Παράθυρο logo
Στα ίχνη των θησαυρών της μονής του Αγίου Δομινίκου
Δημοσιεύθηκε 03.02.2014 15:13
Στα ίχνη των θησαυρών της μονής του Αγίου Δομινίκου

Γράφει η Νάσα Παταπίου

Η κατεδάφιση της μονής του Αγίου Δομινίκου το 1567 για να οικοδομηθούν τα οχυρωτικά έργα της Λευκωσίας, δηλαδή τα βενετικά τείχη, ίσως σημαίνει ότι στον υπόγειο κόσμο των τειχών βρίσκονται τα κατάλοιπα της μονής


Η μονή του Αγίου Δομινίκου μετά την εισβολή των Μαμελούκων το 1426 στην Κύπρο φαίνεται να μην είχε υποστεί καταστροφές. Το ανάκτορο των Lusignan καθώς και η μονή του Αγίου Δομινίκου η οποία γειτνίαζε μαζί του περιβάλλονταν από ένα ισχυρό οχυρό (citadella) με πολύ ψηλά και ογκώδη τείχη. Το ανάκτορο είχε λεηλατηθεί, πυρποληθεί και μετατραπεί σε ερείπια από τους Μαμελούκους, ενώ ο Άγιος Δομίνικος διεσώθη. Ίσως, η φροντίδα και οι προσπάθειες των μοναχών να συνέτειναν στη διάσωση της μονής, αφού και μετά την εισβολή των Μαμελούκων το 1426, περίπου μετά από εξήντα έτη, διασώζονται στοιχεία για τη μονή από τη γραφίδα κάποιου Γερμανού περιηγητή, που ανήκε στο Τάγμα των Δομινικανών.
Η είσοδος στο οχυρό, το περιβαλλόμενο με τάφρο και γεμάτη νερό από τον Πεδιαίο, αλλά βέβαια και στην ίδια τη μονή, ήταν μέσω μιας γέφυρας η οποία ήταν οικοδομημένη σε τόξα. Εξακολουθούσαν, επίσης, να υφίστανται στον περίβολο της μονής οι χωριστοί βασιλικοί θάλαμοι για τον βασιλιά και για τη βασίλισσα της Κύπρου. Κατά μια πληροφορία, επίσης, εντός της μονής είχε οικοδομηθεί από τους πατριάρχες της Ιερουσαλήμ μια ξεχωριστή κατοικία, που λειτουργούσε ως Πατριαρχείο (Patriarchato) και εκεί διέμεναν οι τιτουλάριοι πατριάρχες της Ιερουσαλήμ, όσοι βέβαια ανήκαν στο ίδιο τάγμα.

Ο Γερμανός περιηγητής ως Δομινικανός ασκεί κριτική στους μοναχούς της λατινικής αυτής μονής. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στον Άγιο Δομίνικο είχε διαπιστώσει ότι η κακή διαγωγή των μοναχών οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν υπήρχε επισκοπική εποπτεία, ούτε τιμωρία στις περιπτώσεις που οι μοναχοί διέπρατταν παραπτώματα. Το σημαντικότερο όμως, κατά την άποψή του, είναι ότι οι Δομινικανοί είχαν υποστεί καταστροφική επιρροή από τους Έλληνες κληρικούς, δηλαδή από την ορθόδοξη θρησκεία. Επίσης, όπως αναφέρει στο οδοιπορικό του, οι μοναχοί είχαν γενειάδα όπως οι ορθόδοξοι μοναχοί.
Η μονή ήταν πολύ πλούσια αν και δεν διασώζονται αρκετές σχετικές μαρτυρίες. Γνωρίζουμε βέβαια ότι είχε στην κατοχή της ένα χωριό αναφερόμενο ως San Nicolo di Gerrades, το οποίο και ταυτίστηκε με το χωριό Γερακιές, αλλά δεν είναι βέβαιο κατά πόσο ευσταθεί η εν λόγω ταύτιση. Κατά την περίοδο της ακμής της η μονή είχε περίπου ογδόντα μοναχούς, αλλά κατά το τέλη του 14ου αιώνα είχαν μειωθεί στους δέκα.

