Συγγραφέας: Charlotte Perkins Gilman
Μετάφραση/διασκευή/σκηνοθεσία: Μαρία Ιόλη Καρολίδου
Βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα. Μια νέα γυναίκα, η οποία μόλις έφερε στον κόσμο το νεογέννητό της κοριτσάκι, μεταφέρεται σε μια εξοχική έπαυλη για να ακολουθήσει μια θεραπεία ξεκούρασης (“rest cure”), καθώς υποφέρει από ένα είδος νεύρωσης και κατάθλιψης (αυτό που αργότερα θα ονομαστεί επιλόχειος κατάθλιψη/postnatal depression). Στην έπαυλη την ακολουθούν ο γιατρός σύζυγός της, υπεύθυνος για τη θεραπεία της, όπως επίσης και η αδερφή του, η οποία εκτελεί χρέη οικονόμου του σπιτιού. Η γυναίκα απομονώνεται σε ένα δωμάτιο στον πάνω όροφο του σπιτιού, δεν έχει καμία επαφή με το μωρό της, ενώ της απαγορεύεται να κάνει οποιαδήποτε εργασία, πνευματική ή σωματική. Η θεραπεία απαιτεί φυσική απομόνωση, ξεκούραση και απόλυτη απραξία. Η απραξία αυτή, ωστόσο, όχι μόνο δεν βοηθά τη γυναίκα, αλλά επιδεινώνει την κατάστασή της, οδηγώντας την σταδιακά στην παράνοια. Στο δωμάτιο, που εύκολα θα μπορούσε να εκληφθεί ως δωμάτιο ψυχιατρείου, δεσπόζουν ένα βαρύ σιδερένιο κρεβάτι, παράθυρα με κάγκελα και μια κίτρινη ταπετσαρία στους τοίχους. Ενώ η γυναίκα αρχικά δείχνει να σιχαίνεται την ταπετσαρία, μέρα με τη μέρα αποκτά για αυτήν ένα ενδιαφέρον το οποίο θα καταλήξει σε ψύχωση. Μέσα στην ταπετσαρία βλέπει συγκεκριμένα μοτίβα τα οποία διαρκώς μετακινούνται, ενώ ανακαλύπτει ότι σε αυτήν βρίσκεται παγιδευμένη μια γυναίκα, την οποία προσπαθεί να απελευθερώσει.
Αυτή είναι η ιστορία της νουβέλας της Αμερικανίδας συγγραφέως Charlotte Perkins Gilman η οποία, παρά το γεγονός γράφεται το 1890 και δημοσιεύεται ήδη από το 1892 στο New England Magazine, γίνεται γνωστή μόλις τη δεκαετία του 1970 χάρη στην Elaine Ryan Hedges, ιδρυτικό στέλεχος του National Women’s Studies Association. Έκτοτε, θεωρείται ένα σημαντικό και πρωτοποριακό έργο της πρώιμης φεμινιστικής λογοτεχνίας. Βασισμένη στην προσωπική της εμπειρία με την «rest cure» που επιβαλόταν στις γυναίκες που υπέφεραν από κάποιες νευρώσεις ή κατάθλιψη, η ιστορία της Perkins, αν και μικρή σε μέγεθος, αποτυπώνει με ανατριχιαστικό τρόπο την υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας μέσα στα θεμέλια της πατριαρχικής κοινωνίας, την κοινωνική καταπίεση για ανταπόκριση στον συζυγικό και μητρικό της ρόλο, όπως επίσης και τις καταστροφικές επιπτώσεις που είχε στην ψυχική της υγεία, όχι μόνο η συγκεκριμένη θεραπεία αλλά και η έλλειψη κινήτρου, αυτονομίας και δυνατότητας αυτοκαθορισμού. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τις σκέψεις της ηρωίδας σε μια αφήγηση σε α΄ ενικό πρόσωπο, ενώ ακολουθεί τη σταδιακή της καταβύθιση στην παράνοια και την τρέλα.
Η πάντα ανήσυχη και ιδιαίτερα ευαίσθητη σε γυναικεία ζητήματα Μαρία Ιόλη Καρολίδου, συστήνει στο κυπριακό κοινό αυτή την τόσο σημαντική νουβέλα, μέσα από τη σκηνική της μεταφορά σε μορφή μονολόγου, αφού αφαιρεί τα άλλα δύο πρόσωπα της ιστορίας και αντικαθιστά την παρουσία τους με ηχογραφημένους ήχους και φωνές. Ο χώρος του «Αιγαία» μεταμορφώνεται στο δωμάτιο της ηρωίδας μέσα από το λιτό αλλά πολύ εύστοχο σκηνικό της Άννας Φωτιάδου. Πέρα από το κρεβάτι και τα δύο μικρά παράθυρα με κάγκελα, από τα οποία συχνά ατενίζει τον έξω κόσμο η «ασθενής», στο σκηνικό δεσπόζει ο πρωταγωνιστής της ιστορίας: η κίτρινη, κακοφτιαγμένη ταπετσαρία, η κατάσταση της οποίας δείχνει σταδιακά τη βίαιη, συχνά, παρέμβαση της ηρωίδας. Το κίτρινο χρώμα το οποίο τονίζεται από τους φωτισμούς, δεσπόζει παντού, ακόμη και στο πάτωμα, ενώ οι θεατές τοποθετούνται αριστερά και δεξιά του χώρου δράσης, αποτελώντας, στην ουσία, τους άλλους δύο τοίχους του δωματίου και, συχνά, κομμάτι της δράσης. Η διάταξη των θεατών και η διαμόρφωση του σκηνικού δημιουργεί πολύ αποτελεσματικά το ασφυκτικό και κλειστοφοβικό κλίμα του δωματίου, ενώ οι προβολές πάνω στην κίτρινη ταπετσαρία και το ηχητικό περιβάλλον (Γιάννης Κουτής) βοηθούν τον θεατή να μπει στο μυαλό της και να «δει» μέσα από τη δική της ματιά. Οι συχνές αλλαγές του φωτισμού (Σταύρος Τάρταρης) ακολουθούν, τόσο τις χρονικές εναλλαγές μέρας και νύχτας, όσο και τις ψυχικές μεταπτώσεις τις ηρωίδας. Αν και πιστεύω ότι θα είχε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον μια πιο σύγχρονη σκηνική ερμηνεία του έργου που θα βοηθούσε να δούμε την ηρωίδα σαν μια γυναίκα του σήμερα, η Καρολίδου αποφασίζει να κρατήσει το έργο στην εποχή του, αφήνοντας ελάχιστα την τεχνολογία να παρέμβει. Η εποχή, άλλωστε, δηλώνεται και μέσα από το κοστούμι που δημιουργεί η Μαρία Γεωργίου, το οποίο συμμετέχει σχεδόν πρωταγωνιστικά στην εξέλιξη του έργου, αφού πέρα από την αισθητική του προσφορά, συμβολίζει μέσα από τις πολλές του στρώσεις, τα πολλαπλά επίπεδα του μυαλού και της ψυχοσύνθεσης της ηρωίδας, ενώ την ακολουθεί από την πρώτη «καθωσπρέπει» εικόνα, στη σωματική και ψυχική απογύμνωσή της.
