill, 2021). Με τη Marie Barral-Baron, του Πανεπιστημίου Marie Louis Pasteur γνωριστήκαμε την περίοδο της Covid μέσω διαδικτυακών συναντήσεων γιατί είχαμε συγκλίνοντα ερευνητικά ενδιαφέροντα. Το GrECI στην πραγματικότητα είναι μια συνέχεια των προβληματισμών που αναδείχθηκαν στον τόμο Receptions of Hellenism.

Μπορείτε να μας παρουσιάσετε συνοπτικά το πρόγραμμα GrECI και ποιο είναι το βασικό του ερώτημα;

To GrECI (www.greci-twinning.org) ασχολείται με τον ρόλο της πολιτιστικής κληρονομιάς της αρχαίας Ελλάδας ως «πυλώνα» του κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού και ταυτότητας. Μελετάει τη διαδικασία της πρόσληψης και οικειοποίησης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού από τους Ευρωπαίους λόγιους στις αρχές της νεότερης περιόδου (δηλαδή μεταξύ του 15ου-17ου αιώνα), από τη λεγόμενη «επιστροφή» της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στη Δυτική Ευρώπη έως την πλήρη ενσωμάτωσή τους στο ευρωπαϊκό πολιτιστικό τοπίο. Μέσω της μελέτης αυτής επιδιώκουμε να εξαγάγουμε συμπεράσματα σχετικά με τον τρόπο που η συγκεκριμένη διαδικασία συνέβαλε στη διαμόρφωση των σημερινών αντιλήψεων γύρω από την ευρωπαϊκή ταυτότητα. 

Το GrECI ενσωματώνει διάφορους κλάδους όπως η ιστορία του βιβλίου, οι ψηφιακές πολιτισμικές σπουδές, η φιλολογία και η ιστορία των ιδεών. Πώς συνδυάζονται αυτοί οι τομείς στο πλαίσιο του έργου;

Το πρόγραμμα μελετάει το θέμα αυτό από μια διεπιστημονική σκοπιά, ενσωματώνοντας διάφορους επιστημονικούς κλάδους: 

Από την οπτική της ιστορίας του βιβλίου, η ομάδα του Πανεπιστημίου Κύπρου μελετάει τα βιβλία που εκδόθηκαν και κυκλοφόρησαν στα ελληνικά στη Δύση από την αρχή της τυπογραφίας μέχρι και το 1600, και τα οποία απευθύνονταν σε ένα δυτικό κοινό.

Από την οπτική γωνία της φιλολογίας, η ομάδα στο Πανεπιστήμιο του Όσλο εξετάζει μια σειρά από γλωσσολογικές πραγματείες που γράφτηκαν κατά το 16ο αιώνα κυρίως, από φιλολόγους από διάφορα σημεία της Ευρώπης, προσπαθώντας να αποδείξουν τη γλωσσική καταγωγή της ιδιαίτερής τους γλώσσας (γαλλικά, γερμανικά, κ.λπ.) από τα ελληνικά.

Από την άποψη της ιστορίας των ιδεών, οι ερευνήτριες στο Πανεπιστήμιο Marie et Louis Pasteur, στην Besançon της Γαλλίας μελετάει τη χρήση των κειμένων των πατέρων της Εκκλησίας στις θρησκευτικές διαμάχες του 16ου αιώνα μεταξύ καθολικών και προτεσταντών. Στις διαμάχες αυτές και οι δύο αντιμαχόμενες θρησκευτικές ομάδες χρησιμοποίησαν τα κείμενα των πατέρων για να αποδείξουν ότι οι ίδιοι ήταν οι εκφραστές του αυθεντικού χριστιανικού δόγματος.

Τέλος, από τον κλάδο των ψηφιακών πολιτισμικών σπουδών, μια μεταδιδακτορική υπότροφος του Πανεπιστημίου Κύπρου δημιουργεί δυναμικούς χάρτες οι οποίοι αποδίδουν τις αντιδράσεις και τα συναισθήματα Ευρωπαίων περιηγητών που επισκέπτονταν αρχαία μνημεία κατά το 17ο και 18ο αιώνα στον ελληνικό χώρο, με βάση τις καταγραφές τους σε ημερολόγια. 