Οι θησαυροί της μονής

Μεγάλη παρακμή είχε πλήξει τη μονή κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ της τελευταίας νομίμου βασίλισσας της Κύπρου Καρλόττας, με τον ετεροθαλή αδελφό της Ιάκωβο, σχετικά με τον θρόνο. Η διαμάχη αυτή μεταξύ των δύο αδελφών και ο αγώνας της βασίλισσας για να κρατήσει το στέμμα την ανάγκασαν να ζητήσει οικονομικές ενισχύσεις από τη μονή του Αγίου Δομινίκου για να αντεπεξέλθει. Όπως, μάλιστα, ανέφεραν οι παλαιότεροι, κατά μια μαρτυρία του 16ου αιώνα, η μονή ήταν πλούσια και διέθετε μεγάλη ποσότητα ασημικών και κυρίως αργυρά σκεύη. Και αυτό όλο το ασήμι προερχόταν από το γεγονός ότι τόσοι πολλοί βασιλείς και αξιωματούχοι και αρχιερείς είχαν ενταφιαστεί στο κοιμητήριο του Αγίου Δομινίκου. Όταν ο σφετεριστής Ιάκωβος έφθασε στην Κύπρο με ένα μεγάλο στράτευμα από Μαμελούκους, για να επιτεθεί και να πάρει το στέμμα από τη νόμιμη βασίλισσα, τότε, η Καρλόττα, ζήτησε τη βοήθειά των Δομινικανών μοναχών υπενθυμίζοντάς τους τις ευεργεσίες που τους είχαν προσφέρει κατά καιρούς οι πρόγονοί της. Τους υποσχόταν, επίσης, ότι σε περίπτωση που θα απωθούσε τον Ιάκωβο, θα τους διπλασίαζε τα εισοδήματα και θα τους προσέφερε επιπλέον ευεργεσίες.
Ας σημειωθεί ότι οι Δομινικανοί μοναχοί καθώς και οι μοναχοί άλλων ταγμάτων, όταν άρχισαν οι εχθροπραξίες για το στέμμα, εγκατέλειψαν τη Λευκωσία και κατέφυγαν στο φρούριο της Κερύνειας μεταφέροντας μαζί τους αργυρά σκεύη και άλλα αντικείμενα αξίας, τα οποία προσέφεραν ως βοήθεια στη βασίλισσα. Είναι σημαντικό τα όσα διασώζουν οι πηγές για τους θησαυρούς της μονής αυτής, που χάθηκε μια για πάντα το 1567, εξαιτίας της οικοδόμησης του νέου οχυρωματικού περιβόλου. Προσφέρθηκαν τότε στη βασίλισσα τα εξής αντικείμενα αξίας, τα οποία αποτελούσαν ιδιοκτησία της μονής του Αγίου Δομινίκου. Μεταξύ άλλων, δώδεκα αργυροί απόστολοι, δύο αργυρά δοχεία στα οποία έκαιε το θυμίαμα (carboni), τα οποία συνήθιζαν οι βασιλείς να τοποθετούν στην αγία τράπεζα κατά τις μεγάλες εορτές. Επίσης, της προσέφεραν δισκοπότηρα (calici), σταυρούς και άλλα αργυρά αντικείμενα. Οι δομινικανοί δεν είχαν κρατήσει παρά μόνο δύο ή τρία δισκοπότηρα και ένα εγκόλπιο (pace) καμωμένο από καθαρό χρυσάφι, το οποίο είχε χαρίσει στους μοναχούς η ίδια η βασίλισσα. Το εγκόλπιο αυτό είχε αξία, κατά μια εκτίμηση, ανερχόμενη σε διακόσια δουκάτα, και η βασίλισσα άλλοτε συνήθιζε να το έχει περίαπτο στον λαιμό της. Το πολύτιμο αυτό αντικείμενο, όπως περιγράφεται, είχε μήκος πέντε δάκτυλα και πλάτος τρία δάκτυλα, ενώ το πάχος του ήταν μισό δάκτυλο. Ήταν, όπως ήδη προαναφέραμε, ολόχρυσο και γύρω-γύρω έφερε δώδεκα ρουμπίνια και δώδεκα μαργαριτάρια, τα οποία όμως ήταν πιο μεγάλα. Στο μέσο του εγκολπίου αυτού υπήρχε ανάγλυφος ένας άγγελος και μέσα φυλασσόταν ένα κομμάτι από την Ιερά Σινδόνη του Χριστού. Μάλλον το ιερό αυτό κειμήλιο θ’ αποτελούσε δώρο από τη θεία και πεθερά της Καρλόττας, Άννα Lusignan, δούκισσα της Σαβοΐας, η οποία, ως γνωστόν, είχε στην κατοχή της την Ιερά Σινδόνη του Χριστού. Η βασίλισσα πήρε τα πολύτιμα αντικείμενα που της έδωσαν οι Δομινικανοί και κατέφυγε με μερικούς οπαδούς της στη Ρώμη και τα έβαλε ενέχυρο για να πάρει χρήματα, ενώ στη συνέχεια επισκέφθηκε βασιλείς και ηγεμόνες ζητώντας βοήθεια για να επανακτήσει το στέμμα. Ως γνωστόν, δεν πέτυχε τον σκοπό της και τα αντικείμενα από άργυρο που της προσέφεραν οι Δομινικανοί χάθηκαν στο ενεχυροδανειστήριο, γιατί δεν κατόρθωσε να τα επανακτήσει. Τελικά, ο ετεροθαλής αδελφός της Καρλόττας κατέλαβε τον θρόνο και αφού του γνωστοποιήθηκε τι είχαν διαπράξει οι Δομινικανοί τούς αφαίρεσε κάποια χωριά τα οποία τους ανήκαν, αν και στη συνέχεια τους έδωσε ελάχιστα ποσά ως αποζημίωση.

