Παράθυρο logo
Ενδιαφέροντα στοιχεία για μια Κυπρία [τέλη 16ου - αρχές 17ου αι.]
Δημοσιεύθηκε 10.03.2014
Ενδιαφέροντα στοιχεία για μια Κυπρία [τέλη 16ου - αρχές 17ου αι.]

Γράφει η Nάσα Παταπίου

Η αρχόντισσα Μαργαρίτα Μέξια, ή Μούξια, γεννήθηκε στην Κύπρο, αιχμαλωτίστηκε και όταν απέκτησε την ελευθερία της, το 1573, κατέφυγε στη Βενετία - δήλωνε, δε, στη διαθήκη της έτοιμη να αποκληρώσει τον γιο της, αν δεν ικανοποιούσε το αίτημά της να ενταφιαστεί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων


Η ζωή μιας δυναμικής Κυπρίας που έζησε κατά τα τέλη του 16ου με αρχές του 17ου αιώνα μας προκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περιπετειώδη ζωή της και τη μετάβασή της από την Κύπρο στη Βενετία. Πρόκειται για τη Μαργαρίτα Μέξια, ή Μούξια, η οποία αιχμαλωτίστηκε κατά τον πόλεμο της Κύπρου και το 1573 απέκτησε την ελευθερία της και κατέφυγε στη Βενετία. Η Κυπρία αυτή αρχόντισσα είχε φιλικές και συγγενικές σχέσεις με τα πιο σημαντικά πρόσωπα της κυπριακής παροικίας στη Βενετία. Οι δικαστικές υποθέσεις με τις οποίες είχε εμπλακεί για διεκδίκηση περιουσίας, που είχε αφήσει ο πατέρας της στη Βενετία, καθώς και οι δυο διαθήκες της, μας προσφέρουν στοιχεία τόσο για την ίδια όσο και γενικά για τον κυπριακό ελληνισμό, που ζούσε τότε στην πόλη των τεναγών. Υπήρξε οπωσδήποτε μια σημαντική γυναικεία προσωπικότητα και ιδιαίτερα για εκείνη τη μακρινή εποχή κατά την οποία έζησε. Ας παρακολουθήσουμε όμως τα όσα πληροφορούμαστε για τα έργα και τις ημέρες της αντλώντας στοιχεία, αυτήν τη φορά, από την πρώτη διαθήκη της, την οποία συνέταξε το 1620. Πρόκειται για μια πηγή πλούσια, από την οποία μας παρέχονται νέα στοιχεία για πρόσωπα και γεγονότα, με τα οποία εμπλουτίζονται οι γνώσεις μας και ιδιαίτερα η προσωπογραφία του κυπριακού ελληνισμού της Βενετίας.

