Ο Ρόμπερτ Μπέντον, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και μια από τις πιο διακριτικές αλλά επιδραστικές φυσιογνωμίες του αμερικανικού κινηματογράφου, πέθανε την Κυριακή σε ηλικία 92 ετών στο σπίτι του στο Μανχάταν από φυσικά αίτια, όπως ανακοίνωσε ο γιος του, Τζον Μπέντον.
Με τρία Όσκαρ στην καριέρα του –δύο για τη σεναριακή διασκευή και τη σκηνοθεσία της ταινίας «Κράμερ εναντίον Κράμερ» (1979) και ένα ακόμη για το αυθεντικό σενάριο της ταινίας «Μία θέση στην καρδιά» (1984)– ο Μπέντον υπήρξε κεντρικός εκπρόσωπος του αμερικανικού συναισθηματικού ρεαλισμού, δίνοντας έμφαση στις ανθρώπινες σχέσεις και στις λεπτές συγκρούσεις των χαρακτήρων.
Γεννημένος στο Γουαξαχάτσι του Τέξας το 1932, ο Μπέντον ξεκίνησε σπουδάζοντας καλές τέχνες και εργαζόταν ως σκιτσογράφος, πριν ενταχθεί στο περιοδικό Esquire ως βοηθός καλλιτεχνικού διευθυντή και στη συνέχεια αναλάβει τη διεύθυνση του καλλιτεχνικού τμήματος από το 1958 έως το 1964. Εκεί γνωρίστηκε με τον σεναριογράφο Ντέιβιντ Νιούμαν, με τον οποίο υπέγραψαν το ρηξικέλευθο σενάριο του «Μπόνι και Κλάιντ» (1967), φιλμ-τομή για τον αμερικανικό σινεμά της εποχής.
Ο Μπέντον υπήρξε σκηνοθέτης ευαίσθητος, δίνοντας έμφαση στην υποκριτική καθοδήγηση των ηθοποιών του. Ο Ντάστιν Χόφμαν και η Μέριλ Στριπ βραβεύτηκαν με Όσκαρ για τους ρόλους τους στο «Κράμερ εναντίον Κράμερ», ενώ η Σάλι Φιλντ απέσπασε το ίδιο βραβείο για την ερμηνεία της στη «Μία θέση στην καρδιά». Το 1994, η ταινία του «Nobody’s Fool», με πρωταγωνιστή τον Πολ Νιούμαν, του χάρισε άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου.
Αποτραβηγμένος από τη δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια, ο Μπέντον παρέμεινε έως τέλους μια διακριτική φιγούρα με μεγάλη συνεισφορά στη σεναριακή και σκηνοθετική ανανέωση του Χόλιγουντ των δεκαετιών ’70 και ’80. Η κληρονομιά του συνεχίζει να επηρεάζει σεναριογράφους και σκηνοθέτες που αναζητούν την αλήθεια των συναισθημάτων πίσω από το δραματουργικό βλέμμα.
Πηγή: lifo.gr