Γιατί είναι σημαντική η μελέτη της πρόσληψης του ελληνικού πολιτισμού στη Δυτική Ευρώπη από τον 15ο-17ο αιώνα;

Η μελέτη αυτή είναι σημαντική για πολλούς λόγους. Κατ' αρχήν φωτίζει τη διαδικασία με την οποία ο ελληνικός πολιτισμός έγινε σώμα του ευρωπαϊκού - γεγονός μη αυτονόητο σε μία περίοδο κατά την οποία επικρατούσε καχυποψία μεταξύ της Δύσης και τους Βυζαντίου λόγω της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, και της αποτυχημένης προσπάθειας για Εκκλησιαστική Ένωση του 1439 με τη Σύνοδο Φεράρας - Φλωρεντίας. Την περίοδο της Αναγέννησης όμως, οι Δυτικοί λόγιοι (ουμανιστές) υποστήριξαν ότι ο πολιτισμός της Δυτικής Ευρώπης ανάγεται στην ελληνική αρχαιότητα. Αυτή η τάση ήταν κομβική τόσο για την ευρωπαϊκή ταυτότητα, όσο και για τη συμπερίληψη του ελληνικού πολιτισμού σε αυτήν, και αυτό το σημείο δυστυχώς δεν είναι ευρέως γνωστό στον ελληνικό χώρο. Στο πλαίσιό της, οι Δυτικοί ξεκίνησαν να μελετούν και να γνωρίζουν τα κείμενα της ελληνικής αρχαιότητας είτε σε μετάφραση ή στο πρωτότυπο και τα οικειοποιήθηκαν ως μέρος του πολιτισμού τους, δημιουργώντας έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε, ένα «κοινό πολιτισμικό αρχείο». Παράλληλα, η ελληνική γλώσσα απέκτησε μεγάλη σημασία κατά τη διάρκεια της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, καθώς ένα από τα βασικά μηνύματα αυτής της μεταρρύθμισης ήταν η σημασία της ανάγνωσης της Αγίας Γραφής στη γλώσσα που γράφτηκε, δηλαδή στην ελληνική. 

Βέβαια, με την οικειοποίηση του ελληνικού πολιτισμού οι λόγιοι της Δύσης χρησιμοποίησαν πτυχές του για ακόμη περισσότερους σκοπούς, σε διαφορετικά ιδεολογικά, θρησκευτικά και πολιτικά πλαίσια. Συνεπώς, δεν υπήρχε μία συγκεκριμένη ενιαία χρήση της γνώσης που προέκυψε από την ελληνική αρχαιότητα και είναι σημαντικό να εντοπίσουμε τις επί μέρους σκοπιμότητες και χρήσεις στοιχείων του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.  

Πώς μπορεί η έρευνά σας να συμβάλει στη δημόσια κατανόηση της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς και στη σύγχρονη συζήτηση περί ταυτότητας;

Η περίοδος που εξετάζει το πρόγραμμα είναι σημαντική και μποορεί να αντιπαραβληθεί με το σήμερα από διάφορες οπτικές γωνίες. Όπως ανέφερα, κατά την περίοδο μεταξύ του 15ου και 17ου αιώνα όλοι όσοι ανήκαν στις ανώτερες κοινωνικά και οικονομικά τάξεις μορφώνονταν λίγο ή πολύ με βάση ένα κοινό πρόγραμμα σπουδών, το οποίο είχαν διαδώσει οι ουμανιστές δάσκαλοι. Μελετούσαν τα κείμενα της κλασικής ρωμαϊκής και ελληνικής αρχαιότητας, και μάθαιναν κατά κύριο λόγο λατινικά και δευτερευόντως αρχαία ελληνικά. Γίνονταν λοιπόν κοινωνοί του ιδίου παρελθόντος. Η διαδικασία αυτή λοιπόν δημιούργησε μια ομάδα ατόμων που είχαν τα ίδια σημεία αναφοράς, πολύ σημαντικό συστατικό στον σχηματισμό ταυτότητας - σκεφτείτε εάν γινόταν και σήμερα κάτι αντίστοιχο και τα παιδιά από όλη την Ευρώπη εκπαιδεύονταν στην ίδια ιστορία, την ίδια λογοτεχνία και τις ίδιες γλώσσες, πέραν της εθνικής τους… Από την άλλη μεριά βλέπουμε και τον ανταγωνισμό μεταξύ εθνικών ομάδων, οι οποίες προσπαθούσαν να διεκδικήσουν αποκλειστικότητα στη σχέση τους με το ελληνικό παρελθόν - επομένως εάν οι Γάλλοι έλεγαν ότι κατάγονταν από τους Έλληνες, τότε μπορούσαν να ισχυριστούν ότι ήταν ανώτεροι και διαφορετικοί από τους Ιταλούς, που κατάγονταν από τους Ρωμαίους. Αντιστοίχως και στη σύγχρονη Ευρώπη βλέπουμε αλλού να προβάλλονται τα κοινά χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού πολιτισμού και ταυτότητας, και αλλού στοιχεία που τονίζουν εθνικές προτεραιότητες. Συνεπώς, το παρελθόν μπορεί να μας δώσει μια οπτική μέσα από την οποία μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα το παρόν. 