Ο τάφος του Ιακώβου Α΄

Οι μοναχοί του Αγίου Δομινίκου, επειδή ακριβώς αντιμετώπιζαν οικονομικό πρόβλημα, αναγκάστηκαν να συλήσουν τουλάχιστον έναν από τους πολλούς βασιλικούς τάφους οι οποίοι βρίσκονταν στον ναό τους. Όταν πέθανε ο Γεώργιος Κονταρίνης, ο κόμης Ιόππης και εξάδελφος της βασίλισσας Αικατερίνης Κορνάρο είχαν ανοίξει τον τάφο του βασιλιά Ιακώβου Α΄ για να τον ενταφιάσουν εκεί. Ας σημειωθεί ότι στον ίδιο τάφο είχε προηγουμένως ενταφιαστεί ο βασιλιάς Ούγος Β΄. Μέσα στον τάφο βρέθηκαν ο βασιλικός μανδύας από χρυσομέταξο διανθισμένο ύφασμα (la veste regale di broccado) του Ιακώβου A΄, μαζί με τη ζώνη και το σκήπτρο του, καμωμένα και τα δύο από άργυρο. Από τον βασιλικό μανδύα οι δομινικανοί έφτιαξαν ένα φαιλόνιο, δηλαδή μανδύα χωρίς μανίκια τον οποίο φορούν εξωτερικά οι κληρικοί, και από το σκήπτρο και τη ζώνη κατασκεύασαν έναν σταυρό, ένα θυμιατήρι και δύο στέμματα των αγαλμάτων της Παρθένου και του Θείου Βρέφους.

