Παράθυρο logo
Η Ανεράδα (Βασίλη Μιχαηλίδη)
Δημοσιεύθηκε 18.11.2013
Η Ανεράδα (Βασίλη Μιχαηλίδη)

Γράφει ο Σταυρίνος Κυριάκου

Το αγαπημένο μου κυπριακό ποίημα τζαι κατά την άποψη μου ένα που τα πιο όμορφα ερωτικά ποιήματα που εγραφτήκαν ποττέ. Η Ανεράδα του Βασίλη Μιχαηλίδη.
Περιγράφει την ερωτική περιπέτεια ενός νεαρού με ένα εξωτικό πλάσμα της φύσης. Μπορεί να ερμηνευτεί τζαι σαν μια λαϊκή ιστορία, ένα παραμύθι βγαλμένο που την φαντασία του ποιητή. Άμα το δεις που μια άλλη πλευρά όμως, αλληγορικά το ποίημα περιγράφει την πρώτη ερωτική εμπειρία κάποιου ανθρώπου.
Η μεταφυσική υπόσταση που διούμε στην αγάπη μόλις την ζήσουμε, ο παραλληλισμός του συντρόφου μας με κάτι απίστευτα τζαι μαγικά όμορφο, η περιπέτεια τζαι η αρμονία της ζωής άμα αγαπάς κάποιον τζαι, τέλος, η απόρριψη, οι πληγές που σου προκαλεί τζαι η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας. Γι’ αυτό στη ζωή μας, «όπου τες δούμε τες ανεράδες τρέμουμεν τες». Τούτη έν’ η κυπριακή διάλεκτος, τούτα πρέπει να διδάσκουμε στα κοπελλούθκια μας.
«Στην χώραν π' αναγιώθηκα, τζιαί 'κόμα αναγιώννουμουν
τζι' άρτζιεψα νάκκον να λαχτώ
τότες εξηφοήθηκα, τα ζώθκια τζ' εν εχώννουμουν
τζ' εξέβηκα να δκιανεφτώ.
Σε μιάν ποταμοδκιάβασην, μιάν λυερήν εσσιάστηκα
νείεν καεί η σταλαμή!
Ούλα τ' αρνίν εις τον τσοκκόν, ο άχαρος επιάστηκα
αντάν πιαστεί μες στην νομήν.
Αντάν με είδεν έφεξεν, τζι ο νους μου εφεντζιάστηκεν
τζ' εφάνην κόσμος φωτερός.
Αντάν μου χαμογέλασεν, παράδεισος επλάστηκεν
ομπρός μου τζ' έμεινα ξερός.
Ευτύς το πας μου έχασα, τον κόσμον ελησμόνησα
τζ' έμεινα χάσκοντα βριχτός.
Είπεν μου: "έλα κλούθα μου", τζιαί που καρκιάς επόνησα
τζ' εκλούθησά της ο χαντός.
Λαόνια, κάμπους τζιαί βουνά, αντάμα εδκιαβήκαμεν
γεμάτ' αθθούς τζ' αγκαθερρά
η στράτα δεν ετέλειωννεν, τζιαί δεν εποσταθήκαμεν
ήτουν για λλόου μας χαρά.
Έτρεμεν μεν τζιαί χάσει με, τζ' έτρεμα μεν τζιαί χάσω την
τζιαί μεν της πω τζιαί μεν μου πει
εδίψουν την εκαύκουμουν, τζ' έτρεμα μεν τζιαί πκιάσω την
τζιαί γίνουμεν τζ΄οι δκυό 'στραπή.
Υστερα σγοιάν παράδεισον, εναν βουνόν εφτάσαμεν
ίσια με τα 'ψη τ' ουρανού.
Τζει πάνω τζει εκλάψαμεν, αντάμα τζ' εγελάσαμεν
μέσα στους μούσκους του βουνού.
Λαλεί μ' αν είσαι πέρκαλλος, τώρα πιόν μείνε δίχως μου
αν σου αρέσκ' έτσι ζωή
τζιαί ξαπολά 'ναν χάχχανον, ίσια 'νωσα το στήθος μου
πως αλλονάκκον να ραεί.
Είπεν τζ' εγίνην άφαντη, εφτύς π' ομπρός μο' χάθηκεν
σγοιάν άνεμος περαστικός.
Εράην η καρτούλλα μου, ευτύς ο νους μο' στάθηκεν
τζ' είμαι που τότες ξηστηκός.
Οι πλήξες που με τρώασιν, ακόμα 'ν' αφανέρωτες
τζ' εις τα πουλιά που τζηλαδούν
έσιει που τότες όπου δω, τες ανεράδες τρέμω τες
τζιαί πογυρίζω μεν με δουν