Γράφει ο Ερωτόκριτος, 16 ετών
Απάντηση στο ποίημα «Στετέ», του Λιπέρτη
Στετέ μου μεν μου μάσιεσαι,
Στετέ μου μεν αρρώννεις,
Εν άδικα π’ αντρέπεσαι
Τζι’ άδικα που θυμώννεις.
Τιτσίρα ας κυκλοφορώ,
-εν έσιει σημασία-
Τζι’ ας με θωρούν τζιαι να σφυρούν.
Αλλού εν η ουσία.
Στετέ, ποττέ δεν έκαμεν
Έναν παπά το ράσο.
Στετέ αν θέλεις τζιαι εσύ
Τάγκα να σου γοράσω
Άφησ’ τους σκάπουλλους τζιαμαί,
Ας κλαίσιν, ας φακκούσιν,
Ας πέφτουσιν τζιαι όρομαν
Εμέναν να θωρούσιν.
Είσαι, στετέ, της εκκλησιάς
Γι’ αυτόν θα σε ρωτήσω:
Είπεν ποττέ ο Ιησούς
Τάγκα να μεν φορήσω;
Εσύ τζιαι ούλλοι στο χωρκόν
Μέσ’ την σεμνοτυφία!
Μα όπου έσιει μαχαλλάν
Έσιει τζιαι αμαρτία.
Τζι’ αν μου ζητάς παρηορκάν
Για να ‘σιεις ηρεμία,
Να ξέρεις έγινα σωστόν
Πλάσμα στην κοινωνία.
Δημήτρη Θ. Λιπέρτη
Η ΣΤΕΤΕ
Τούτα τα ρούχα πώκαμες τζι ακρόστηκες του νου σου
Μεν τα φορής τζι εν αντροπή,
Όποιος σε δή ‘νταν πών να πη;
Φόρηννε του πρεπού σου.
Χογλοκοπώ σγιάν σε θωρώ να ρέσσης π’ ομπροστά μου
Εγιώ ‘ν είδα έτσι κακόν
Νάχουσιν τόσον τιτσιρκόν
Τ’ αγγόνια, τα παιδκιά μου.
Κοπέλλες ήμαστιν τζι εμείς του στόλου – καλή ώρα
Σγιαν είστ’ εσείς, κόρη, τωρά –
Σαγιάν τζιαι σάρκαν μια χαρά
Τζι εμύριζεν η χώρα.
Τζι όι κλατσούνια αζαγιές, μανίτζια πού φεντζιάζουν
Εν κάλλιον για την κορασιάν
Νάσ’η μιαν άλλην φορησιάν,
Ρούχα που να ταιρκάζουν.
Εσείς του τορινού τζ’αιρού κάμνετε τους σκαπούλλους
Να μεν έχουσιν αναπάν,
Να μεν ηξαίρουν πού να παν
Λαώννετε τους ούλλους.
Θέλω σε νάσαι νούσιμη, με τσίππαν, προκομμένη,
Για μέναν εν παρηορκά
Νάσαι βκιολέττ’ αντροπιαρκά
Στα φύλλα σου χωσμέγη.
Να σε θωρούν τζιαι να δικλάς χαμαί, να κοτσ’ινίζης
Σγιαν κοτσ’ινίζει τζι η αβκή
Ίσια την ώραν πών να βκη
Τζι εσού να ξιφωτίζης.
Κογκάς, μα με την δύναμιν Θεού, με τες ευτσιές μου
Ύστερις πών να σπιτωθής
Να δης πως εν ν’ αθθυμηθής
Τζιαι τες παραντζελιές μου.
