Παράθυρο logo
Μια μέρα στη λαϊκή αγορά
Δημοσιεύθηκε 03.02.2014 16:39
Μια μέρα στη λαϊκή αγορά

Γράφει ο Ντίνος Θεοδότου,

Οι λαϊκές αγορές αποτελούν ένα φυσικό και αυθόρμητο λαϊκό δρώμενο, ένα πανηγύρι φωνών και πανδαισία χρωμάτων, είναι οάσεις ζωντάνιας και γραφικότητας μέσα στην ασχήμια που μας περιβάλλει. Γνωστοί καλλιτέχνες όπως ο Λευτέρης Οικονόμου και ο Παναγιώτης Τέτσης εμπνεύστηκαν και έδωσαν σημαντικά έργα με θέμα τις λαϊκές. Δημιουργήθηκαν για να πουλούν οι παραγωγοί τα προϊόντα τους κατευθείαν στους καταναλωτές, χωρίς την παρέμβαση μεσαζόντων, έτσι που οι τιμές να είναι πιο χαμηλές. Αυτός ο στόχος ικανοποιείται και έτσι οι καταναλωτές βρίσκουν ποικιλία φρέσκων προϊόντων σε προσιτές τιμές. Η λαϊκή είναι για πολλούς έξοδος από τη ρουτίνα και τόπος συνάντησης με γνωστούς και φίλους ή απλώς τόπος για να χαζέψει κάποιος τα ζωντανά χρώματα. Οι πωλητές - παραγωγοί συναγωνίζονται σε ένταση φωνής στη ζωντανή διαφήμιση των προϊόντων τους. Ο καθένας έχει λίγο-πολύ τυποποιηθεί στο πώς διαλέγει τα αγαθά του έχοντας τις δικές του ατάκες. Φράσεις-ατάκες που ακούγονται συνήθως είναι «πάρτε κύριε, έν’ πρώτο πράμα που πουλώ» ή «όποιος έσιει σαν το αγγούρι μου χαρίζω το» ή «όποιος γυρεύκει παρακατινά να πάει σ’ άλλη γειτονιά» ή «σφάζω και πουλώ» και οτιδήποτε άλλο φανταστείς. Πολλοί βοηθοί των μανάβηδων είναι αλλοδαποί και πολλές φορές ακούς να διαλαλούν με κινέζικη προφορά «αγγούρι χωράφι, αγγούρι χωράφι» ή «δύο ευρώ την τσέντα, δύο ευρώ την τσέντα, Παναΐα μου!».


Οι πελάτες των λαϊκών κατατάσσονται σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με τον τρόπο που ψωνίζουν. Αρκετοί, προτού προβούν στις αγορές τους, κάνουν έρευνα αγοράς, κάνουν δυο-τρεις γύρους, συγκρίνουν ποιότητα και τιμές και αφού δοκιμάσουν και πειστούν, τελικά αποφασίζουν. Άλλοι αγοράζουν από την πρώτη, όλα από τον ίδιο μανάβη και φεύγουν. Οι κυρίες συνήθως διαλέγουν και οι άντρες τους περιμένουν υπομονετικά. Οι γνωστοί σχηματίζουν πηγαδάκια, αλληλοενημερώνονται για το τι καλά και φτηνά υπάρχουν τη συγκεκριμένη μέρα για να τα αγοράσουν.


Στις λαϊκές, εκτός από φρούτα και λαχανικά διατίθενται και άλλα ντόπια προϊόντα των χεριών της Κύπριας αγρότισσας. Λουκάνικα, χαλλούμια, αναράδες, σουτζιούκκος, ελιές μαύρες και τσακιστές, τραχανάς, κουλούρια. Ακόμα θα βρεις άγρια χόρτα του κάμπου που δεν βρίσκεις στις υπεραγορές, όπως μολόσιες, λαψάνες, χωστές, μάγκαλους, αγρέλια, γλίντους, κίρταμα. Υπάρχουν ακόμα αγριολούλουδα όπως ματσικόριδα [ζουμπούλια] και τουλίπες.


Η πρόσβαση στις λαϊκές είναι κάπως προβληματική και συνήθως πρέπει να κάνεις μικρό αγώνα για να εξασφαλίσεις πάρκινγκ. Οι παραγωγοί στήνουν τα υπόστεγά τους πολύ νωρίς, από τα χαράματα, και δεν πτοούνται από τις καιρικές συνθήκες, είτε με τσουχτερό κρύο είτε με αφόρητη ζέστη, είναι πάντα εκεί στον αγώνα για τον επιούσιο, να πουλήσουν τα αγαθά της κυπριακής γης και του ιδρώτα τους.


Κατά το απόγευμα η λαϊκή παρουσιάζει ένα διαφορετικό πρόσωπο. Οι πωλητές θέλοντας να ξεπουλήσουν ρίχνουν τις τιμές, πωλούν με την κάσια, καμιά φορά μισοτιμής. Η αγορά βρίσκεται υπό διάλυση. Τότε βλέπεις φτωχούς ανθρώπους να ψάχνουν στα σκουπίδια μήπως και βρουν κάτι. Υπάρχουν οι «πάνω» του πρωινού και οι «κάτω» του απογεύματος. Το πρόσωπο της μιζέριας και της ανέχειας προβάλλεται ανάγλυφο. Λόγω τις οικονομικής κρίσης ο αριθμός των λαϊκών μεγαλώνει.


Μου αρέσει να παρατηρώ τον κόσμο στις λαϊκές. Εδώ δεν υπάρχει το απρόσωπο της υπεραγοράς. Η επικοινωνία με τους ανθρώπους είναι άμεση και η προσέγγιση ανθρώπινη.