Η κατεδάφιση

Τι, όμως, ήρθε στο φως όταν κατεδαφίστηκε η μονή και ισοπεδώθηκαν τα μνήματα των εστεμμένων, των πριγκίπων και των αρχιερέων; Πόσοι αμύθητοι θησαυροί φάνηκαν μέσα στους τάφους, εάν κρίνουμε από το περιεχόμενο του τάφου του Φράγκου βασιλιά Ιακώβου A΄; Η κατεδάφιση της εκκλησίας αποκάλυψε ιερά κειμήλια και λείψανα τα οποία είχαν εναποτεθεί κάτω από την κτιστή αγία τράπεζα της Αγίας Ευλαλίας. Μεταξύ αυτών βρέθηκαν επτά κρανία, κόκκαλα και ένα γυναικείο ένδυμα ολομέταξο, δύο βέλη και ένα ξίφος με αίμα, καθώς και μερικοί ύμνοι γραμμένοι σε μια περγαμηνή επάνω σ’ ένα μικρό τραπέζι, αφιερωμένοι στις αγίες Ευλαλία, Ούρσουλα και Μαρία Μαγδαληνή, στις αγίες δηλαδή στις οποίες ήταν αφιερωμένη αυτή η τράπεζα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή, τα λείψανα αυτά ανήκαν στις άγιες παρθένες που αποτελούσαν τη συνοδεία της αγίας Ούρσουλας. Τα εν λόγω λείψανα είχαν τοποθετηθεί σ’ αυτό το συγκεκριμένο μέρος, κάτω από αυτή τη μεγάλη τράπεζα, που ήταν αφιερωμένη στις τρεις αγίες, από τη βασίλισσα Ελεονόρα της Αραγωνίας, σύζυγο του βασιλιά Πέτρου Α΄, κατά τη διάρκεια των επιδρομών και λεηλασιών που διενεργούσαν κατά της Κύπρου οι Γενουάτες. Τα πιο πάνω ερμηνεύονται από το γεγονός ότι γύρω-γύρω από την αγία τράπεζα ήταν ζωγραφισμένες οι τρεις αυτές αγίες και μπροστά σ’ αυτές εικονιζόταν γονυπετής η βασίλισσα Ελεονόρα. Ποιος ζωγράφος, άραγε, θα μπορούσε με βάση την περιγραφή που διασώθηκε να απεικονίσει τις τρεις αγίες και γονυπετή την Ελεονόρα, «τα αξεδίψαστα λαγόνια», κατά τον ποιητή;


