Σε διάστημα μόλις οκτώ χρόνων, ο Μόντης χάνει τους κοντινούς του ανθρώπους και, σύμφωνα με τον καθηγητή Παντελή Βουτουρή, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι αυτή η τραγική ιστορία δεν κατοπτρίζεται στις πρώτες του ποιητικές συλλογές. Ο νεαρός Μόντης σαν να ήθελε να εξορκίσει το κακό με ελάχιστη αναφορά στο προσωπικό του δράμα.
Στην πρώτη του συλλογή υπάρχει η συγκινητική αφιέρωση: "Χαρισμένο στις ιερές σκιές των γονιών μου" και στη δεύτερη ένα ποίημα με τίτλο "Μελαγχολία στην Κερύνεια", όπου αναφέρει: "Βαρειές, αφόρητα βαρειές / πέφτουν κι ασάλευτες οι σκιές / στην αγκαλιά του λιμανιού / και πνίγονται ανιστόρητα / σαν αρρωστιάρικες ψυχές [...] Και πάν, βουλιάζουν στον πνιγμό [...] με τη δική μου -Θέ μου- σκιά / που πέφτει απ' όλες πιο βαρειά / έτσι καθώς περνώ σκυφτά / μονάχος πια στον κόσμον όλο". Εάν συσχετίσουμε τις "σκιές" του ποιήματος με εκείνες στην αφιέρωση, θα παρατηρήσουμε ότι η πένθιμη βαρυθυμία του ποιήματος ταυτίζεται με την προσωπική ιστορία του Μόντη. Μέσα στα νερά βυθίζεται και η δική του σκιά και, κυρίως, στον τελευταίο αυτοβιογραφικό, κατά κάποιον τρόπο, στίχο: "Μονάχος πια στον κόσμον όλο".
Το θέμα της λίμνης αποτελεί ένα ελληνικό αρχετυπικό σύμβολο, που παραπέμπει στην Αχερουσία λίμνη, τον Αχέροντα ποταμό κ.λπ. Πρόκειται για ένα σύμβολο του θανάτου από τη μυθολογική περίοδο. Το σύμβολο αυτό είναι ένα ωραίο θέμα, το οποίο μπορούμε να εξετάσουμε διακειμενικά. Ο κ. Βουτουρής πρότεινε σε σχετική ομιλία που έδωσε [η οποία παρουσιάζεται αποσπασματικά από αυτήν τη στήλη σε τρεις διαδοχικές εκδόσεις], δύο ποιήματα του Βιζυηνού (συλλογή: "Ατθίδες αύρες" - 1894), με τα οποία συνομιλούν οι στίχοι του Μόντη. Στο πρώτο ποίημα με τίτλο "Παρά την λίμνην" περιγράφεται ένα αστέρι να πέφτει και να βυθίζεται μέσα στη λίμνη. Στο δεύτερο με τίτλο "Το όνειρον", το ποιητικό υποκείμενο σκύβει στα νερά ενός ποταμού και βλέπει τον εαυτό του: "Στα ρέματα παράσκυψα / να τονε ευρώ γυρεύω. / Στα ρέματ' αγναντεύω- / το λείψανό μ' αχνό...".
Σύμφωνα με τον κ. Βουτουρή, το 1954 τελειώνουν τα πρωτόλεια ποιήματα, καθώς με την τρίτη ποιητική συλλογή, με τίτλο "Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής", ο Μόντης περνάει πια στην κατηγορία των μεγάλων ποιητών. Εν τω μεταξύ, η οικογενειακή τραγωδία συνεχίστηκε, καθώς το 1950 πέθαναν οι δύο αδελφές του. Η οικογένεια Μόντη έχει πια ξεκληριστεί. Ο νεαρός ποιητής έμεινε πεντάρφανος, "μοναχός στον κόσμον όλο".
Όλα αυτά οδηγούν στην εξέταση μιας άλλης διάστασης του έργου του. Ο Μόντης εγκαταστάθηκε στη Λευκωσία και ένιωθε παγιδευμένος σε μια πόλη την οποία για την ώρα αισθανόταν εχθρική και ξένη. Δεν μπορούσε να εργαστεί, εφόσον τα ελληνικά πτυχία της Νομικής δεν αναγνωρίζονταν από το αποικιοκρατικό καθεστώς. Η πρώτη εικόνα της Λευκωσίας, όπως αποτυπώνεται στην ψυχή και το έργο του ποιητή, φαίνεται στους παρακάτω στίχους: "Ποιος να σου τόλεγεν αλήθεια και να πίστευες / πως τα "προσόντα" σου θ' αχρήστευες / σ' αυτή τη Λευκωσία τους την ασήμαντη..." ("Εξίσωση"). Αν και υπάρχουν κι άλλα τέτοια ποιήματα, ο ομιλητής έκλεισε με το τελευταίο της συλλογής, το καλύτερο κατά τη γνώμη του: "Ολόγυρα συγκλίνουν οι γραμμές. / Κλωστές αράχνης αποπνιχτικές οι δρόμοι [...] Δεν θα μπορέσουν, βέβαια, / να σε σώσουν / της Νομικής σου οι τόμοι [...] Από τις στέγες, τις γωνιές, / προβάλλουν οι γραμμές [...] Ξέρεις οριστικά/ πως δεν θα της ξεφύγης / μα τόχεις συνηθίσει πια. / Κ' είναι προς πίστη σου ασφαλώς/ αυτή η γοργή προσαρμογή / γιατί ήταν τόσο ξαφνικό / που είχες ξυπνήσει κ' είχες βρη/ μετά από τέτοια προοπτική / τον "εύελπιν" εαυτό σου Καρυωτάκη. / Μονάχα που πικραίνεσαι λιγάκι [...]".
Οι "Γραμμές" παραπέμπουν στα δρομάκια της παλιάς πόλης της Λευκωσίας, τα οποία στην ποιητική φαντασία διασταυρώνονται και πλέκουν τον θανάσιμο ιστό μιας αόρατης αράχνης. Στους στίχους αυτούς φαίνεται να αποδέχεται την τραγική του μοίρα. Τέτοια αισθάνεται βαρυθυμία και η διέξοδος θα βρεθεί τον επόμενο χρόνο με την έναρξη του αγώνα του 1955, που θα επενεργήσει λυτρωτικά στη συνείδηση και στο έργο του. Όμως, για την ώρα είναι βυθισμένος στην απογοήτευση, παγιδευμένος στον θανάσιμο ιστό της αράχνης και συγκρίνει τον εαυτό του με τον πιο τραγικό ποιητή της εποχής του, τον αυτόχειρα ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, ο οποίος ως γνωστόν αυτοκτόνησε το 1928 στην Πρέβεζα. Σε αυτό το ποίημα, λοιπόν, ο Μόντης φαντάζεται τη Λευκωσία σαν μια Πρέβεζα. Έτσι τελειώνει το ποίημα: "ούτ' υποπτεύθηκε ποτές η φαντασία σου
πώς θα σου γίνονταν μια μέρα
Πρέβεζα ανήλεη η Λευκωσία σου".
*Φιλόλογος