Πιστεύετε ότι τα πανεπιστήμια οφείλουν να παίζουν πιο ενεργό ρόλο στη σύνδεση της ιστορικής έρευνας με την κοινωνία;

Πιστεύω πως ναι. Δυστυχώς υπάρχει μια μεγάλη απόσταση μεταξύ της έρευνας (σε πανεπιστημιακό πλαίσιο) και της διδασκαλίας της ιστορίας (σε σχολικό πλαίσιο). Η διαφορά είναι εν μέρει κατανοητή, γιατί οι δύο θεσμοί έχουν διαφορετικούς στόχους: το σχολείο πρέπει να δημιουργήσει πολίτες, ενώ το πανεπιστήμιο όχι. Το αποτέλεσμα όμως είναι ότι αρκετοί απόφοιτοι/ες του σχολείου σχηματίζουν μια αρνητική εικόνα για το αντικείμενο της ιστορίας. Από την άλλη μεριά, τα πανεπιστήμια θα έπρεπε να μπορούν να επικοινωνήσουν καλύτερα την «ανθρώπινη» πλευρά της ιστορίας και την πολυπλοκότητα και πολυχρωμία του παρελθόντος. Άλλωστε, οι σχέσεις, ανάγκες και σκέψεις των ανθρώπων είναι παρόμοιες ανά τους αιώνες - αυτό που αλλάζει είναι οι συνθήκες. Άρα, κατανοώντας το παρελθόν, μας δίνεται η δυνατότητα να κατανοήσουμε και το παρόν.

Το GrECI δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην υποστήριξη νέων ερευνητών. Ποιες ευκαιρίες προσφέρει και πώς συμβάλλει στην επιστημονική τους εξέλιξη;

Το πρόγραμμα αυτή τη στιγμή εργοδοτεί 6 ερευνητές και ερευνήτριες στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, δύο σε μεταπτυχιακό επίπεδο και 4 σε μεταδιδακτορικό, και ένα άτομο το οποίο υποστηρίζει τη διαχείριση του προγράμματος. Μέσα από αυτήν την απασχόληση, καθώς και μέσω εκπαιδευτικών ημερίδων και σεμιναρίων που έχουν διοργανωθεί στο πλαίσιο του GrECI, οι νέοι ερευνητές και ερευνήτριες αποκτούν δεξιότητες που είναι απαραίτητες στη βασική έρευνα, σε ψηφιακές δεξιότητες, τεχνικές συγγραφής και υποβολής ερευνητικών προτάσεων για χρηματοδότηση, και δεξιότητες στην αναζήτηση εργασίας γενικότερα. Ταυτόχρονα, τα άτομα αυτά είχαν την ευκαιρία να συμμετέχουν σε διεθνή συνέδρια παρουσιάζοντας τη δουλειά τους αλλά και παρακολουθώντας ανακοινώσεις διεθνών ερευνητών, και ήρθαν σε επαφή με ερευνητές και ερευνήτριες των δύο πανεπιστημίων με τα οποία συνεργαζόμαστε και εκτέθηκαν σε διαφορετικούς τρόπους δουλειάς και έρευνας. Όλα αυτά συμβάλλουν αφενός στο να γίνουν ανεξάρτητοι ερευνητές και ερευνήτριες, και αφετέρου στην εξεύρεση απασχόλησης αργότερα.  

Υπάρχει κάποιο βιβλίο ή έργο που θα προτείνατε σε όσους θέλουν να κάνουν μια πρώτη γνωριμία με το αντικείμενό σας;

Βεβαίως! Θα πρότεινα το βιβλίο των Reynolds και Wilson, Aντιγραφείς και Φιλόλογοι: το ιστορικό της παράδοσης των κλασικών κειμένων (Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ: 2001), το οποίο είναι μετάφραση του Scribes and Scholars: AGuide to the Transmission of Greek and Latin Literature (Οξφόρδη: Clarendon Press, 1991, αλλά και τον τόμο που έχω επιμεληθεί με τον Han Lamers, Constantinidou and Lamers (επιμ.) Receptions of Hellenism in Early Modern Europe, 15th-17th centuries (Leiden: Brill, 2021).

Η δρ Νατάσσα Κωνσταντινίδου μας θυμίζει ότι η ιστορία δεν είναι απλώς παρελθόν, αλλά ένα εργαλείο για να κατανοήσουμε το παρόν. Η πρόσληψη του ελληνικού πολιτισμού στη Δύση δείχνει πώς φτιάχτηκε η ευρωπαϊκή ταυτότητα - με κοινά στοιχεία αλλά και ανταγωνισμούς. Και αυτό το μάθημα, όπως λέει η ίδια, παραμένει πιο επίκαιρο από ποτέ.

*Επικεφαλής του Γραφείου Επικοινωνίας και Μάρκετινγκ Έρευνας και Καινοτομίας, στην Υπηρεσία Υποστήριξης Έρευνας και Καινοτομίας του Πανεπιστημίου Κύπρου

Tags