Η σκηνοθεσία της Μαρίας Ιόλης Καρολίδου, λιτή αλλά ουσιώδης, εστιάζει και επικεντρώνεται απόλυτα στην ερμηνεία της Αντωνίας Χαραλάμπους, καθοδηγώντας την σε μια ώριμη, μεστή, παθιασμένη, καθηλωτική, θα τολμούσα να πω, ερμηνεία. Κρατώντας απόσταση από ρόλους και ερμηνείες του παρελθόντος, η ηθοποιός κατορθώνει να οδηγήσει τον θεατή μέσα στο μυαλό της ηρωίδας και να αναδείξει, μέσα από μια φαινομενικά μεμονωμένη ιστορία, τις παθογένειες της πατριαρχίας και τις επιπτώσεις της στις γυναίκες. Έχοντας ως όπλα τα ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα και τον μικρό σκηνικό χώρο, η Χαραλάμπους δημιουργεί μια έντονα σωματική, εξαντλητική (ενίοτε σε βαθμό υπερβολικής σκληρότητας) ερμηνεία στην οποία είναι δοσμένη πνευματικά, ψυχικά και σωματικά. Η ηθοποιός ξεπερνά κάθε δυσκολία η οποία προκύπτει μέσα από την αφήγηση της ιστορίας και την ταυτόχρονη δραματοποίησή της. Ο μονόλογoς της, όχι μόνο δεν κουράζει, αλλά κατορθώνει να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα μεταφυσικού θρίλερ και μυστηρίου που κυριαρχεί στην ιστορία της Gilman. Παλεύοντας διαρκώς ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, το φαίνεσθαι και το είναι, την αβάσταχτη διάρκεια της μέρας και τη συγκάλυψη της νύχτας, η ηθοποιός μας συμπαρασύρει βήμα-βήμα στη μη αναστρέψιμη κάθοδο της ηρωίδας στην απόλυτη κυριαρχία των φαντασιώσεων της. Αν και η σκηνοθεσία δεν προσπαθεί να δημιουργήσει εμφανείς γέφυρες επικοινωνίας με το σήμερα, η ερμηνεία της Χαραλάμπους δημιουργεί μια γυναίκα διαχρονική: τη γυναίκα που κάτω από την υπερβολική κοινωνική πίεση, είτε εγκαταλείπει, όπως η ιψενική Νόρα, είτε οδηγείται μόνιμα στον κόσμο της παράνοιας, όπως Μπλανς του Ουίλλιαμς ή η ηρωίδα της Gilman. Και αυτές είναι γυναίκες έξω από χρόνο και εποχή.
Σημείωση σχετικά με το απαράδεχτο «σκάνδαλο» που ξέσπασε σε σχέση με την παράσταση του ΘΟΚ «Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες»:
Ο Μάριος Κακουλλή και η ομάδα του έχουν δημιουργήσει μια αξιόλογη παράσταση, απολύτως κατάλληλη για όλες, ανεξαιρέτως, τις ηλικίες. Οι ηθοποιοί, με εξαιρετική χημεία και δέσιμο στη σκηνή δίνουν μια παράσταση γεμάτη κέφι, χιούμορ, χρώμα και μηνύματα για αποδοχή στη διαφορετικότητα και καθαρή αγάπη προς τον συνάνθρωπο, ανεξαρτήτως φύλου, καταγωγής, φυλής ή εθνικότητας. Η παράσταση είναι μελετημένη στην κάθε λεπτομέρεια, με αλληλεπίδραση και ουσιώδεις αναφορές και συσχετισμούς με το τώρα της σύγχρονης Κύπρου. Μια Κύπρο που θέλει να αποτελεί κομμάτι της Ευρώπης του 2023 και του σύγχρονου κόσμου, ενώ επιτρέπει σε έναν αναχρονιστικό και απαρχαιωμένο θεσμό να παρεμβαίνει λογοκριτικά στην τέχνη που αποτελεί το απόλυτο σύμβολο της δημοκρατίας, της ελευθερίας του λόγου και της ελευθερίας της έκφρασης.