Η οικογένειά της


Η οικογένεια της Μαργαρίτας Μέξια, ή Μούξια, κατά μια εκδοχή ανήκε στις αυτόχθονες οικογένειες της Κύπρου, ενώ κατά μια άλλη επρόκειτο για οικογένεια της οποίας οι ρίζες προέρχονταν από την Καταλωνία. Σύμφωνα πάντα με τις πηγές, μέλη αυτής της οικογένειας ήταν είτε φεουδάρχες είτε έμποροι και γενικά οικονομικά εύρωστοι και μάλλον ευγενείς. Το γεγονός ότι ήταν ευγενείς τεκμηριώνεται από το αίτημα κάποιου μέλους της ίδιας οικογένειας, που είχε εγκατασταθεί στην Κρήτη μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς και είχε υποβάλει αίτημα για να του παραχωρηθεί από τις βενετικές αρχές η κρητική ευγένεια.
Η πρώτη διαθήκη της Μαργαρίτας είχε συνταχθεί στις 22 Αυγούστου 1620 με Βενετό νοτάριο, όταν ακόμα ζούσε ο δεύτερος σύζυγός της, γιατί αναφέρεται ως σύζυγος του Συμεών Φλώριου. Στη δεύτερη όμως διαθήκη της, του 1626, αναφέρεται ως χήρα, γεγονός που μαρτυρεί ότι ο σύζυγός της είχε ήδη πεθάνει. Η Μαργαρίτα, όπως αναφέρεται στη διαθήκη της, κατοικούσε στην ενορία του Αγίου Αντωνίου (contra de Sant’ Antonin) και για τη σύνταξη της διαθήκης της είχε καλέσει τον νοτάριο στο σπίτι της, αλλά και ως διερμηνέα της τον Κύπριο Ιούλιο Σοδερίνη. Όπως εξηγεί η ίδια, κάλεσε και τον Ιούλιο Σοδερίνη ως διερμηνέα της γιατί δεν γνώριζε πάρα πολύ καλά την ιταλική. Ας σημειωθεί ότι ο Ιούλιος Σοδερίνης, από τη γνωστή κυπριακή οικογένεια εμπόρων, είχε διατελέσει για πέντε θητείες πρόεδρος της Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας και το 1620 υπηρετούσε επίσης στην ίδια θέση. Η Μαργαρίτα επιθυμούσε να ενταφιαστεί στον Άγιο Γεώργιο των Ελλήνων και όλα τα στοιχεία που συναντούμε στη διαθήκη της καθιστούν πρόδηλο ότι ήταν ορθοδόξου δόγματος. Διόριζε, επίσης, ως εκτελεστές της διαθήκης της τον γιο της που είχε αποκτήσει από πρώτο γάμο, Ιερώνυμο Corazzer, τον Εμμανουήλ Φίνη και τον Φραγκίσκο Νεγρεπόντη, που όπως μνημονεύεται ήταν εξάδελφος του μεγάλου δωρητή και ευεργέτη Θωμά Φλαγγίνη. Όριζε η προίκα της, η οποία ανερχόταν στις δύο χιλιάδες τετρακόσια δουκάτα, να αξιοποιηθεί σε τράπεζα από τους εκτελεστές τής διαθήκης της. Από ένα ποσό ανερχόμενο στα διακόσια δουκάτα έκανε διάφορες δωρεές. Άφηνε τέσσερα δουκάτα ετησίως στους ιερείς του Αγίου Γεωργίου και έδινε εντολή να αγοραστούν επίσης δύο λαμπάδες (torzi) για να χρησιμοποιούνται στις τελετές και να γίνονται λειτουργίες στην παρουσία του προέδρου και των διοικητών της εκκλησίας του ίδιου ναού, τους οποίους διόριζε εκτελεστές της διαθήκης της μετά τον θάνατο αυτών που είχε ήδη διορίσει. Η Μαργαρίτα όριζε οι ιερείς του ναού να τελούν κάθε μήνα δύο λειτουργίες υπέρ αναπαύσεως της ψυχής της καθώς και δύο συγγενών της από την οικογένεια Ζεμπεττού.