Οι πτερνιστήρες του Πέτρου Α΄

Κατά τη διάρκεια της κατεδάφισης της εκκλησίας του Αγίου Δομινίκου είχαν ασφαλώς ανασκαφεί και ισοπεδωθεί και οι τάφοι των βασιλέων της Κύπρου, αλλά και όλων των επιφανών ανδρών και γυναικών που είχαν ενταφιαστεί στον ίδιο χώρο. Όταν ανέσκαψαν το μνήμα στο οποίο είχε ενταφιαστεί ο βασιλιάς Πέτρος Α΄, ο αποκαλούμενος ανδρείος (valente), είχαν ανευρεθεί οι πτερνιστήρες του. Ήταν κατασκευασμένοι από χαλκό και επιχρυσωμένοι και επάνω τους ήταν χαραγμένα τα ονόματα Γάσπαρ, Μελχιώρ και Βαλτάσσαρ, δηλαδή τα ονόματα των τριών μάγων ή σοφών. Οι πτερνιστήρες αυτοί ομοίαζαν ακριβώς με αυτούς που είχε ο ευγενής Βενετός Lorenzo da Mula, τους οποίους φρόντισε να επιχρυσώσει εκ νέου και τους οποίους εξακολουθούσε να τους έχει στη Βενετία, σύμφωνα με μαρτυρία περί τα τέλη του 16ου αιώνα. Βέβαια, σχετικά με την πληροφορία αυτή, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο Lorenzo da Mula πρέπει να ήταν γιος του πάλαι ποτέ Βενετού συμβούλου της Κύπρου Benetto da Mula. O σύμβουλος αυτός υπηρετούσε μάλιστα στην Κύπρο κατά τα έτη 1567 έως 1569, όταν έγιναν οι κατεδαφίσεις για τη νέα οχύρωση. Σ’ αυτόν οφειλόταν οπωσδήποτε η αρπαγή και μεταφορά των πτερνιστήρων του θρυλικού βασιλιά στη Βενετία. Το όνομα του αξιωματούχου αυτού μνημονεύεται και θα μνημονεύεται αφού ένας προμαχώνας της Λευκωσίας καλείται da Mula. Το επιτάφιο επίγραμμα του Φράγκου βασιλιά Ιανού στα λατινικά, στη μονή του Αγίου Δομινίκου, ευτυχώς, μας έχει διασωθεί, με ημερομηνία 29 Ιουνίου 1432. Δεν αποκλείεται κάποτε να έρθει στο φως έστω ένα θραύσμα από την επιτύμβια αυτή πλάκα, η οποία ίσως βρεθεί είτε οικοδομημένη στα τείχη είτε βαθιά στη γη, γύρω από τον οχυρωματικό περίβολο. Ο Ιωάννης Grimani, πατριάρχης Aquileia, αρχαιόφιλος και μέγας συλλέκτης, με επιστολή του ημερομηνίας 13 Οκτωβρίου 1567, προς τον στρατιωτικό μηχανικό Savorgnano, εξέφραζε το μεγάλο ενδιαφέρον και τον διακαή πόθο του να αποκτήσει τυχόν αρχαιότητες που είχαν έρθει ή θα έρχονταν στο φως, κατά τη διάρκεια της θεμελίωσης και των εργασιών για τη νέα οχύρωση. Ζητούσε, σε τέτοια περίπτωση, να αγοράσει νομίσματα, μετάλλια ή μαρμάρινες επιγραφές, αναγνωρίζοντας, όπως έγραφε, ότι τα χρυσά ή αργυρά αρχαία αντικείμενα καθώς και τα κοσμήματα και οτιδήποτε άλλο πολύτιμο εύρημα ανήκε στον δόγη. Εάν αποκτούσε με αγορά οποιοδήποτε αρχαίο αντικείμενο, ο μέγας συλλέκτης Grimani, όπως σημείωνε στην επιστολή του προς τον Ιούλιο Savorgnano, θα του ήταν ες αεί ευγνώμων… Δυστυχώς, μέχρι σήμερα καμιά πηγή αρχειακή δεν μας πληροφόρησε τι βρέθηκε κατά την κατεδάφιση της μεσαιωνικής οχύρωσης και τι στα θεμέλια της νέας οχύρωσης της Λευκωσίας αλλά και τι ευρήματα είχαν, εάν είχαν, αποσταλεί στον δόγη και ποια τυχόν στον αρχαιόφιλο πατριάρχη…


λεζάντα εικόνας: Θύτες και θύματα υπήρχαν πάντα: η ίδια η Βασίλισσα της Κύπρου Καρλόττα [σε αυτόν τον αγνώστου ζωγράφου πίνακα στο κέντρο, με το ανοιχτό βιβλίο μπροστά της] είχε ζητήσει οικονομική βοήθεια από τους Δομινικανούς μοναχούς για να αντεπεξέλθει στον πόλεμο με τον αδελφό της για το στέμμα. Όταν της δόθηκαν πολύτιμα αντικείμενα, κατέφυγε στη Ρώμη για να τα δώσει ενέχυρο και να πάρει χρήματα. Έχασε, όμως, τον θρόνο και άρα οι μοναχοί τα αντικείμενά τους. Όχι μόνο αυτό, αλλά τους αφαιρέθηκαν και χωριά χωρίς να τους δοθεί αποζημίωση από τον νέο βασιλιά...