Η διαθέτρια από ένα ποσό διακοσίων δουκάτων άφηνε τα εξής κληροδοτήματα: δέκα τσεκίνια στον σεβασμιότατο αρχιεπίσκοπο Φιλαδελφείας, που θα τη μνημόνευε ετησίως κατά το ορθόδοξο δόγμα, καθώς και άλλα δέκα τσεκίνια στην madama Κατερίνα, σύζυγο του Ιακώβου de Sur. Eίκοσι δουκάτα, επίσης, στη Χριστίνα Massini, ηγουμένη του ευαγούς ιδρύματος Santa Maria di Nazareth, που μετονομάστηκε έπειτα σε Νέο Λοιμοκαθαρτήριο (Lazareto Nuovo), όπου εκεί διέμεναν όσοι είχαν πληγεί από πανώλη. Πέντε δουκάτα άφηνε στη signora Μαρία Σοδερίνη, που ήταν μοναχή στον Πανάγιο Τάφο, και ένα τσεκίνι στον τυφλό Ιερώνυμο. Επίσης, ένα τσεκίνι στην Ελληνίδα μοναχή Bustrona, προφανώς από την οικογένεια των Βουστρωνίων, καθώς και τρεις λίρες στην κάθε Ελληνίδα μοναχή. Στα ευαγή ιδρύματα της Βενετίας, όπως αυτό για τους λεπρούς (Mendicanti) και αυτό των Αγίων Ιωάννη και Παύλου, άφηνε στο καθένα από δύο δουκάτα και για τους φτωχούς αιχμαλώτους τέσσερα δουκάτα. Κληροδοτούσε, επίσης, ένα ποσό χρημάτων για να τελούνται ετησίως σαράντα λειτουργίες υπέρ αναπαύσεως της ψυχής της - δέκα στην Παναγία των Θαυμάτων (dei Miracoli), δέκα στον Άγιο Φραγκίσκο, δέκα στον Πανάγιο Τάφο (Sepolcro) και δέκα στην ενορία της, σύμφωνα πάντα με το ορθόδοξο δόγμα. Τα στοιχεία αυτά μαρτυρούν την ευσέβεια της Κυπρίας αυτής αρχόντισσας αλλά και τα φιλάνθρωπα αισθήματά της.
Στην Κατερίνα Mistra, η οποία πρέπει να ήταν η οικονόμος της, άφηνε πέντε δουκάτα εάν εξακολουθούσε να βρίσκεται στην υπηρεσία της κατά την ώρα του θανάτου της. Στον Θωμά, τον αναδεξιμιό της (fiozzo), γιο της αείμνηστης Μαρίας, έδινε εντολή να του δώσουν ένα ποσό χρημάτων για να κάνει μια ενδυμασία και έναν μανδύα πένθους για να τα φορέσει κατά την τελετή της κηδείας της. Η Μαργαρίτα επιθυμούσε να γίνει με κάθε επισημότητα η τελετή της κηδείας της και να παραστούν ο αρχιεπίσκοπος, οι ιερείς, οι μοναχές και οι μοναχοί, γι’ αυτό όριζε, εάν δεν ήταν αρκετά τα χρήματα που άφηνε για τον σκοπό αυτό, τότε, όπως αναφέρεται στη διαθήκη της, να δοθεί ένα συμπληρωματικό ποσό από τους εκτελεστές της διαθήκης της. Το υπόλοιπο της προίκας της, το ανερχόμενο σε δύο χιλιάδες τετρακόσια δουκάτα, το κληροδοτούσε στον υιό της Ιερώνυμο Curazzer, υπό τον όρο, όμως, μετά τον θάνατό του να έχει να παίρνει πενήντα δουκάτα η θυγατέρα της, Λεονόρα, και άλλα πενήντα η εγγονή της Μαργαρίτα, θυγατέρα της Ελεονόρας, καθώς και άλλα πενήντα ο εγγονός της, Νικόλαος Gressi. Στον εγγονό της Νικόλαο κληροδοτούσε επίσης κι ένα άλλο ποσό χρημάτων για να παντρέψει τη θυγατέρα του Μαρία, με την προϋπόθεση, όμως, ο γάμος να γίνει με άτομο το οποίο είχε υποδείξει η ίδια και για το οποίο είχε συναινέσει και αυτός. Σε αντίθετη περίπτωση, όριζε το υπόλοιπο της προίκας της να δαπανηθεί για την αγιογράφηση του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων. Επίσης, όταν θα πέθαινε ο γιος της Ιερώνυμος, τα χρήματα τα οποία θα του ανήκαν έπρεπε να κατατεθούν σε τράπεζα, ώστε ν’ αποδώσουν κέρδη και να εκτελεστούν όσα όριζε στη διαθήκη της.

Για τον ενταφιασμό της

Η Μαργαρίτα Μέξια ξεκαθάριζε ρητώς ότι επιθυμούσε να ενταφιαστεί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, όπως ήδη προανέφερε στη διαθήκη της. Εάν ο γιος της Ιερώνυμος δεν εκτελούσε την εντολή της αυτή, τότε τον αποκλήρωνε και το κληροδότημα το άφηνε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων και στον ίδιο δεν θα άφηνε παρά μόνο δέκα δουκάτα. Ως κληρονόμος, επίσης, του πατέρα της, η Μαργαρίτα Μέξια είχε να παίρνει κάποια ποσά από τον σύζυγό της, Συμεών de Florio, όπως τεκμηριωνόταν από τα λογιστικά βιβλία τα οποία είχε ο ίδιος ο σύζυγός της. Επειδή δεν επιθυμούσε να του προκαλέσει προβλήματα, όριζε μετά τον θάνατό της, ως αντάλλαγμα, ν’ ανήκουν στην περιουσία της τα έπιπλα της κατοικίας στην οποία ζούσαν. Επίσης, ενόσω ζούσε ο σύζυγός της, δεν επιθυμούσε ο γιος της Ιερώνυμος, εξαιτίας του ποσού το οποίο ήταν στα χέρια του συζύγου της, να του προκαλέσει οποιαδήποτε ανησυχία ή πρόβλημα. Μετά τον θάνατο του συζύγου της, όπως όριζε, θα έμεναν τα έπιπλα στον γιο της και δεν θα είχε κανένα άλλο δικαίωμα για οποιαδήποτε άλλη διεκδίκηση. Εάν, τελικά, οι άρχοντες Εμμανουήλ Φίνη και Φραγκίσκος Νεγρεπόντης δεν αποδέχονταν να είναι εκτελεστές της διαθήκης της Μαργαρίτας, τότε σ’ αυτή την περίπτωση στη θέση τους όριζε τον πρόεδρο και τους διοικητές του ναού του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων. Σημαντική πληροφορία για τη φιλάνθρωπη αλλά και φιλότεχνη, εκτός των άλλων, Μαργαρίτα Μέξια, είναι ότι κληροδοτούσε την προσωπογραφία της στον διερμηνέα της, Ιούλιο Σοδερίνη, ως ένδειξη αγάπης. Θα μπορούσε όμως, εάν ο γιος της το επιθυμούσε, να πάρει αυτός την προσωπογραφία της, αλλά μετά τον θάνατό του έπρεπε να περιέλθει στην κατοχή και πάλι του Ιούλιου Σοδερίνη. Τέλος, μια άλλη σημαντική πληροφορία στη διαθήκη της είναι η αναφορά στον πρωτοπαπά Γεώργιο της Βατιλής, γνωστό από την εικόνα της Παναγίας με τους Αγίους Νικόλαο και Γεώργιο την οποία δώρισε στην εκκλησία της γενέτειράς του Βατιλής. Στην ίδια εικόνα, η οποία φυλάσσεται στο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, κάτω αριστερά εικονίζεται ο πρωτόπαπας της Βατιλής μαζί με την οικογένειά του. Η Μαργαρίτα είχε στην κατοχή της ένα πορτρέτο του πρωτοπαπά της Βατιλής, το οποίο άφηνε στην αρχόντισσα Κορνηλία Φίνη, γεγονός που μαρτυρεί τη στενή σχέση τόσο της Μαργαρίτας όσο και της Κορνηλίας με τον πρωτοπαπά της Βατιλής. Η Κορνηλία ήταν σύζυγος του Εμμανουήλ Φίνη, τον οποίο η Μαργαρίτα είχε διορίσει μαζί με τον γιο της και τον Φραγκίσκο Νεγρεπόντη εκτελεστές της διαθήκης της. Η αρχόντισσα Μαργαρίτα συνδεόταν με δεσμούς συγγενικούς με τις σπουδαιότερες οικογένειες της κυπριακής παροικίας, στη Βενετία. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι είχε στενές σχέσεις και με τις οικογένειες δύο γνωστών τότε ζωγράφων: του Ιωάννη Καλογερά και του Εμμανουήλ Τζανφουρνάρη, γι’ αυτό άλλωστε είχε στην κατοχή της εικόνες, πίνακες και προσωπογραφίες. Σκέφτομαι ότι πολύ πιθανόν κάπου στη Βενετία θα σώζεται ίσως και η προσωπογραφία της δυναμικής αυτής γυναίκας, που γεννήθηκε στην Κύπρο, στην Ανατολική Μεσόγειο και αποχαιρέτησε στις αρχές του 17ου αιώνα τον παρόντα κόσμο, στην πόλη των τεναγών…



λεζάντα: Ορθοδόξου δόγματος, η Μαργαρίτα κάνει στη διαθήκη της πολλές αναφορές στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, στη Βενετία: εκτός του ότι αφήνει χρηματικό ποσό στους ιερείς της εκκλησίας, ξεκαθαρίζει ρητώς την επιθυμία της να ενταφιαστεί εδώ και πως εάν ο γιος της δεν εκτελούσε την εντολή της θα τον αποκλήρωνε και το κληροδότημα θα το άφηνε στην εκκλησία, αφήνοντάς του μόλις 10 δουκάτα... (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ©WIKIPEDIA).